Καθοριστική για το μέλλον της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης και το πλαίσιο των προδιαγεγραμμένων παρεμβάσεων στο συνταξιοδοτικό θεωρείται η προγραμματισμένη για σήμερα συνεδρίαση της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς η κυβέρνηση πρέπει να καταλήξει το συντομότερο δυνατό στην δική της πρόταση, προκειμένου στη συνέχεια να ξεκινήσει ο ευρύς κοινωνικός διάλογος που επιθυμεί και βέβαια, ο δύσκολος διάλογος με τους εκπροσώπους των θεσμών, που μάλλον θα ήθελε να αποφύγει, αλλά δεν μπορεί.
Το «σήμα» έδωσε μέσα στο Σαββατοκύριακο το Μαξίμου με αποκορύφωμα τη συνέντευξη του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στο Έθνος, που απηύθυνε κάλεσμα προς τα κόμματα της αντιπολίτευσης ζητώντας ευρύτερες συναινέσεις για το ασφαλιστικό.
Μετά την κρίσιμη σημερινή συνεδρίαση, η «μάχη» θα συνεχιστεί την Τετάρτη καθώς έχει προγραμματιστεί να συνεδριάσει το Κυβερνητικό Συμβούλιο Κοινωνικής Πολιτικής (ΚΥΣΚΟΙΠ), υπό τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Γ. Δραγασάκη.
Εκεί, ο υπουργός Εργασίας Γιώργος Κατρούγκαλος, πιθανότατα παρουσία και του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, αναμένεται να «αποκαλύψει» τις βασικές αρχές της μεταρρύθμισης, θα περιγράψει τα αγκάθια και τα προβλήματα κυρίως σχετικά με το χρόνο που πιέζει ασφυκτικά, ενώ θα αναφερθεί και στις ενστάσεις των δανειστών.
Ήδη άλλωστε, κατά την πρόσφατη συνάντηση του υπουργού με τους επικεφαλής του κουαρτέτου των δανειστών φάνηκε πως οι θεσμοί δεν προτίθενται να κάνουν πίσω σε καμία από τις δεσμεύσεις που περιλαμβάνονται στο 3ο Μνημόνιο.
Στην κυβέρνηση, γνωρίζουν καλά πως το ασφαλιστικό πρέπει να κλείσει στο πλαίσιο της πρώτης αξιολόγησης. Ξέρουν επίσης καλά, ότι οι επόμενες 30 – 35 μέρες δεν θα είναι εύκολες. Είναι ενδεικτικό ότι όλο το προηγούμενο διάστημα, κυρίως λόγω κακών επικοινωνιακών χειρισμών, έχουν προκληθεί έντονες αντιδράσεις, πριν καλά καλά οι κυβερνητικές θέσεις – προτάσεις καθοριστούν στο εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος, το οποίο βγήκε πληγωμένο από την ψηφοφορία για τα κόκκινα δάνεια. Πλέον, επιδιώκεται η όσο το δυνατόν καλύτερη προετοιμασία, ενώ ταυτόχρονα δίνεται ιδιαίτερη σημασία στον «εθνικό – κοινωνικό» διάλογο που προγραμματίζει να κάνει αμέσως μετά τη δημοσιοποίηση της πρότασης, η οποία σύμφωνα με κυβερνητικά στελέχη, θα έχει το στίγμα και την πολιτική κατεύθυνση του ΣΥΡΙΖΑ.
Ήδη, έχει ξεκαθαριστεί ότι θα παραμείνει αναδιανεμητικός ο χαρακτήρας της ασφάλισης, ενώ επιδιώκεται οι δεσμεύσεις για «δημοσιονομική προσαρμογή» της τάξης του 1,8 δισ. ευρώ να επιτευχθούν από ένα μείγμα παρεμβάσεων που θα συνδυάζει την αύξηση των εισφορών και τη μείωση των παροχών.
Πρόκειται βέβαια για τις ίδιες αυτές προτάσεις που προκαλούν την έντονη αντίδραση των δανειστών. Οι θεσμοί επιδιώκουν περισσότερη και ξεκάθαρη ανταποδοτικότητα στη σχέση εισφορών –παροχών, είναι ανένδοτοι στην εισαγωγή εισοδηματικών και περιουσιακών στοιχείων στην λήψη της Εθνικής Σύνταξης καθώς σε αντίθετη περίπτωση θα ανατρέπεται η ανταποδοτικότητα, ενώ κυρίως από την πλευρά του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου έχουν εκφραστεί ξεκάθαρες ενστάσεις αναφορικά με την αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών.
