Η ελληνική δικαιοσύνη, κάνοντας τολμηρά νομολογιακά βήματα, δικαίωσε αμετάκλητα μία συνταξιούχο που εν αγνοία της επένδυσε σε «τοξικά προϊόντα» -όπως αποδείχθηκε αργότερα- τις οικονομίες της, για να καλύψει τις ανάγκες των παιδιών της.
Ετσι, σύμφωνα με δημοσίευμα του Εθνους, υποχρέωσε την ξένη τράπεζα, επειδή την καθοδήγησε να επενδύσει με ρίσκο, να της επιστρέψει ολόκληρο το κεφάλαιο των 75.000 ευρώ, που φάνηκε να χάνει με την πτώχευση, και ταυτόχρονα να την αποζημιώσει για ηθική βλάβη (με το συμβολικό ποσό των 1.500 ευρώ) για την πικρία, την αγανάκτηση, τη στενοχώρια που πέρασε.
Ο Αρειος Πάγος, με πρωτοποριακή απόφαση, αξιοποιώντας τη νομοθεσία περί προστασίας των καταναλωτών σε συνδυασμό με τον Αστικό Κώδικα και τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, έρχεται στην ουσία να «τιμωρήσει» την τακτική της παραπλανητικής πληροφόρησης γύρω από επενδυτικά προϊόντα, όπως έκανε η ξένη τράπεζα για τίτλους εξωτερικού, με εκδότρια θυγατρική της Lehman Brothers και εγγυήτρια τη μητρική εταιρεία.
Πρόκειται για την πρώτη αμετάκλητη δικαίωση και με τη «βούλα» ΑΠ, καθώς τα περισσότερα «θύματα» στην Ελλάδα και σε πολλές χώρες στο εξωτερικό δεν συνέχισαν τις δίκες, αλλά συμβιβάστηκαν με αποζημίωση περίπου 65-70% της επένδυσης, που τους προσφέρθηκε.
Στη ζυγαριά της δικαιοσύνης βάρυνε καθοριστικά το γεγονός ότι η γυναίκα είχε ελλιπή και παραπλανητική πληροφόρηση αφού δεν μπορούσε να γνωρίζει το ρίσκο της επένδυσης, ούτε να αντιληφθεί από τα έντυπα φυλλάδια τον κίνδυνο απώλειας των χρημάτων της (σε περίπτωση π.χ. αφερεγγυότητας της εγγυήτριας εταιρείας), πολύ περισσότερο τη στιγμή που είχε περιορισμένο επίπεδο μόρφωσης και μηδενική επενδυτική εμπειρία. Ετσι, το βάρος της πτώχευσης του αμερικανικού κολοσσού (ήταν η 4η επενδυτική τράπεζα στον κόσμο, με ιστορική διαδρομή 158 ετών μέχρι τη «μαύρη Δευτέρα» της 15-9-08) δεν μπορεί να πέσει στις πλάτες της χήρας συνταξιούχου (ή οποιουδήποτε μη έμπειρου επενδυτή), που πρέπει να αποζημιωθεί πλήρως.
Ο ΑΠ (πρόεδρος Δ. Παπαντωνοπούλου, εισηγητής Χρ. Ευαγγέλου), κάνοντας δεκτή αγωγή που υπέβαλε ο δικηγόρος Δ. Σπυράκος, έκρινε ότι η ξένη τράπεζα οφείλει πλήρη αποζημίωση γιατί επέδειξε συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια. Κι αυτό γιατί παραβίασε τη γενική δικαιική αρχή, κατά την οποία οφείλει να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της καλόπιστα και σύμφωνα με τα συναλλακτικά ήθη, λαμβάνοντας μέτρα πρόνοιας και ασφάλειας για να αποτραπεί τυχόν ζημιά του πελάτη (κάτι που δεν έγινε στη συγκεκριμένη περίπτωση).
Πριν από 8 χρόνια, η γυναίκα θέλησε να τοποθετήσει το σύνολο των αποταμιεύσεων της ίδιας (και του εκλιπόντος συζύγου της) σε προθεσμιακή κατάθεση, συνεχίζοντας την πρακτική που ακολουθούσε εκείνος, προκειμένου να καλύπτει μελλοντικές ανάγκες των παιδιών της. Γι' αυτό ζήτησε από την ξένη τράπεζα μια επένδυση χωρίς ρίσκο, αλλά με υψηλή απόδοση, ανανεώνοντας την προθεσμιακή κατάθεσή τους.
