Μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (Non Performing Exposures- NPEs) κατά 40% ή 41 δισ. ευρώ σε απόλυτους αριθμούς προβλέπουν ως το τέλος του 2019 οι στόχοι που κατέθεσαν οι τράπεζες στην ΤτΕ και τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM).
Παρουσιάζοντας, πριν από λίγο, στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής την ενδιάμεση νομισματική έκθεση ο διοικητής της ΤτΕ, κ. Γ. Στουρνάρας επιβεβαίωσε ότι οι τράπεζες υπέβαλαν, κατόπιν σχετικής οδηγίας, στις 24 Ιουνίου αναλυτικούς στόχους κατά κατηγορία μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Οι στόχοι αφορούν τόσο στα υπόλοιπα δύο τρίμηνα του 2016 όσο και τους ετήσιους στόχους για το 2017, 2018 και 2019. Υπέβαλαν, επίσης, συγκεκριμένη τεκμηρίωση για τη στρατηγική και τα μέσα που θα χρησιμοποιήσουν προκειμένου να επιτύχουν τους στόχους, που έχουν τεθεί.
Αναλυτικότερα σε επίπεδο τεσσάρων συστημικών τραπεζών προβλέπεται ότι το 2019 τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα θα πρέπει να έχουν μειωθεί κατά 40% ή 41 δισ. ευρώ. Οι παραπάνω στόχοι εδράζονται στην πρόβλεψη του προγράμματος για ανάκαμψη της οικονομίας ήδη από το 2017 και τη συνεπακόλουθη επιστροφή σε κερδοφορία σημαντικού μέρους των επιχειρήσεων.
Εφόσον η παραπάνω προϋπόθεση επιτευχθεί, το μεγαλύτερο μέρος της μείωσης θα επέλθει από την επιτυχή ρύθμιση/αναδιάρθρωση οφειλών που θα καταστήσει μη εξυπηρετούμενα δάνεια και πάλι ενήμερα. Αντίθετα, οι στόχοι προβλέπουν ότι μόλις το 5% των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (5,43 δισ. ευρώ) θα πωληθεί ενώ θα ρευστοποιηθούν εξασφαλίσεις για μη εξυπηρετούμενες πιστοδοτήσεις που δεν ξεπερνούν το 7% του συνόλου (σ.σ περίπου 7,6 δισ.)
Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα έφθασαν, σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ, στο τέλος του α τριμήνου στο 45% και σε απόλυτα μεγέθη τα 108,6 δισ. ευρώ, που αποτελεί το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη (μετά την Κύπρο). Στον τομέα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων το ποσοστό μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων φθάνει στο 67%, στα στεγαστικά στο 42% και στα καταναλωτικά στο 55%.
Τα πιο πάνω μεγέθη, σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, δεν έχουν ακόμα σταθεροποιηθεί και συνεχίζουν να αυξάνονται, ακολουθώντας αντίστροφη πορεία, σε σχέση με τη μεταβολή του ΑΕΠ της χώρας. Στο πρώτο τρίμηνο του 2016 τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα αυξήθηκαν κατά 600 εκατ. ευρώ, αλλά εμφανίζεται μια τάση επιβράδυνσης, αφού η αύξηση στο 12μηνο του 2015 ξεπέρασε τα 4 δισεκ. ευρώ.
Παρά το μέγεθος του προβλήματος η κεφαλαιακή βάση του τραπεζικού συστήματος παραμένει ισχυρή, αφού οι αναληφθείσες προβλέψεις φθάνουν στο 50%, αν δε προσθέσουμε και την αξία των εξασφαλίσεων, τότε η συνολική κάλυψη έναντι κινδύνων φθάνει στο 101% και είναι από τα υψηλότερα στην Ε.Ε.
Οι βασικές προτεραιότητες που προωθεί η ΤτΕ κατά την αξιολόγηση και έγκριση των στρατηγικών που υποβάλουν οι τράπεζες για τη μείωση των ΜΕΑ είναι:
• Η αποφυγή βραχυπρόθεσμων λύσεων ρύθμισης οφειλών και η παροχή μακροπρόθεσμα βιώσιμων λύσεων ή λύσεων οριστικής διευθέτησης.
• Η συντονισμένη αντιμετώπιση κοινών πιστούχων με καθυστερούμενες οφειλές σε περισσότερες τράπεζες.
• Η αναδιάρθρωση των υπερχρεωμένων βιώσιμων επιχειρήσεων με νέο επιχειρηματικό σχεδιασμό και, αν χρειαστεί, νέα διοίκηση παράλληλα με την αναδιάρθρωση του δανείου.
• Η ενεργητική αξιοποίηση του υπάρχοντος επιπέδου προβλέψεων και εξασφαλίσεων για την οριστική ελάφρυνση του ισολογισμού των τραπεζών από προβληματικά στοιχεία.
• Η ανάπτυξη εντός των τραπεζών νέων μεθόδων οργάνωσης και διαδικασιών, για την αντικειμενική και διαφανή επιλογή λύσεων ρύθμισης οφειλών.
Το μέγεθος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων αποτελεί μακροπρόθεσμα το κρισιμότερο ζήτημα τόσο για το τραπεζικό σύστημα όσο και για την πραγματική οικονομία. Όμως, υπό προϋποθέσεις, μπορεί να αποτελέσει και καταλύτη προσέλκυσης επενδυτικών κεφαλαίων και θεραπείας νοσηρών καταστάσεων, που εμπόδιζαν την παραγωγική αναδιάρθρωση και ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.