Δεν φαίνεται να έχει τέλος το μπαράζ των μειώσεων στα τιμολόγια των ασφαλίστρων αυτοκινήτου, τάση που συνεχίζεται ακόμη και μετά τα capital controls, λίγους μήνες πριν λήξει η προθεσμία προκειμένου οι εταιρείες να προσαρμοστούν στις συνθήκες του Solvency II.
Βασική διαφορά από τις πολιτικές χαμηλών ασφαλίστρων του παρελθόντος είναι ότι αυτή τη φορά ενεργό ρόλο δεν παίζουν μόνο οι «μικρές εταιρείες που προσπαθούν να κερδίσουν μερίδια αγοράς μέσω των πολύ χαμηλών τιμολογίων», αλλά επίσης:
Πρώτον, οι θυγατρικές των ξένων πολυεθνικών αλλά και των τραπεζών. Ενδεικτικό είναι το δελτίο Τύπου της ΑΤΕ Ασφαλιστικής, μέσω του οποίου ανακοινώνει σημαντικές εκπτώσεις (και) στα τιμολόγια του αυτοκινήτου κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Χαρακτηριστικές επίσης είναι οι προωθητικές καμπάνιες εκπτώσεων από την AIG, από την Anytime (Interamerican) και από αρκετές άλλες μεγάλες ασφαλιστικές εταιρείες (π.χ .περισσότερο επιθετικά έχει κινηθεί φέτος και η Groupama). Αξιοσημείωτη επίσης είναι η ανακοίνωση της Μινέττα για ασφαλίσεις οχημάτων με άτοκες δόσεις.
Δεύτερον, οι εταιρείες τύπου ΕΠΥ (Ελεύθερης Παροχής Υπηρεσιών), οι οποίες μέσα από την επιθετική πολιτική που ασκούν, έχουν ξεσηκώσει τις αντιδράσεις πολλών παραγόντων της εγχώριας ασφαλιστικής βιομηχανίας.
Και τρίτον, «λάδι στη φωτιά» ρίχνουν και οι ιστοσελίδες που προχωρούν σε συγκρίσεις ασφαλιστήριων συμβολαίων, αλλά και τα εναλλακτικά δίκτυα διάθεσης ασφαλιστικών προϊόντων που φυτρώνουν το ένα μετά το άλλο.
Ανακατατάξεις στον κλάδο
«Κατά την τελευταία τριετία, οι τιμές στα ασφάλιστρα επιβατικών αυτοκινήτων έχουν υποχωρήσει περίπου κατά 40% και η πτωτική αυτή συνεχίστηκε και κατά τους τελευταίους τέσσερις μήνες», δήλωσε στο Euro2day.gr ο πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών κ. Γιάννης Χατζηθεοδοσίου, προσθέτοντας πως «από την εξέλιξη αυτή είναι φυσικό πως ευνοείται ο καταναλωτής, πλην όμως βέβαιο επίσης είναι πως επηρεάζει την κατάσταση στον ασφαλιστικό κλάδο, καθώς οι μικρές ελληνικές ασφαλιστικές και πρακτορειακές εταιρείες που ενδεχομένως δεν αντέχουν σε αυτά τα τιμολόγια, πιέζονται να πουληθούν και να αποχωρήσουν από την αγορά. Οι μεγάλες εταιρείες -πολυεθνικές και μη- μπορούν ένα ενδεχόμενο άνοιγμά τους να το καλύψουν από άλλους κλάδους ή από τους ισχυρούς τους μετόχους. Οι μικρές όμως ελληνικές εταιρείες πολύ πιθανόν να δυσκολευτούν».
Σε ό,τι αφορά στις εταιρείες Ελεύθερης Παροχής Υπηρεσιών, ο κ. Χατζηθεοδοσίου καλεί την Εποπτική Αρχή (Τράπεζα της Ελλάδος) να θέσει τους πρέποντες κανόνες, όπως ισχύει στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης, με ενδεικτικό το παράδειγμα της Κύπρου.
«Δεν είμαστε αντίθετοι στον θεσμό των ΕΠΥ, αλλά θα πρέπει να θεσμοθετηθούν κανόνες. Οι ΕΠΥ θα πρέπει να λειτουργούν σαν ένας προθάλαμος ξένων εταιρειών που θέλουν να δοκιμάσουν αν μπορούν να δραστηριοποιηθούν σε μια χώρα ή όχι, με τη μορφή υποκαταστήματος ή θυγατρικής. Θα έπρεπε λοιπόν να υπάρχουν όρια στη λειτουργία μιας ΕΠΥ, τόσο χρονικά (να μην έχουν διάρκεια μεγαλύτερη των τριών ετών), όσο και ποσοτικά (η παραγωγή τους να μην υπερβαίνει ένα προκαθορισμένο ποσό, ή ένα μερίδιο αγοράς).
Στην Ελλάδα, αντίθετα, επικρατεί ένα καθεστώς ασυδοσίας και δεν λείπουν οι περιπτώσεις όπου μέτοχοι ασφαλιστικών εταιρειών από τις οποίες αφαιρέθηκαν οι άδειες κατά το παρελθόν, σήμερα ξαναμπήκαν στην ασφαλιστική αγορά μέσω των ΕΠΥ».