Με πολλά άρθρα, όπως είχε προαναγγείλει η κυβέρνηση τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση το νομοσχέδιο για την πρώτη δόση των προαπαιτούμενων που έχει ως στόχο να ξεκλειδώσει τη δόση των δυο δισεκατομμυρίων ευρώ.
Το νομοσχέδιο που αναμένεται να ψηφιστεί το επόμενο σαββατοκύριακο δόθηκε σε διαβούλευση το βράδυ του Σαββάτου και θα μείνει στο opengov για παρατηρήσεις μέχρι το πρωϊ της Δευτέρας. Καλύπτει ευρύτατη γκάμα θεμάτων, όπως ρυθμίσεις για το ασφαλιστικό, την αγορά ενέργειας, θέματα επιχειρήσεων του Δημοσίου, όπως για τον ΟΣΕ και την ΤΡΑΙΝΟΣΕ, αλλά και τα φάρμακα (προβλέπει ότι οι τιμές των φαρμακευτικών προϊόντων «αναφοράς», μετά την λήξη της «περιόδου προστασίας των δεδομένων» (data protection period) μειώνεται στο 50% της τιμής του προϊόντος σε κατάσταση «εντός της περιόδου προστασίας των δεδομένων» είτε στο μέσο όρο των τριών χαμηλότερων τιμών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανάλογα με το ποια είναι σε κάθε περίπτωση η χαμηλότερη τιμή).
Περιλαμβάνει εκπλήξεις για τους φορολογούμενους. Οσον αφορά στα ενοίκια προβλέπεται ότι επιβάλλεται συντελεστής 15% σε εισοδήματα από ενοίκια έως 12.000 ευρώ και 35% για εισοδήματα άνω των 12.000 ευρώ. Oi ισχύοντες σήμερα συντελεστές είναι 11% και 33%.
Σε ότι αφορά τη ρύθμιση για τις 100 δόσεις, όπως αναμένονταν, ο φορολογούμενος υποχρεώνεται πλέον να εξοφλεί τις τρέχουσες υποχρεώσεις στον ένα μήνα προκειμένου να μην χάσει τη ρύθμιση. Παράλληλα, η Εφορία αποκτά το δικαίωμα να «να μειώνει τη διάρκεια της ήδη χορηγηθείσας ρύθμισης εάν ο οφειλέτης έχει τη δυνατότητα σύμφωνα με τα οικονομικά του δεδομένα να πληρώνει την οφειλή του σε λιγότερες δόσεις από τις αρχικά χορηγηθείσες, οποτεδήποτε καθ΄ όλη τη διάρκεια της ρύθμισης»
Υπάρχουν ακόμα δραστικές αλλαγές στο ποινολόγιο της εφορίας με αυτόματη δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών και θυρίδων έως και στο 100% σε περίπτωση όπου δεν αποδοθούν ΦΠΑ άνω των 150.000 ευρώ προβλέπει μεταξύ άλλων:
«Εφόσον η Φορολογική Διοίκηση διαπιστώνει μη απόδοση, ανακριβή απόδοση, συμψηφισμό, έκπτωση ή διακράτηση Φ.Π.Α., Φ.Κ.Ε., φόρου ασφαλίστρων, παρακρατούμενων, επιρριπτόμενων φόρων, τελών και εισφορών με σκοπό τη μη πληρωμή συνολικά στο Δημόσιο ποσού πάνω από εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ, καθώς και είσπραξη επιστροφής των παραπάνω φόρων κατόπιν παραπλάνησης της Φορολογικής Διοίκησης με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων, μπορεί, βάσει ειδικής έκθεσης ελέγχου, να επιβάλλει σε βάρος του υπόχρεου προληπτικά ή διασφαλιστικά του δημοσίου συμφέροντος μέτρα άμεσου και επείγοντος χαρακτήρα.
Ειδικότερα η Φορολογική Διοίκηση μπορεί να μην παραλαμβάνει και να μην χορηγεί έγγραφα που απαιτούνται για τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων.
Στην περίπτωση αυτή δεσμεύεται το πενήντα τοις εκατό (50%) των καταθέσεων, των πάσης φύσεως λογαριασμών και παρακαταθηκών και του περιεχομένου των θυρίδων του υπόχρεου. Το μη χρηματικό περιεχόμενο θυρίδων και οι μη χρηματικές παρακαταθήκες, δεσμεύονται στο σύνολό τους».
