Τα φθηνά δημόσια έργα, λόγω των μεγάλων εκπτώσεων που προσφέρουν οι ανάδοχοι, είναι ενίοτε τα ακριβότερα, όπως προκύπτει από μελέτη που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό του ΣΤΕΑΤ (Σύνδεσμος Τεχνικών Εταιρειών Ανωτέρων Τάξεων), που παρουσιάστηκε χθες.
Η μελέτη, που παρουσιάστηκε από τον οικονομολόγο Γ. Γιάνναρο, περιλαμβάνει και πλήθος περιπτώσεων οδικών, σιδηροδρομικών και άλλων έργων που ξεκίνησαν με προϋπολογισμό π.χ. 100 εκατ., ανατέθηκαν με έκπτωση 50%, δηλαδή για 50 εκατ. ευρώ, και τελικά κόστισαν 200 και 300 εκατομμύρια. Ταυτόχρονα, τα περισσότερα είναι ακόμα σε εξέλιξη, μολονότι έχουν μεσολαβήσει 4 και 5 χρόνια από την ημερομηνία ολοκλήρωσης!
Τα στοιχεία προέρχονται από δείγμα 706 έργων που δημοπρατήθηκαν την τελευταία 15ετία, με προϋπολογισμό άνω των 10 εκατ. ευρώ, και δείχνουν πως ένα στα τρία έργα ανατίθεται με έκπτωση μεταξύ 40% και 60%. Ακριβώς σε αυτά τα έργα καταγράφονται και οι μεγαλύτερες υπερβάσεις του προϋπολογισμού. Ανατέθηκαν δηλαδή στον απόλυτο μειοδότη, ο οποίος υποτίθεται πως θα κατασκεύαζε με πολύ χαμηλότερο κόστος και τελικά το δημόσιο επιβαρύνεται με σημαντικά υψηλότερα ποσά. Τα ίδια έργα παρουσιάζουν και τις μεγαλύτερες παραβιάσεις χρονοδιαγραμμάτων όπως προαναφέρθηκε.
Ο κ. Γιάνναρος παρουσίασε το παράδειγμα ομάδας τεσσάρων οδικών έργων προϋπολογισμού δημοπράτησης 526 εκατ. ευρώ, τα οποία ανατέθηκαν με κόστος 384,2 εκατ. ευρώ. Τελικά, μέσω δύο εργολαβιών-«σκούπα» γιατί είχαν μείνει στη μέση, το τελικό κόστος για το δημόσιο εκτοξεύθηκε στα 555,7 εκατ. ευρώ. Αν προστεθεί και το επιπλέον χρηματοδοτικό κόστος για το δημόσιο, τότε η συνολική δαπάνη αγγίζει τα 600 εκατομμύρια, χωρίς να έχει ολοκληρωθεί το έργο.
Στην περίπτωση ενός σιδηροδρομικού έργου, το δημόσιο πάλι «πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένο». Προκηρύχθηκε με προϋπολογισμό 250 εκατ. ευρώ, ανατέθηκε με τεράστια έκπτωση και κόστος μόλις 110 εκατ. ευρώ και μέχρι σήμερα το δημόσιο έχει πληρώσει 348 εκατ. ευρώ, χωρίς το έργο να έχει ολοκληρωθεί!
Σύμφωνα με τη μελέτη, «το Σύστημα Παραγωγής ΔΕ παρουσιάζει διαρθρωτικά προβλήματα, οι αλλαγές των συστημάτων δημοπράτησης δεν εξομάλυναν τη συνολική διαδικασία, αφού ο σχεδιασμός και ο προγραμματισμός (μελέτες - χρονοπρογραμματισμός - παρακολούθηση έργων) δεν καλύπτει τις σύγχρονες απαιτήσεις».
Επιπλέον, «δεν αντιμετωπίστηκε επαρκώς η έλλειψη ορθολογικού σχεδιασμού (στοχοθεσία - προδιαγραφές - τιμές - μελέτες) και οι Αναθέτουσες Αρχές δεν είχαν επαρκή τεκμηρίωση του κόστους».