Κατά την πρώτη διερευνητική συνάντηση του κ. Κατρούγκαλου με τους επικεφαλής των δανειστών, στο κεντρικό ξενοδοχείο που διεξάγονται οι διαπραγματεύσεις, φάνηκε ότι τις δύο πλευρές χωρίζει τεράστια απόσταση σε πολλά επίπεδα.
Τους ενώνει βέβαια το 3ο Μνημόνιο, κάτι που δεν μπορεί να παραγνωριστεί αφού το ασφαλιστικό παραμένει συνδεδεμένο με την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης, που «καίει» την κυβέρνηση καθώς επιθυμεί να κλείσει το θέμα για να ξεκινήσει η συζήτηση για το χρέος.
Στο δημοσιονομικό σκέλος οι θεσμοί ζήτησαν στοιχεία όσον αφορά τη μείωση των πόρων του ασφαλιστικού κατά 1% του ΑΕΠ για το 2016, με την πλευρά του υπουργείου Εργασίας να απαντάει κατά ένα μέρος με την κατάθεση του προϋπολογισμού για τον επόμενο χρόνο, στον οποίο «φωτογραφίζονται» μεγάλες περικοπές στις επικουρικές συντάξεις κατά 400 εκατ. ευρώ, μειώσεις στο ΕΚΑΣ κατά 230 εκατ. ευρώ και αυξήσεις εισφορών στους αγρότες κατά τουλάχιστον 102 εκατ. ευρώ. Παράλληλα, καταγράφεται, χωρίς να εξειδικεύονται μέτρα, η μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης κατά περίπου 700 εκατ. ευρώ, μέσω της προωθούμενης ασφαλιστικής μεταρρύθμισης.
Σε αυτά, η κυβέρνηση θα επιδιώξει να χωρέσει την αύξηση των εισφορών και αναπόφευκτα μειώσεις κύριων συντάξεων.
Η ελληνική πλευρά επιμένει ότι μέρος του δημοσιονομικού στόχου μπορεί και πρέπει να καλυφθεί με αύξηση των εισφορών εργοδοτών και εργαζομένων. Ειδικότερα μια άμεση αύξηση κατά 0,5% στις εισφορές εργοδοτών και εργαζομένων στην επικουρική ασφάλιση υπολογίζεται ότι θα καλύψει 250 εκατ. ευρώ, απομακρύνοντας την εφαρμογή της ρήτρας μηδενικού ελλείμματος, ενώ μια σταδιακή αύξηση την επόμενη τριετία στις εισφορές για την κύρια ασφάλιση θα αποτρέψει μικρές ή μεγαλύτερες μειώσεις στις μεσαίες συντάξεις.
Καθώς βέβαια, οι δανειστές και κυρίως το ΔΝΤ συνδέουν την επιδιωκόμενη ασφαλιστική μεταρρύθμιση με τη συζήτηση για το χρέος, ξεκαθαρίζουν ότι εκτός από τους άμεσους δημοσιονομικούς στόχους, απαιτείται και μια «φιλόδοξη» μεταρρύθμιση που θα εξασφαλίσει την οικονομική βιωσιμότητα του συστήματος και κατά συνέπεια την οικονομική και δημοσιονομική σταθερότητα της Ελλάδος σε βάθος χρόνου.
Σε αυτή τη βάση, κλειδί για την προωθούμενη μεταρρύθμιση θεωρείται το τελικό ύψος των συντάξεων, βάσει του νέου ποσοστού αναπλήρωσης. Στο υπουργείο Εργασίας υποστηρίζουν ότι η κλίμακα που θα προκριθεί θα οδηγεί σε ποσοστό που μεσοσταθμικά θα φθάνει το 77%, κάτι που σημαίνει ότι για κάποιες ομάδες ασφαλισμένων, όπως οι χαμηλόμισθοι, θα υπάρχει ποσοστό αναπλήρωσης ακόμη και 100%. Η τρόικα επιμένει ότι το ποσοστό αναπλήρωσης για την κύρια σύνταξη δεν μπορεί να υπερβαίνει το 48% - 55%.
Στο Μαξίμου είναι πλέον κυρίαρχη η θέση, ότι στον αλγόριθμο βάσει του οποίου θα υπολογιστεί το τελικό ποσό, πρέπει να περιλαμβάνεται και «ρήτρα ανάπτυξης» και «ρήτρα απασχόλησης», ώστε οι παρεμβάσεις να συνδέονται με το ΑΕΠ και την αγορά εργασίας.