Αν υπάρχει μια αγορά που έμεινε αλώβητη στο πέρασμα των έξι τελευταίων ετών όπου η χώρα κινείται στον ρυθμό των Μνημονίων, και την οποία δεν άγγιξε ούτε η επιβολή των capital controls, δεν είναι άλλη από τις εισαγωγές.
Ούτε λίγο ούτε πολύ η Ελλάδα έχει ξοδέψει την τελευταία εξαετία 2010-2015, για εισαγωγές συνολικά 279,746 δισ. ευρώ, ποσό το οποίο διαμορφώνεται στα 190 δισ. ευρώ αν εξαιρεθούν από τις δαπάνες οι εισαγωγές πετρελαιοειδών.
Κάτι που επιβεβαιώνει αφ' ενός ότι οι εισαγωγές αποτελούν την πλέον ανελαστική δαπάνη και δη καταναλωτική και αφ' ετέρου ότι η χώρα όχι μόνο δεν μπορεί, λόγω της αποψίλωσης της πρωτογενούς παραγωγής και της κατάρρευσης λόγω κρίσης της μεταποίησης, να παράγει για να καλύψει τις ανάγκες της, αφού απ' ότι φαίνεται εκ του αποτελέσματος είναι πιο εύκολο να εισάγει π.χ. γαλακτοκομικά, ζάχαρη, κρέας, φρούτα, χαρτί υγείας ακόμη και γουνοδέρματα, ενδύματα, υποδήματα, παιγνίδια, κ.α.
Η μοναδική αξιόλογη μείωσή των ελληνικών εισαγωγών, χωρίς τα πετρελαιοειδή, αυτή την εξαετία ήταν το 2011 οπότε υποχώρησαν στα 32,906 δισ. ευρώ από 37,477 δισ. ευρώ το 2010 για να κινηθούν τα επόμενα χρόνια πέριξ των 30 δισ. ευρώ.
Συγκεκριμένα το 2012 διαμορφώθηκαν στα 30,347 δισ. ευρώ, το 2013 στα 28,869 δισ. ευρώ και το 2014 στα 30,722 δισ, ευρώ. Ακόμη όμως και το 2013 που οι εισαγωγές υποχώρησαν κάτω από το ψυχολογικό φράγμα των 30 δισ. ευρώ, η αξία των εισαγωγών ανά τόνο ήταν υψηλότερη κατά 8,3% σε σχέση με το 2011 αλλά και από το 2010 όταν η Ελλάδα εισήγαγε προϊόντα αξίας 37,477 δισ. ευρώ.
Τάση η οποία συνεχίσθηκε και πέρυσι, όταν κανείς θα περίμενε ότι η επιβολή των capital controls θα πίεζε τις εισαγωγές. Αυτό δεν συνέβη. Αντιθέτως με βάση επίσημα στοιχεία, οι εισαγωγές εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών παρέμειναν επί της ουσίας σταθερές σε σχέση με το 2014, καταγράφοντας οριακή μείωση 0,2% ή κατά 75 εκατ. ευρώ κινούμενες στα επίπεδα των 30,6 δισ. ευρώ, με τις εισαγωγές βιομηχανικών προϊόντων που αποτελούν το 57% του συνόλου και εξακολουθούν να είναι η σημαντικότερη κατηγορία και να έχουν ενισχυθεί έστω και οριακά κατά 1,1% (σε 24,252 δισ. ευρώ).
Αυτό συνεχίσθηκε με ακόμη μεγαλύτερη ένταση στις αρχές της χρονιάς. Με βάση στοιχεία του Πανελλήνιου Συνδέσμου Εξαγωγών η αύξηση των εισαγωγών τον Φεβρουάριο, αν εξαιρεθούν τα πετρελαιοειδή, άγγιξε το 13,7% ή τα 357,2 εκατ. ευρώ (λόγω κυρίως της αύξησης εισαγωγών πλοίων και μηχανημάτων). Αυτό σε συνδυασμό με τη μείωση των συνολικών εξαγωγών είχε ως αποτέλεσμα το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών, να αυξηθεί κατά 339,4 εκατ. ευρώ ή κατά 15,4%.
Αμετάβλητο το μείγμα των εισαγωγών
Από τις 73 κυριότερες κατηγορίες προϊόντων που εισάγει η χώρα διαχρονικά οι 13 κινήθηκαν έστω και οριακά ανοδικά (ξεχωρίζουν πετρέλαιο, μέταλλα, φυσικό αέριο και laptops/tablets), οι 25 πτωτικά (κυρίως φάρμακα, οχήματα, ένδυση), ενώ 35 είναι ουσιαστικά αμετάβλητες, γεγονός που σημαίνει ότι δεν αλλάζει το μείγμα των εισαγωγών.
Αυτή την εξαετία υπολογίζεται πως η Ελλάδα εισήγαγε Η/Υ, laptops και tablets αξίας στα επίπεδα των 4 δισ. ευρώ και πάνω πάνω από 5,5 δισ. ευρώ για αγορά τηλεφωνικών συσκευών, όπως smartphones.
Όλα αυτά συμβαίνουν την ώρα που η μέση δαπάνη ανά επίσκεψη στο σούπερ μάρκετ σύμφωνα με την ετήσια έρευνα του καθηγητή Γ. Μπάλτα που διεξήχθη στο Εργαστήριο Μάρκετινγκ του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, υποχώρησε εφέτος στα 49,5 ευρώ όταν το 2015 ήταν 54,5 ευρώ.
Σύμφωνα με την εν λόγω έρευνα το 71% των καταναλωτών δήλωσε ότι αγοράζει φθηνότερα προϊόντα (από 68% ένα χρόνο πριν), το 80% αγοράζει λιγότερα προϊόντα (από 74%), το 87% συγκρίνει τιμές σε προϊόντα και καταστήματα και το 70% περιορίζεται στα απολύτως απαραίτητα (ποσοστό που πέρυσι ήταν στο 69%).