«Η Μειοδοσία, χωρίς υποστήριξη με κατάλληλα εργαλεία, επιδείνωσε το πρόβλημα. Η αυξημένη εγγυοδοσία δεν αντιμετώπισε της υπέρμετρες εκπτώσεις, αντίθετα παρουσιάστηκαν: υπερβάσεις κόστους - συμπληρωματικές συμβάσεις που χρησιμοποιούνταν για να καλυφθούν ατέλειες - προβλήματα σχεδιασμού (απαλλοτριώσεις, γεωτεχνικές - αρχαιολογικές έρευνες, αδειοδότηση χώρων εναπόθεσης προϊόντων, καθαιρέσεων & εκσκαφών, κ.λπ.)».
Τέλος, «η μη ολοκλήρωση εργολαβιών σε αρκετές περιπτώσεις οδηγεί σε νέες συμβάσεις τύπου «σκούπα», με σημαντικές αυξήσεις στο τελικό κόστος, ξεπερνώντας συνήθως τον προϋπολογισμό, και με χρόνους υλοποίησης σημαντικά μεγαλύτερους από τους προγραμματισμένους. Η διάρθρωση του ΜΕΕΠ και ο τρόπος ελέγχου - διατήρησης των εταιρειών δεν εκσυγχρονίστηκε. Πλήθος εταιρειών κατέληξε με προβλήματα οικονομικά μέχρι διάλυσής τους».
Σ. Λαμπρόπουλος: Πολιτικές ευθύνες για τη μη εξυγίανση της αγοράς
Σε αρκετά αιχμηρές επισημάνσεις προχώρησε ο πρώην γενικός γραμματέας του ΥΠΕΧΩΔΕ και τέως καθηγητής του ΕΜΠ Σέργιος Λαμπρόπουλος, ο οποίος είπε πως πρέπει «να επανεξεταστεί η όλη διαδικασία υλοποίησης των ΔΕ με βάση τα ιστορικά δεδομένα, τη διεθνή πρακτική, την επιστημονική έρευνα και την εξέλιξη της κοινοτικής νομοθεσίας, να διεξαχθεί δημόσιος διάλογος ήσυχα και απλά». Πρόσθεσε πως «δεν υπάρχουν από καθέδρας σοφοί, ούτε πολιτικοί σωτήρες. Κατατίθενται προτάσεις και κρίνονται» και πως πρέπει «να νομοθετηθούν το ταχύτερο τομές στο υφιστάμενο παραγωγικό πλαίσιο».
Η πολιτική που θα εφαρμοστεί πρέπει, κατά τον κ. Λαμπρόπουλο, να αυξήσει την απασχόληση στον τεχνικό κλάδο, να ενισχύσει τις υγιείς μικρομεσαίες επιχειρήσεις και να διευκολύνει τις λίγες εταιρίες που έχουν τη δυνατότητα ανάληψης έργων στο εξωτερικό λόγω μεγέθους, τεχνογνωσίας, οικονομικής επιφάνειας και πιστοποιητικών εκτέλεσης μεγάλων έργων.
Ο ίδιος όμως εμφανίστηκε να υποστηρίζει εμμέσως τον περίφημο μαθηματικό τύπο επιλογής αναδόχου που εφαρμόστηκε επί σχεδόν μια πενταετία, δήθεν για «αντικειμενικό» προσδιορισμό του αναδόχου. Ο μαθηματικός τύπος, με τα κατάλληλα προγράμματα λογισμικού, επέτρεπε επί χρόνια στους εργολάβους να προκαθορίζουν το αποτέλεσμα των διαγωνισμών δημοσίων έργων! Μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις οι προσφορές γράφονταν από το ίδιο χέρι, χωρίς να γίνεται αντιληπτό από την αναθέτουσα αρχή!
Ο κ. Λαμπρόπουλος υποστήριξε πως ακόμα και σήμερα «πολλές φορές, ο μειοδότης κατά τον υπολογισμό της προσφοράς του όχι μόνο έχει μηδενίσει το κέρδος του, αλλά ούτε καν έχει προβλέψει την πλήρη κάλυψη των γενικών εξόδων του (προσφορά κάτω του κόστους). Απλώς ελπίζει ότι θα μεταβληθεί το αντικείμενο της σύμβασης και ότι με τη «διαπραγμάτευση» που ακολουθεί, θα επιτύχει βελτίωση των οικονομικών δεδομένων. Η ύπαρξη των συνθηκών αυτών μακροχρόνια οδηγεί σε μη υγιή κατασκευαστικό κλάδο, ημιτελή έργα και μη απορρόφηση πόρων. Όλα αυτά οφείλονται στη μη ανάληψη του «πολιτικού» κόστους εξυγίανσης της αγοράς από τις διαδοχικές κυβερνήσεις».