Στοιχεία εμπλοκής παρουσιάζει το ασφαλιστικό, παρότι ο χρόνος πιέζει ασφυκτικά και στα μέσα Νοεμβρίου η κυβέρνηση όχι μόνο πρέπει να έχει διαμορφώσει την πρότασή της, αλλά και να έχει πείσει τους θεσμούς ότι το δημοσιονομικό και αναλογιστικό αποτέλεσμα είναι αυτό που επιτρέπει στο σχέδιο να φθάσει μέχρι τη Βουλή. Και βέβαια, εντός του χρονοδιαγράμματος που θα συμφωνηθεί με τους δανειστές, και δεν αναμένεται να ξεπεράσει τα τέλη Νοεμβρίου, θα πρέπει το οριστικό σχέδιο να περάσει και από το κοινοβούλιο.
Αν και η κυβέρνηση έχει υποσχεθεί ευρύ κοινωνικό διάλογο με εκπροσώπους κομμάτων και φορέων, εντός της εβδομάδας αναμένεται να αναλωθεί στη συζήτηση μέσα στα όργανα του κόμματος, προκειμένου να καθοριστεί η τελική της πρόταση, που θα μπορεί να συγκεράσει τις μνημονιακές δεσμεύσεις με την κομματική γραμμή.
Υπό τον φόβο να απορριφθεί η μεταρρύθμιση -είτε από το εσωτερικό είτε από το εξωτερικό- και εντός Νοεμβρίου να ψηφιστούν από τη Βουλή σκληρά μέτρα όπως ο τριπλασιασμός των εισφορών στον ΟΓΑ, η δραματική μείωση της κρατικής χρηματοδότησης στο ΝΑΤ, η εφαρμογή της ρήτρας μηδενικού ελλείμματος στις επικουρικές και η μεγαλύτερη αναλογικότητα μεταξύ εισφορών και συντάξεων, χωρίς κοινωνικά αντίμετρα ή πρόνοιες για την προστασία των χαμηλοσυνταξιούχων, η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας έχει επιδοθεί σε έναν αγώνα δρόμου.
Ο φιλόδοξος στόχος είναι να παρουσιάσει μέχρι τα μέσα Νοεμβρίου ένα τεχνικά τεκμηριωμένο νομοσχέδιο που θα οδηγεί σε ένα κοινωνικά δίκαιο και βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα. Το οποίο βέβαια θα "κουμπώνει" με τις δεσμεύσεις για δημοσιονομική προσαρμογή τουλάχιστον 1,9% του ΑΕΠ έως το 2018 και θα ανοίγει τον δρόμο για την έναρξη της συζήτησης για το χρέος, χωρίς τα... ασφαλιστικά βαρίδια του παρελθόντος.
Την ίδια στιγμή, οι υπηρεσίες του υπουργείου Εργασίας και των ταμείων δηλώνουν αδυναμία υλοποίησης βασικών παραμέτρων όπως ο επανυπολογισμός των συντάξεων. Και οι θεσμοί ζητούν εδώ και τώρα, απόλυτα κοστολογημένα μέτρα, ενώ δεν καλοβλέπουν το σχέδιο Κατρούγκαλου για κλιμακωτά ποσοστά αναπλήρωσης, που στην πράξη ανατρέπει την όποια προσπάθεια για αναλογικότερη σχέση εισφορών - παροχών.
Το όλο εγχείρημα του υπουργείου Εργασίας στηρίζεται σε τρεις άξονες.
Ο πρώτος, αφορά στους ήδη συνταξιούχους και ακουμπά στη μνημονιακή υποχρέωση για περικοπές συντάξεων που σύμφωνα με τους υπολογισμούς του υπουργείου Εργασίας κινούνται μεταξύ 700 και 900 εκατ. ευρώ. Το σχέδιο του υπουργού Εργασίας Γιώργου Κατρούγκαλου περιλαμβάνει τον επανυπολογισμό πάνω από 4 εκατ. συντάξεων, κύριων και επικουρικών, βάσει νέων ποσοστών αναπλήρωσης, τα οποία θα είναι χαμηλότερα από το 80% των συντάξιμων αποδοχών. Το εγχείρημα κρύβει νομικά κωλύματα, ενώ σύμφωνα με στελέχη των ασφαλιστικών οργανισμών είναι και τεχνικά δύσκολο, αν όχι αδύνατο. Ειδικοί της κοινωνικής ασφάλισης επισημαίνουν ότι οι μειώσεις στις συντάξεις θα είναι μεγάλες, ενώ εκτιμούν ότι το μαχαίρι θα φθάσει βαθύτερα απ' ό,τι αρχικά είχε σχεδιάσει το υπουργείο, ακουμπώντας και συντάξεις σημαντικά κάτω από τα 1.000 ευρώ.
