Ως χώρα «μέτριας καινοτομίας», χαρακτηρίζει την Ελλάδα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και... μέτρια θα παραμείνει και τα επόμενα χρόνια, αφού οι δαπάνες για την Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α) θα κινηθούν σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα σε σχέση με τους στόχους που έχουν τεθεί σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Αυτό προκύπτει από τα στοιχεία που δημοσίευσε το Παρατηρητήριο Έρευνας και Καινοτομίας (ΠΕΚ) της ΕΕ για το έτος 2014, το οποίο αναφέρει ότι οι επιδόσεις της Ελλάδας αντιστοιχούν στο 66% του διάμεσου δείκτη καινοτομίας, σημειώνοντας πτώση κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2013.
Δυσοίωνα, ωστόσο, τουλάχιστον σε επίπεδο χρηματοδότησης, θα είναι και τα επόμενα έτη, καθώς τη στιγμή που ο δείκτης-στόχος της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» είναι να αποτελούν οι δαπάνες Ε&Α το 3% του ΑΕΠ της ΕΕ το 2020, ο εθνικός στόχος περιορίζεται μόλις στο 1,2%.
Ωστόσο, ακόμα κι αυτός ο στόχος χαρακτηρίζεται φιλόδοξος αφού το 2014 η δημόσια δαπάνη για Ε&Α (ΔΔΕΑ) ανήλθε σε 0,83 % του ΑΕΠ, παρουσιάζοντας μάλιστα και σταθερή αύξηση από το 2011 (0,67 %). Η καταβαράθρωση των δαπανών αποδίδεται στην κρίση. Αλλά και πριν την κρίση, η κατάσταση σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως καλύτερη.
Η συνεισφορά των τεσσάρων τομέων εκτέλεσης Ε&Α (επιχειρήσεις, κρατικοί φορείς, φορείς τριτοβάθμιας και μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ιδιωτικοί μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί) στη συνολική Ένταση δαπανών Ε&Α έχει ως ακολούθως: οι δαπάνες Ε&Α του τομέα των επιχειρήσεων είναι 0,28% ΑΕΠ (504,4 εκατ. ευρώ), του κρατικού τομέα 0,23% (412,7 εκατ. ευρώ), του τομέα τριτοβάθμιας και μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης 0,31% (553,2 εκατ. ευρώ) και του τομέα ιδιωτικών μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων 0,01% (18,5 εκατ. ευρώ).
Για λόγους σύγκρισης, αναφέρουμε ότι ο δείκτης «Ένταση δαπανών Ε&Α» διαμορφώνεται στο 2,03% κατά μέσο όρο στα κράτη-μέλη της ΕΕ 28, παραμένοντας σταθερός σε σχέση με το 2013 (το συνολικό ποσό δαπανών για Ε&Α στην ΕΕ ανέρχεται σε 284 δισ. ευρώ), με την Ελλάδα βρίσκεται στην 22η θέση. Πρωτοπόρες είναι η Φινλανδία (3,17%), η Σουηδία (3,16%) και η Δανία (3,05%), οι οποίες ήδη υπερβαίνουν τον στόχο του 3%. Κάτω από την Ελλάδα, βρίσκονται η Μάλτα, η Βουλγαρία, η Κροατία, η Λετονία, η Κύπρος και η Ρουμανία.
Οι προκλήσεις και οι αιτίες
Οι προκλήσεις που διαπιστώνει η ΕΕ στο σύστημα Ε&Κ της Ελλάδας είναι η ασταθής και μη αποδοτική δομή διακυβέρνησης της Ε&Κ, με ιδιαίτερη αδυναμία στο θέμα της αξιολόγησης, η έλλειψη αποδοτικότητας και προτεραιοποίησης στην κατανομή της χρηματοδότησης και η εξαιρετικά χαμηλή δραστηριότητα Ε&Κ στον ιδιωτικό τομέα.
Σύμφωνα με το ΠΕΚ, το ελληνικό σύστημα διακυβέρνησης της Ε&Κ χαρακτηρίστηκε για πολύ καιρό από έλλειψη στρατηγικού οράματος και ελλιπή συντονισμό μεταξύ κυβερνητικών φορέων. Το 2013 συστάθηκε Συμβούλιο Καινοτομίας, το οποίο απαρτιζόταν από εκπροσώπους του ακαδημαϊκού και του βιομηχανικού χώρου, για να παράσχει συμβουλές Ε&Κ σε επίπεδο στρατηγικής και να διευκολύνει τον συντονισμό μεταξύ κυβερνητικών φορέων αρμόδιων για δραστηριότητες Ε&Κ και ενδιαφερόμενων μερών. Ωστόσο, μέχρι τώρα έχει εκδώσει πολύ λίγες εισηγήσεις και αποφάσεις.
