Στην παραδοχή ότι οι θεσμοί ζητούν πρόσθετα μέτρα για την τριετία 2016 - 2018 προχωρά ο Ευκλείδης Τσακαλώτος σε συνέντευξή του στην Καθημερινή της Κυριακής, δηλώνοντας ότι το ΔΝΤ, και όχι μόνον αυτό, πολλές φορές αμφισβητεί την απόδοση μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής.
Λίγες μέρες πριν από την πρώτη αξιολόγηση από τους θεσμούς, ο υπουργός Οικονομικών αναγνωρίζει ότι στο ασφαλιστικό υπάρχουν στρεβλώσεις που πρέπει να διορθωθούν. Ερωτηθείς για το ενδεχόμενο αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών ή τέλους στις τραπεζικές συναλλαγές, δηλώνει ότι η κυβέρνηση εξετάζει πολλά εναλλακτικά σενάρια αρνούμενος να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει οτιδήποτε.
Στη διαπραγμάτευση υπάρχουν νίκες, αλλά και ήττες προειδοποιεί ακόμη ο υπουργός.
Ο κ. Τσακαλώτος διευκρινίζει ότι το στοίχημα για την κυβέρνηση δεν είναι η μη εφαρμογή της συμφωνίας, αλλά η ενσωμάτωσή της σε ένα πρόγραμμα που θα έχει ως προτεραιότητα την ανακούφιση όσων επλήγησαν περισσότερο στα χρόνια της κρίσης.
Σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα, δηλώνει ότι «από τη μια το ΔΝΤ έχει πολύ σκληρές νεοφιλελεύθερες θέσεις στα οικονομικά, αλλά και σε πολλά κοινωνικά ζητήματα, οπότε δύσκολα θα μπορούσε να είναι ‘φυσικός σύμμαχος’ της ελληνικής κυβέρνησης. Από την άλλη, τονίζει ο υπουργός Οικονομικών, πιέζει τους Ευρωπαίους για μια πιο ευνοϊκή λύση στο χρέος.
Ο ίδιος επισημαίνει πώς μια οικονομία όπως η Ελλάδα πρέπει να την ενδιαφέρει και το απόθεμα του χρέους (ως ποσοστού του ΑΕΠ για παράδειγμα) και η ροή εξυπηρέτησης. Η στροφή του ΔΝΤ να δίνει μεγαλύτερη έμφαση στις ροές έχει τη λογική της και μπορεί να μας βοηθήσει, ιδιαίτερα αν στο 15% συμπεριλαμβάνονται τα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου. Υπάρχουν και εναλλακτικές τεχνικές επιλογές που μπορούν να οδηγήσουν στην επίλυση του προβλήματος, αν βεβαίως υπάρχει η πολιτική βούληση. Και αυτή η βούληση θα κριθεί και από τους όρους της όποιας πολιτικής συμφωνίας», υπογραμμίζει.
Αναφορικά με την προσέλκυση επενδύσεων, δηλώνει ότι «σπάνια στην παγκόσμια οικονομική ιστορία έχουν ‘οδηγήσει’ οι ιδιωτικές επενδύσεις την έξοδο από μια μεγάλη ύφεση».
Όπως διευκρινίζει πάντως, η ελληνική κυβέρνηση δουλεύει σε τρία επίπεδα, δηλαδή τη δημιουργία αναπτυξιακών θεσμών με το νέο αναπτυξιακό νόμο, την επενδυτική τράπεζα και το αναπτυξιακό ταμείο επενδύσεων και ιδιωτικοποιήσεων.
«Προσπαθούμε να διορθώσουμε σταδιακά τις κοινωνικές αδικίες και να ενδυναμώσουμε και άλλους οικονομικούς φορείς, όπως της κοινωνικής οικονομίας, τονίζει ο κ. Τσακαλώτος. Προσθέτει πως «για εμάς η ανάπτυξη δεν είναι αυτοσκοπός, ιδιαίτερα αν δεν συμπεριλαμβάνει ποιοτικά και κοινωνικά στοιχεία. Δεν μπορεί κανείς να ενεργοποιήσει τα πιο δυναμικά στρώματα της κοινωνίας μαςαν δεν καταστεί σαφές ότι η ανάπτυξη αφορά και συμπεριλαμβάνει αυτούς και αυτές».
Ο κ. Τσακαλώτος προσθέτει ότι η διεύρυνση της φορολογικής βάσης παραμένουν το μεγάλο στοίχημα της Αριστεράς. «Δεν νομίζω ότι η φορολόγηση πλήττει την ανταγωνιστικότητα αν έχεις ένα βιώσιμο παραγωγικό πρότυπο» σχολιάζει.
Ο Υπουργός Οικονομικών χαρακτηρίζει επίσης τεστ για την Αριστερά «το κατά πόσον μπορεί να ενσωματώσει τη συμφωνία με τους δανειστές σε ένα σχέδιο εξόδου από την κρίση που ανοίγει δρόμο στις κοινωνικές ομάδες που έχουν υποφέρει τόσο μετά το 2009. Κατά πόσον το παράδειγμά μας, με παρεμβάσεις στην υγεία, στην παιδεία και στην κοινωνική οικονομία, θα αποτελέσει εναλλακτικό παράδειγμα που θα εμπνεύσει άλλους εντός και εκτός της χώρας. Το μακροοικονομικό πλαίσιο είναι βεβαίως ασφυκτικό και δυσκολεύει τα πράγματα. Αλλά η αύξηση της ζήτησης δεν είναι το μόνο θέμα πάνω στο οποίο διαφοροποιείται η Αριστερά. Διαφοροποιείται και στο πεδίο των δομικών αλλαγών.»
Ακολουθήστε το Euro2day.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του Euro2day.gr
FOLLOW USΑκολουθήστε τη σελίδα του Euro2day.gr στο LinkedinΓια τον Γαβριήλ Σακελλαρίδη σημειώνει ότι «μοιραζόμαστε αυτό που λέει ο Γκράμσι: ‘Την αισιοδοξία της βούλησης και την απαισιοδοξία της γνώσης’. Ενδεχομένως να έχουμε διαφορετικούς βαθμούς αισιοδοξίας όσον αφορά την πολιτική βούληση, την ικανότητα δηλαδή του πολιτικού υποκειμένου, εν προκειμένω του ΣΥΡΙΖΑ, να παράγει αριστερή πολιτική σε αντίξοες συνθήκες».