Η εμπλοκή που σημειώθηκε από την ελληνική πλευρά τον Ιανουάριο του 1843 στην αποπληρωμή της δόσης του δανείου των 60.000.000, που ήταν η αφορμή της εξέγερσης της 3ης Σεπτεμβρίου, θυμίζει έντονα σε ορισμένες πτυχές της τις εξελίξεις και τις αντιπαραθέσεις στη σημερινή Ελλάδα.
Το ελληνικό κράτος εξαρτημένο οικονομικά από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις, την Αγγλία, τη Γαλλία και τη Ρωσία, βρέθηκε στις αρχές του 1843 σε αδυναμία να αποπληρώσει την τακτική εξαμηνιαία δόση του δανείου που έληγε την 1η Μαρτίου του ίδιου έτους.
Η κυβέρνηση του Όθωνα ενημέρωσε τις Μεγάλες Δυνάμεις και ζήτησε νέο δάνειο. Το προηγούμενο διάστημα, η πολιτική του Βασιλιά Όθωνα, που στρεφόταν πότε στη μία και πότε στην άλλη προστάτιδα δύναμη ανάλογα με τις ισορροπίες και τις αντιπαλότητες, είχε πετύχει να εξασφαλίζει χρήματα για τις μεγάλες ανάγκες του. Αλλά φάνηκε πλέον ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν θα ανέχονταν άλλο αυτούς τους ελιγμούς.
Έτσι, ενώ η Ρωσία ανταποκρίθηκε αρχικά στο αίτημα και κατέβαλε το τμήμα των χρημάτων που της αναλογούσαν, λίγες μόνο ημέρες μετά απέστειλε νέα επιστολή με την οποία υποστήριζε ότι το οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδας είχε τις ρίζες του στην ανικανότητα της πολιτικής διακυβέρνησης, στη μεγάλη και δαπανηρή δημόσια διοίκηση και στις υψηλές στρατιωτικές δαπάνες.
Παρεμπιπτόντως, τα τρία αυτά επιχειρήματα θα χρησιμοποιούνταν κάθε φορά που το ελληνικό κράτος θα οδηγούνταν ένα βήμα πριν ή ένα βήμα μετά τη χρεοκοπία.
Από εδώ και πέρα οι τρεις δυνάμεις ήταν σαφές ότι θα επιδείκνυαν κοινή στάση απέναντι στην Αθήνα. Γι' αυτό και ο Όθωνας, υπό το φόβο των... κανονιοφόρων, θα σπεύσει να αναγγείλει άμεση περιστολή των δημόσιων δαπανών.
Έτσι, μείωσε τους μισθούς δημοσίων υπαλλήλων και στρατιωτικών (όχι πάντως και του Σώματος των Βαυαρών μισθοφόρων), ενώ «κούρεψε» ένα μεγάλο μέρος της βασιλικής του χορηγίας. Εν συνεχεία υποχρέωσε σε συνταξιοδότηση όσους δημόσιους υπαλλήλους ήταν κοντά σε αυτήν και κατήργησε το Σώμα των μηχανικών. Επιπροσθέτως, περιόρισε τον αριθμό των διπλωματικών αποστολών στο εξωτερικό και σταμάτησε τη χορήγηση συντάξεων ακόμη και σε κληρικούς.
Όμως τίποτα από όλα αυτά δεν φάνηκε να πείθει τις προστάτιδες δυνάμεις. Το ελληνικό ζήτημα συζητήθηκε στη Διάσκεψη του Λονδίνου, το Μάιο του 1843. Το πρωτόκολλο της 5ης Μαΐου που προέκυψε από τη Διάσκεψη, προέβλεπε τη σύνταξη ενός Μνημονίου στο οποίο προβλέπονταν ότι συγκεκριμένα δημόσια έσοδα -όπως των τελωνειακών δασμών και του φόρου χαρτοσήμου- θα δεσμεύονταν για την εξόφληση του δανείου. Για την εκπλήρωση των δυσμενών αυτών όρων τέθηκαν ως υπεύθυνοι οι πρεσβευτές των τριών δυνάμεων και ο οίκος Rothchild, ένας πράκτορας του οποίου θα αναλάμβανε να μεταφέρει τα χρήματα από τον οφειλέτη στους πιστωτές.
Πηγή: Premium.paratiritis.gr