Εχοντας ως μοναδική απασχόληση στην έως τότε ζωή της το μεγάλωμα των παιδιών και τα οικιακά, παντελώς ανίδεη από οικονομικά προϊόντα και με περιορισμένο μορφωτικό επίπεδο, δέχθηκε «στενό μαρκάρισμα» από την τράπεζα για να επενδύσει σε αμοιβαία κεφάλαια. Μολονότι αρνήθηκε, η ξένη τράπεζα με πειθώ, φορτικότητα και επιχειρήματα που δεν μπορούσε να αξιολογήσει και να αντιληφθεί, την έπεισε ότι τα συγκεκριμένα προϊόντα ήταν απολύτως ασφαλή και πολύ αποδοτικότερα. Ετσι άνοιξε λογαριασμό χαρτοφυλακίου επενδύσεων με τίτλους εξωτερικού (της LB) διάρκειας 3 ετών, επενδύοντας 74.000 ευρώ και πληρώνοντας μεγάλη προμήθεια 1.850 ευρώ (ίση με το 2,5% του επενδυθέντος κεφαλαίου).
Παράνομη συμπεριφορά
Τον Σεπτέμβριο 2008 η ξένη τράπεζα την ενημέρωσε τηλεφωνικά ότι πτώχευσε η μητρική εταιρεία και εγγυήτρια των τίτλων, ενώ την ειδοποίησε εγγράφως ότι είναι αδύνατη η ρευστοποίηση, καθώς η αξία των τίτλων είναι πλέον μηδενική.
Η γυναίκα προσέφυγε στη δικαιοσύνη αξιώνοντας αποζημίωση. Ο ΑΠ, επικυρώνοντας σχετική εφετειακή απόφαση, δέχθηκε ότι πρέπει να της επιστραφεί πλήρως το κεφάλαιο, με επιπλέον αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης. Στην ξένη τράπεζα καταλογίστηκε παράνομη συμπεριφορά, γιατί ουσιαστικά εκμεταλλεύθηκε την επενδυτική της απειρία, καθώς την καθοδήγησε σε τίτλους αλλοδαπούς χωρίς εξηγήσεις για το ρίσκο, σε περίπτωση π.χ. πτώχευσης.
Διαπιστώθηκε μάλιστα ότι αποτελούσε τακτική η ασαφής, ελλιπής και παραπλανητική πληροφόρηση, αφού και τα σχετικά ενημερωτικά φυλλάδια που στέλνονταν στη γυναίκα υπερτόνιζαν με μαύρα γράμματα τις υψηλές αποδόσεις, τα επιτόκια, την προστασία του κεφαλαίου, ενώ αναφέρονταν με μικρά γράμματα στην εγγύηση της LB.
Κατά τη δικαστική απόφαση, η τράπεζα παρέλειψε να διερευνήσει το επενδυτικό προφίλ της γυναίκας και μέσα σε 20-30 λεπτά την έπεισε να αλλάξει γνώμη και να επενδύσει στα προϊόντα που της πρότεινε, χωρίς μελέτη για το τι τη συμφέρει ή ενημέρωση από τρίτους και χωρίς επόμενη συνάντηση. Είναι βέβαιο -τονίζεται στην αρεοπαγιτική απόφαση- ότι η συνταξιούχος θα είχε απορρίψει την επένδυση αν γνώριζε ότι εκδότρια-εγγυήτρια των τίτλων ήταν αλλοδαπή εταιρεία, ότι υπήρχε κίνδυνος να χάσει τα χρήματα σε περίπτωση χρεοκοπίας, ότι έπρεπε να πληρώσει υψηλότατη προμήθεια, ότι οι τίτλοι μπορεί να μην είχαν απολύτως καμιά απόδοση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι εφετειακές αποφάσεις δικαίωσαν και δύο εμπειρότερους σε επενδυτικά προϊόντα (έναν ιατρό και έναν ναυτικό), επιβάλλοντας επιστροφή κεφαλαίων ύψους 100.000 και 45.000 ευρώ αντίστοιχα, με επιπλέον αποζημίωση 4.500 ευρώ, λόγω ηθικής βλάβης.