Τα ποινολόγια
Δραστικές αλλαγές επέρχονται στα πρόστιμα που επιβάλει η φορολογική διοίκηση για παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας αλλά σε ό,τι αφορά την παραπομπή φοροφυγάδων στα δικαστήρια.
Προβλέπονται αυτεπάγγελτες ποινικές διώξεις μετά από μηνυτήρια αναφορά της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων ενώ η ποινική διαδικασία ορίζεται πως δεν επηρεάζεται από την άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής. Στην περίπτωση εκπρόθεσμης ή ανακριβούς υποβολής συνοπτικού πίνακα πληροφοριών ή φακέλου τεκμηρίωσης ενδοομιλικών συναλλαγών επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με το 1 χιλιοστό των συναλλαγών του υπόχρεου φορολογούμενου για τις οποίες υπήρχε υποχρέωση τεκμηρίωσης. Τα πρόστιμα αυτά δεν μπορούν να είναι κάτω από 500 ευρώ και πάνω από 2.000 ευρώ.
Οσον αφορά στο ΦΠΑ στη περίπτωση που δεν εκδοθεί απόδειξη ή εκδοθεί ανακριβές στοιχείο το πρόστιμο που επιβάλλεται είναι 50% επί του φόρου που θα προέκυπτε από το μη εκδοθέν στοιχείο. Το ίδιο πρόστιμο επιβάλλεται στην περίπτωση που διαπιστώνεται υποβολή ανακριβών δηλώσεων ή η μη υποβολή δηλώσεων ΦΠΑ με αποτέλεσμα να αποδίδονται στο δημόσιο μικρότερα ποσά φόρου από τα αναλογούντα.
Στην περίπτωση που κάποιος ανοίξει επιχείρηση ή γενικότερα ασκήσει επιχειρηματική δραστηριότητα χωρίς να έχει υποβάλει δήλωση έναρξης εργασιών προβλέπεται πρόστιμο ίσο με το 50% του ΦΠΑ που θα έπρεπε να είχε αποδοθεί για όλη τη διάρκεια λειτουργίας της οικονομικής δραστηριότητας. 50% επί του αναγραφόμενου φόρου που δεν αποδόθηκε προβλέπεται και σε κάθε πρόσωπο μη υπόχρεο σε υποβολή δηλώσεων ΦΠΑ το οποίο εκδίδει φορολογικά στοιχεία με ΦΠΑ.
Ανάλογο πρόστιμο επιβάλλεται και σε περίπτωση ανακριβούς απόδοσης παρακρατούμενων φόρων.
Το έγκλημα της φοροδιαφυγής
Με τις διατάξεις το άρθρου 8 του νομοσχεδίου αλλάζει ο ορισμός της «φοροδιαφυγής» και ορίζεται ότι έγκλημα φοροδιαφυγής διαπράττει όποιος με πρόθεση:
α) προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) ή ειδικού φόρου ακινήτων (ΕΦΑ), αποκρύπτει από τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης φορολογητέα εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσιακά στοιχεία, ιδίως παραλείποντας να υποβάλει δήλωση ή υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση ή καταχωρίζοντας στα λογιστικά αρχεία εικονικές (ολικά ή μερικά) δαπάνες ή επικαλούμενος στη φορολογική δήλωση τέτοιες δαπάνες, ώστε να μην εμφανίζεται φορολογητέα ύλη ή να εμφανίζεται αυτή μειωμένη,
β) προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή του φόρου προστιθέμενης αξίας, του φόρου κύκλου εργασιών, του φόρου ασφαλίστρων και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς αυτούς, καθώς και όποιος παραπλανά τη Φορολογική Διοίκηση με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων και δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς αυτούς ή λαμβάνει επιστροφή, καθώς και όποιος διακρατεί τέτοιους φόρους, τέλη ή εισφορές,
γ) προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου πλοίων δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς στο Δημόσιο τον φόρο αυτό.
2. Παρακρατούμενοι φόροι, τέλη και εισφορές είναι εκείνοι που ρητά ορίζονται σε επί μέρους διατάξεις ότι παρακρατούνται και τελικά αποδίδονται στο Δημόσιο ή άλλο φορέα από πρόσωπο διάφορο του πραγματικού φορολογουμένου.