Μεταξύ του 2009 και του 2012, η εποπτεία της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ), του κύριου φορέα αρμόδιου για την υλοποίηση και τη χρηματοδότηση πολιτικής Ε&Κ, μετακινήθηκε δύο φορές μπρος-πίσω μεταξύ του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων και του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων. Αυτές οι συνεχείς αλλαγές προκάλεσαν ελλείψεις και καθυστερήσεις στην υλοποίηση της πολιτικής.
Έως το 2013 δεν υπήρχαν συστηματικές αξιολογήσεις πολιτικής και χρηματοδοτικών προγραμμάτων, γεγονός που σημαίνει ότι η γνωσιακή βάση για μάθηση και βελτίωση της πολιτικής παραμένει πολύ μικρή. Τα πανεπιστήμια και οι δημόσιοι ερευνητικοί οργανισμοί αξιολογούνται τακτικά, αλλά τα αποτελέσματα των αξιολογήσεων δεν λαμβάνονται υπόψη στη μεταξύ τους κατανομή των κονδυλίων του προϋπολογισμού. Η υποβολή στατιστικών δεικτών σχετικά με την Ε&Κ δεν ήταν συστηματικά οργανωμένη, με αποτέλεσμα την έλλειψη στοιχείων από το 2011 έως το 2013 και, ως εκ τούτου, τη δημιουργία ασυνέχειας στις χρονοσειρές, γεγονός που δυσχεραίνει την ανάλυση των επιδόσεων.
Πολιτική αντιμετώπισης της πρόκλησης
Τον Φεβρουάριο του 2015 η κυβέρνηση δημιούργησε τη θέση του αναπληρωτή υπουργού Έρευνας και Καινοτομίας στο Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων και σύστησε διεύθυνση Ε&Κ εντός του Υπουργείου τον Μάρτιο. Ο ρόλος αυτός αναμένεται να επιφέρει υψηλότερου επιπέδου χάραξη πολιτικής για τη διακυβέρνηση της Ε&Κ. Μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, το Υπουργείο μετονομάστηκε σε «Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων», γεγονός που ενδέχεται να σηματοδοτεί τη δέσμευση για μεγαλύτερη έμφαση στην Ε&Κ.
Ενθάρρυνση διακρατικών συνεργασιών
Παρά τις γραφειοκρατικές αγκυλώσεις, το ΠΕΚ παρατηρεί ότι η ελληνική πολιτική ευνοεί τη διεθνή συνεργασία στον τομέα της έρευνας με δημόσια χρηματοδότηση. Ελληνικές ερευνητικές ομάδες συμμετέχουν σε μεγάλο βαθμό σε προγράμματα ERAnet και άλλες πρωτοβουλίες της ΕΕ και συχνά διαδραματίζουν σημαντικούς ρόλους στη θεματολογία έρευνας για μεγάλες προκλήσεις.
Αντίθετα όμως, η συνεργασία μεταξύ του ακαδημαϊκού και του επιχειρηματικού τομέα είναι πολύ περιορισμένη, λόγω της διαφορετικής νοοτροπίας οργάνωσης και της έλλειψης ζήτησης από πλευράς επιχειρηματικού τομέα. Οι συνδημοσιεύσεις πανεπιστημίων-επιχειρήσεων αντιστοιχούσαν στο 1,5 % του συνόλου των δημοσιεύσεων την περίοδο 2011-2013. Υπάρχουν διάφορες δημόσιες και ιδιωτικές πρωτοβουλίες για τη στήριξη της μεταφοράς γνώσης, αλλά οι περισσότερες από αυτές πάσχουν από περιορισμένη χρηματοδότηση.
Την ίδια στιγμή, η αγορά εργασίας για ερευνητές στην Ελλάδα είναι έντονα ρυθμισμένη από τον δημόσιο τομέα με αυστηρούς κανόνες αμοιβών, οι οποίοι επιβραβεύουν τον χρόνο εργασίας και όχι τις επιδόσεις. Λόγω των σοβαρών δημοσιονομικών περικοπών κατά τα προηγούμενα έτη, οι συνθήκες εργασίας έχουν επιδεινωθεί σημαντικά στον δημόσιο ερευνητικό τομέα, με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση η Ελλάδα να προσελκύει ταλαντούχους ερευνητές από το εξωτερικό και να αυξάνεται η εκροή επιστημόνων από τη χώρα.
