Τριάντα δύο χρόνια πριν επικρατήσει η κινεζική Cosco στον διαγωνισμό για το πλειοψηφικό πακέτο του ΟΛΠ, ο ελληνικός κατασκευαστικός κολοσσός Αρχιρόδον βρέθηκε στο παρά πέντε από την υπογραφή της σύμβασης παραχώρησης του λιμανιού Σεντζέν στην Κίνα, ενός εκ των ταχύτερα αναπτυσσόμενων λιμένων του κόσμου τις τελευταίες δεκαετίες.
Η ιστορία της παρολίγο συμφωνίας αναφέρεται με λεπτομέρεια στο βιβλίο "Ενας αιώνας δράση - το οδοιπορικό της ζωής μου" του 90χρονου Γιάννη Ανδρόπουλου, συνιδρυτή και για πολλά χρόνια επικεφαλής της Αρχιρόδον, που κυκλοφόρησε προ ημερών. Ο Γιάννης Ανδρόπουλος περιγράφει στο βιβλίο πως ο νεαρός μηχανικός από το Λειβάρτζι Καλαβρύτων έφτασε να διοικεί έναν από τους μεγαλύτερους κατασκευαστικούς ομίλους του κόσμου με παρουσία σε Ελλάδα, Μέση Ανατολή και Ηνωμένες Πολιτείες, με τεράστια έργα στο ενεργητικό του.
Η Αρχιρόδον αποτελεί και τη μοναδική από τις πανίσχυρες ελληνικές τεχνικές εταιρείες των δεκαετιών του '60 και '70 που παραμένει εν λειτουργία. Στην ιστορία έχει μείνει και η πολυετής διαμάχη του Γιάννη Ανδρόπουλου με τον πρώην συνεταίρο του Κων/νο Καρπίδα για την τύχη της Αρχιρόδον. Η τελευταία πέρασε για αρκετά χρόνια στον έλεγχο διεθνούς ομίλου.
Στις αρχές της δεκαετίας του '80, ο Γιάννης Ανδρόπουλος είχε τεθεί επικεφαλής της προσπάθειας επέκτασης του ομίλου Αρχιρόδον σε νέες αγορές, όπως η Ινδία και η Κίνα, καθώς η Μέση Ανατολή είχε αρχίσει "να σκοντάφτει". Με έδρα τη Γενεύη ο Ανδρόπουλος αναζητούσε ευκαιρίες στον τομέα των λιμενικών έργων (που είχε τεράστια ειδίκευση η Αρχιρόδον) -και όχι μόνο- σε αγορές της Απω Ανατολής. Οπως γράφει, στις 30 Μαΐου 1984 "έφευγα από τη Γενεύη για Χονγκ Κονγκ μέσω Βομβάης και Μπανγκόκ". Εκεί συναντήθηκε με τον Τζέιμς Τσεν, ο οποίος ήταν "πολιτικός μηχανικός κινεζικής καταγωγής", αλλά και "ο μόνος μέτοχος της Sinocam -νομίζω πως το όνομα σημαίνει κινεζικό ασήμι".
Η Sinocam "είχε καταφέρει να υπογράψει προσύμφωνο με την κινεζική εταιρεία Shen Chen Marine Co. που διαχειριζόταν το λιμάνι του Σεντζέν. Βάσει της συμφωνίας, η Sinocam αναλάμβανε τη μελέτη, τη χρηματοδότηση και την κατασκευή του λιμανιού, το οποίο θα εκμεταλλευόταν αρχικά για ορισμένα χρόνια, πριν το παραδώσει στους Κινέζους".
Ο Τσεν "δεν είχε τη δυνατότητα να υλοποιήσει μόνος του αυτό το έργο και αναζητούσε συνεργάτες. Ηταν σίγουρος για την επιτυχία του εγχειρήματος, καθώς έβλεπε προς τα πού πήγαινε η Κίνα και ότι στο τέλος το λιμάνι θ' αποδεικνυόταν χρυσωρυχείο" (σ.σ. όπως και συνέβη). Ο Γ. Ανδρόπουλος γράφει πως "αρχίσαμε τις διαπραγματεύσεις ξεκινώντας με την πρόταση ν' αγοράσουμε την εταιρεία του, την οποία εκείνος απέρριψε".
Ομως έπειτα από σκληρές διαπραγματεύσεις, ο Τσεν και η διοίκηση της Αρχιρόδον συμφώνησαν. Η τελευταία θα αγόραζε τη Sinocam και ο κινεζικής καταγωγής επιχειρηματίας θα διατηρούσε μικρό ποσοστό. "Μόλις κλείσαμε τη συμφωνία, στις 2 Ιουνίου του 1984 το μεσημέρι, κανονίσαμε το ίδιο απόγευμα να πάμε στα γραφεία της Μονσούλ, μεγάλης εταιρείας μελετών με την οποία είχαμε συνεργαστεί ξανά, για να συζητήσουμε σε γενικές γραμμές το ενδεχόμενο να εκπονήσουν τη μελέτη για το λιμάνι του Σεντζέν", σύμφωνα με τον Γ. Ανδρόπουλο.
Οι επικεφαλής του ελληνικού κατασκευαστικού ομίλου βιαζόταν να προχωρήσουν το έργο και τέσσερις ημέρες μετά, στις 6 Ιουνίου 1984, πραγματοποιήθηκε συνάντηση στα γραφεία της εταιρείας συμβούλων/ελεγκτών Arthur Andersen με στελέχη της Bank of Chicago, καθώς και με δικηγόρους, "ώστε να καλύψουμε, τουλάχιστον σε πρώτη φάση, όλες τις πτυχές του έργου από μελετητές, δικηγόρους και ορκωτούς λογιστές, μέχρι τραπεζικές εγγυήσεις και χρηματοδότηση".