3. Όποιος διαπράττει έγκλημα φοροδιαφυγής από τα αναφερόμενα στη παράγραφο 1 τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών: α) αν ο φόρος που αναλογεί στα φορολογητέα εισοδήματα ή στα περιουσιακά στοιχεία που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος ή ανά φορολογική υπόθεση τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ ανά είδος φόρου, ή β) αν το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς που δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς ή επεστράφη ή συμψηφίστηκε ή εξέπεσε ή διακρατείται υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος ή ανά φορολογική υπόθεση: αα) τις πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ, εφόσον αφορά φόρο προστιθέμενης αξίας ή ββ) τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ ανά είδος φόρου, τέλους ή εισφοράς σε κάθε άλλη περίπτωση.
4. Επιβάλλεται κάθειρξη αν το ποσό του φόρου, τέλους ή εισφοράς της προηγούμενης παραγράφου υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ εφόσον αφορά φόρο προστιθέμενης αξίας, ή τις εκατό πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ σε κάθε άλλη περίπτωση φόρου, τέλους ή εισφοράς.
5. Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών, εκτός και αν τα φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4, οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος.
Ειδικά, όποιος εκδίδει ή αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ και β) με κάθειρξη, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ.
Για την κάλυψη των παραπάνω ορίων δεν υπολογίζονται φορολογικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4, οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος. Θεωρείται ως πλαστό και το φορολογικό στοιχείο που έχει διατρηθεί ή σφραγιστεί με οποιονδήποτε τρόπο, χωρίς να έχει καταχωριστεί στα οικεία βιβλία της αρμόδιας φορολογικής αρχής σχετική πράξη θεώρησής του και εφόσον η μη καταχώριση τελεί σε γνώση του υπόχρεου για τη θεώρηση του φορολογικού στοιχείου.
Θεωρείται επίσης ως πλαστό το φορολογικό στοιχείο και όταν το περιεχόμενο και τα λοιπά στοιχεία του πρωτότυπου ή αντίτυπου αυτού είναι διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στέλεχος του ίδιου στοιχείου. Εικονικό είναι το φορολογικό στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολο της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή στην οποία το ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη που αναγράφονται στο στοιχείο είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του ούτε έχει θεωρήσει στοιχεία στην Φορολογική Διοίκηση.
Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή νομική οντότητα ή από φυσικό πρόσωπο για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς αμέτοχο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η ποινική δίωξη ασκείται κατά του πραγματικού υπευθύνου που υποκρύπτεται.
Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας. Δεν είναι εικονικό για τον λήπτη το φορολογικό στοιχείο το οποίο αφορά πραγματική συναλλαγή, αν το πρόσωπο του εκδότη είναι διαφορετικό από αυτό που αναγράφεται στο στοιχείο.
Δεν είναι εικονικό το φορολογικό στοιχείο που εξέδωσε ή έλαβε η κοινωνία κληρονόμων ή ο κληρονόμος ή σύζυγος ή τέκνο αποβιώσαντος ή συνταξιοδοτηθέντος συζύγου ή γονέα, το οποίο φέρεται ότι εκδόθηκε ή λήφθηκε από τον αποβιώσαντα ή συνταξιοδοτηθέντα επιτηδευματία, εφόσον αφορά πραγματική συναλλαγή και πριν από κάθε είδους φορολογικό έλεγχο, έχει καταχωρηθεί στα βιβλία, τόσο του λαμβάνοντα, όσο και του εκδώσαντα το στοιχείο, η αξία αυτού έχει συμπεριληφθεί στις οικείες δηλώσεις ΦΠΑ και φορολογίας εισοδήματος και έχει γίνει η απόδοση των φόρων που προκύπτουν από το στοιχείο αυτό.
6. Με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους τιμωρείται ο υπόχρεος που δεν εκδίδει ή εκδίδει ανακριβώς τα προβλεπόμενα από τις κείμενες διατάξεις στοιχεία ή παραστατικά πωλήσεων κατά την πώληση ή διακίνηση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών, εφόσον το συνολικό ύψος των συναλλαγών για τις οποίες δεν έχουν εκδοθεί τα οικεία στοιχεία ανέρχεται τουλάχιστον στο ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος]
7. Για την επιμέτρηση της ποινής λαμβάνεται ιδίως υπόψη το ύψος του ποσού που αποκρύφτηκε ή δεν αποδόθηκε και η διάρκεια της απόκρυψης ή μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης ή διακράτησης. Η μεταχείριση από το δράστη ιδιαιτέρων τεχνασμάτων συνιστά επιβαρυντική περίσταση.
* Το πλήρες κείμενο του Σχεδίου Νόμου δημοσιεύεται στη δεξιά στήλη «Συνοδευτικό Υλικό»