Ο δεύτερος άξονας αφορά στο νέο σύστημα, που σύμφωνα με την πρόταση του κ. Κατρούγκαλου έχει να κάνει με τους νέους ασφαλισμένους. Θα αποτελείται από την Εθνική σύνταξη, η οποία θα κυμαίνεται στα 390 ευρώ, θα είναι κοινή για όλους, θα καταβάλλεται σε όσους έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον 15 έτη ασφάλισης και θα χρηματοδοτείται από τη γενική φορολογία ενώ θα συμπληρώνεται από την ανταποδοτική σύνταξη, βάσει των εισφορών του εργαζόμενου και του εργοδότη. Αυτή θα υπολογίζεται σύμφωνα με τα έτη ασφάλισης και ένα κυμαινόμενο ποσοστό αναπλήρωσης, αντιστρόφως ανάλογο με τις συντάξιμες αποδοχές. Ήτοι, οι υψηλότερες αποδοχές θα οδηγούν σε χαμηλότερο ποσοστό αναπλήρωσης.
Η "εσωτερική" κριτική που ασκείται στον δεύτερο αυτό άξονα αφορά στο αν η κυβέρνηση της αριστεράς θα εισάγει κεφαλαιοποιητικά στοιχεία στο σύστημα, εάν δηλαδή θα μετατρέψει το σημερινό σύστημα, που είναι σύστημα καθορισμένων παροχών, σε σύστημα ατομικών λογαριασμών με νοητή κεφαλαιοποίηση, καθορισμένων εισφορών. Η κριτική από τους εκπροσώπους των δανειστών όπως ασκήθηκε όλες τις προηγούμενες ημέρες αφορά στην ανατροπή της αναλογικότητας του νέου συστήματος, υπέρ των χαμηλόμισθων και εις βάρος των υψηλόμισθων.
Στην πράξη, η κριτική αυτή που έρχεται από τους εκπροσώπους των θεσμών και εκτιμάται ότι μπορεί να ανατρέψει τον συνολικό σχεδιασμό της κυβερνητικής προσπάθειας, θεωρεί ότι η ύπαρξη σταθερής βασικής σύνταξης, χωρίς εισοδηματικά κριτήρια, σε συνδυασμό με τη διαφοροποίηση των ποσοστών αναπλήρωσης εις βάρος των υψηλόμισθων ανατρέπει την όποια προσπάθεια για ανταποδοτικότερη σχέση εισφορών - παροχών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι δανειστές ζητούν μεγαλύτερη ανταποδοτικότητα, σε σχέση με αυτή που εισαγάγει στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης ο νόμος 3863 του 2010. Πρόκειται για τον γνωστό νόμο Λοβέρδου - Κουτρουμάνη, σύμφωνα με τον οποίο το ποσοστό αναπλήρωσης είναι ίδιο για όλους, με βάση πάντα τα έτη ασφάλισης. Η ανταποδοτικότητα, σύμφωνα με τους θεσμούς, ανατρέπεται, γιατί η βασική σύνταξη παραμένει σταθερή, με αποτέλεσμα κάποιος με συντάξιμο μισθό 1.000 ευρώ και 35 έτη ασφάλισης να απολαμβάνει τελικά σύνταξη 818,5 ευρώ, ήτοι ποσοστό αναπλήρωσης 81,85%, όταν ασφαλισμένος για τα ίδια χρόνια, με συντάξιμο μισθό 3.500 ευρώ λαμβάνει τελικά σύνταξη 1.964,7 ευρώ, με ποσοστό αναπλήρωσης 56,13%. Η σχέση αυτή θα ανατραπεί ακόμη περισσότερο, στην περίπτωση που επικρατήσει η πρόταση του υπουργού Εργασίας για σταθερή Εθνική σύνταξη και κλιμακωτό ποσοστό αναπλήρωσης.
Ο τρίτος άξονας αποτελεί σχεδόν... ανεξερεύνητο πεδίο, καθώς κανείς δεν γνωρίζει τον τρόπο μετάβασης από το παλαιό σύστημα στο νέο, ενώ αναπάντητο παραμένει και το ερώτημα "ποιος θα πληρώσει το κόστος μετάβασης;". Η κυβέρνηση θα πρέπει εδώ να αποφασίσει εάν η επιβολή ενός νέου φόρου-πόρου θα μπορούσε να δώσει τις απαντήσεις που χρειάζονται...
Σύμφωνα με πληροφορίες, δεύτερες σκέψεις κυριαρχούν και αναφορικά με το μέλλον της επικουρικής σύνταξης, με ένα από τα νέα σενάρια να θέλει τη διατήρησή της ως αυτόνομου κλάδου, χωρίς την εφαρμογή της ρήτρας μηδενικού ελλείμματος αλλά με μειώσεις.
Αυτόνομος εξετάζεται να διατηρηθεί και ο ΟΓΑ, με μειώσεις όμως στις καταβαλλόμενες βασικές συντάξεις και αυξήσεις εισφορών.