Οι σκληρές διαπραγματεύσεις
Κατά τον Ανδρόπουλο, όλες οι διαδικασίες "δεν φαίνοταν να παρουσιάζουν ιδιαίτερες δυσκολίες", ενώ και το ρίσκο "ήταν ελάχιστο σε σχέση με παλαιότερες εποχές, όταν τα παίζαμε όλα για όλα". Στις 17 Ιουνίου, ο Γ. Ανδρόπουλος ειδοποιήθηκε πως "ήταν έτοιμο το οριστικό συμβόλαιο για το λιμάνι του Σεντζέν και ότι έπρεπε να πάω να υπογράψω όπως είχαμε κανονίσει στο προσύμφωνο". Οταν, όμως, διάβασε τη σύμβαση παραχώρησης, διαπίστωσε πως τα πράγματα ήταν λίγο διαφορετικά σε σχέση με το προσύμφωνο. Εκλεισε ραντεβού με τον πρόεδρο της εταιρείας του λιμανιού του Σεντζέν, ο οποίος ζήτησε λίγες ημέρες προθεσμία ώστε να "μελετήσει και να διορθώσει" τα επίμαχα σημεία της σύμβασης.
Στην Αρχιρόδον επικρατούσε αναστάτωση και έντονη συζήτηση για το τι έπρεπε να πράξει η εταιρεία, αν οι Κινέζοι επέμεναν στους όρους της σύμβασης και δεν δέχονταν τις αλλαγές. Ο Ανδρόπουλος υποστηρίζει πως "δική μου γνώμη ήταν ότι έπρεπε οπωσδήποτε να μπούμε στην Κίνα, καθώς έβλεπα ότι η κεντρική κυβέρνηση είχε αποφασίσει να δώσει αυτοδυναμία στην περιοχή, παραχωρώντας αρμοδιότητες στην τοπική διοίκηση όσον αφορούσε κατασκευαστικά έργα". Οταν αναχώρησε, μάλιστα, από την Κίνα για να επιθεωρήσει έργα του ομίλου στη Μέση Ανατολή έδωσε εντολή "να συμφωνήσουν οπωσδήποτε με τους Κινέζους".
Μάλιστα, επισημαίνει πως "στο αεροπλάνο υπολόγισα ξανά τα κόστη και τις αποδόσεις του έργου και τα νούμερα έβγαιναν πολύ καλά, είτε κάναμε το έργο εξ ολοκλήρου με χρηματοδότηση από τις τράπεζες, είτε το χρηματοδοτούσαμε μόνοι μας. Λεφτά έτσι κι αλλιώς είχαμε".
Ομως η σύμβαση παραχώρησης δεν υπεγράφη ποτέ, με τον Γιάννη Ανδρόπουλο να φορτώνει τις ευθύνες στον έτερο ισχυρό άνδρα της Αρχιρόδον, Κων/νο Καρπίδα. Οπως γράφει: "Δεν ξέρω όμως τι συνέβη και ποιες δυνάμεις λειτούργησαν εν αγνοία μου και τελικά ένα έργο που θα μπορούσε να αποβεί αληθινό χρυσωρυχείο παραπέμφθηκε στις ελληνικές καλένδες. Η δική μου άποψη είναι ότι ο Καρπίδας προτιμούσε να έχει τα μετρητά, παρά να τα επενδύσει στην Κίνα". Στη συνέχεια αναφέρει, όμως, πως "το έργο είχε κολλήσει στη χρηματοδότηση, ένα ζήτημα που πίστευα πως μπορούσαμε να το λύσουμε".
Η σύμβαση παραχώρησης πήγαινε και ερχόταν για μήνες χωρίς να υπογράφεται, με τον Καρπίδα να υποστηρίζει πως η διοίκηση της Αρχιρόδον "θα τα έφερνε βόλτα με τους Κινέζους και θα περνούσαν οι θέσεις της". Ο Γιάννης Ανδρόπουλος, με τη μεσολάβηση του τότε υφυπουργού Συγκοινωνιών Αλκη Ρουσόπουλου, ξαναπήγε επίσημο ταξίδι στην Κίνα τον Νοέμβριο του 1984 και προσπάθησε εκ νέου να προχωρήσει την υπόθεση του λιμανιού του Σεντζέν.
Στις 14 Νοεμβρίου συναντήθηκε με εκπροσώπους του λιμανιού, οι οποίοι δήλωσαν πως βιάζονταν ενώ η Αρχιρόδον είχε "κολλήσει στη χρηματοδότηση". Ο ίδιος επιμένει πως "είχα κάνει τους υπολογισμούς μου και διαπίστωσα ότι υπήρχαν χρήματα στην εταιρεία και δεν χρειαζόμασταν τις τράπεζες. Αυτή θα ήταν η εισήγηση που θα έκανα όταν θα επέστρεφα".
Τελικά η σύμβαση δεν υπεγράφη γιατί ήδη οι σχέσεις Καρπίδα - Ανδρόπουλου δεν ήταν οι καλύτερες. Κυρίως, όμως, επειδή "οι δυτικές τράπεζες που θα χρηματοδοτούσαν την κατασκευή του λιμανιού ζήτησαν ως εξασφάλιση για την αποπληρωμή των δανείων την εγγύηση της Κεντρικής Τράπεζας της Κίνας, κάτι που τελικά δεν έγινε δεκτό από την κινεζική πλευρά". Αν όμως είχε γίνει δεκτή η εισήγηση Ανδρόπουλου για χρηματοδότηση του έργου από ίδια κεφάλαια, ίσως η εξέλιξη της Αρχιρόδον να ήταν διαφορετική...