Χαμηλή ζήτηση, λίγες δαπάνες
Σύμφωνα με το ΠΕΚ, πέρα από τη δημόσια υποχρηματοδότηση, η ζήτηση Ε&Α από τις επιχειρήσεις, όπως και οι ιδιωτικές δαπάνες για έρευνα και καινοτομία, βρίσκονται σε χαμηλά επίπεδα (0,28%) συγκριτικά με άλλα κράτη μέλη της ΕΕ παρόμοιου μεγέθους και ανάπτυξης (μέσος όρος ΕΕ 1,3%) το 2014. Πάντως καταγράφονται και κλάδοι με σχετικά υψηλές επιδόσεις στην καινοτομία, που εστιάζουν κυρίως σε καινοτομίες όσον αφορά στην οργάνωση και εμπορία. Μάλιστα η Ελλάδα καταλαμβάνει την 5η θέση στον αντίστοιχο δείκτη του IUS. Επίσης, σημειώνει υψηλές επιδόσεις στις εξαγωγές υπηρεσιών έντασης γνώσης (7η θέση), γεγονός που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο σημαντικό μερίδιο των θαλάσσιων μεταφορών στην οικονομία. Η χώρα έχει έλλειψη πρωτοπόρων παγκοσμίως εταιρικών επενδυτών σε Ε&Α, με μόνο τρεις επιχειρήσεις μεταξύ των κορυφαίων 1.000 εταιρειών της ΕΕ που επενδύουν σε Ε&Α.
Το ΠΕΚ σημειώνει ότι η εξασφάλιση 2,5% των συνολικών κονδυλίων του 7ου ΠΠ από Έλληνες υποψηφίους (11η θέση, σχεδόν σε ισοβαθμία με τη Δανία και την Αυστρία) φαίνεται ότι απέτυχε να οδηγήσει σε περισσότερη ιδιωτική δραστηριότητα Ε&Α.
Βασικό παράγοντα που περιορίζει επί του παρόντος τις επιχειρηματικές δαπάνες για Ε&Α αποτελεί η χαμηλή χρηματοοικονομική ρευστότητα των ΜΜΕ (που αντιπροσωπεύουν το 99,9 % του συνόλου των εταιρειών) και τα σταθερά χαμηλά επίπεδα χορήγησης δανείων από τις τράπεζες, πολλές από τις οποίες δεν διαθέτουν επαρκή κεφάλαια και αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας. Την περίοδο 2013-2014, το 42% των ΜΜΕ ανέφεραν ότι η πρόσβαση σε χρηματοδότηση αποτελούσε το μεγαλύτερο πρόβλημά τους. Τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια δεν αποτελούν εναλλακτική πηγή χρηματοδότησης, με τα επίπεδα τόσο των ιδιωτικών επιχειρηματικών κεφαλαίων όσο και των επενδύσεων των επιχειρηματικών αγγέλων να βρίσκονται κοντά στο 0% του ΑΕΠ το 2013.
Μολονότι η πρόσβαση σε χρηματοδότηση αποτελεί επί του παρόντος το μεγαλύτερο εμπόδιο για την Ε&Α του ιδιωτικού τομέα, σημαντικές είναι επίσης οι θεσμικές αδυναμίες, κυρίως οι συνθήκες του κανονιστικού πλαισίου που δεν ευνοούν τη ριψοκίνδυνη επιχειρηματική δραστηριότητα, καθώς και το περίπλοκο και μη αποδοτικό σύστημα δημόσιας στήριξης της ιδιωτικής Ε&Κ.
Το τελευταίο ζήτημα επιδεινώνεται από το έλλειμμα ικανοτήτων των ΜΜΕ και των περιφερειακών ερευνητικών οργανισμών στην τήρηση των διαδικασιών υποβολής αιτήσεων και στη σύνταξη σωστών φακέλων για επιδότηση.
Έλλειμμα επιχειρηματικής κουλτούρας
Πέραν των παραπάνω δυσκολιών, προκύπτει ότι η εμπορική αξιοποίηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων αποτελεί μια ακόμη αδύναμη πτυχή του συστήματος Ε&Κ της χώρας, η οποία συμβάλλει στη χαμηλή ιδιωτική δραστηριότητα Ε&Κ.
Η δημόσια στήριξη δραστηριοτήτων εμπορικής αξιοποίησης εντός των ΑΕΙ και των δημόσιων ερευνητικών οργανισμών είναι χαμηλή και δεν παρέχονται κίνητρα σε μεμονωμένους ερευνητές για να επιδοθούν σε επιχειρηματική δραστηριότητα ή συνεργασία με τη βιομηχανία.
Αν και υπάρχουν ορισμένοι διαγωνισμοί τύπου «venture cup» («επιχειρηματικού αγώνα») και μέτρα στήριξης των τεχνοβλαστών, οι επιχειρηματικές ιδέες συχνά δεν φθάνουν σε στάδιο στο οποίο να καταστούν εμπορικά βιώσιμες. Αυτό οφείλεται τόσο σε ανεπαρκή χρηματοδότηση αυτών των μέσων όσο και σε μη στήριξη επιχειρηματικής νοοτροπίας στους δημόσιους ερευνητικούς οργανισμούς.