Τις παρεμβάσεις που θα μειώσουν την απαιτούμενη συνταξιοδοτική δαπάνη και θα καλύψουν από το 2015 κιόλας, ένα μέρος από το πιθανό μελλοντικό δημόσιο χρέος, αξιώνουν οι εκπρόσωποι των θεσμών, θέτοντας το ασφαλιστικό ως κεντρικό αγκάθι για το κλείσιμο της συμφωνίας που επιδιώκει η κυβέρνηση. Η επιμονή των πιστωτών για μέτρα που θα μειώνουν κατ' έτος τη δημόσια δαπάνη για συντάξεις, κατά 1% του ΑΕΠ, ήτοι κατά 1,8 δισ. ευρώ, μόνο τυχαία δεν θεωρείται, σε σχέση με την επιδίωξη της ελληνικής κυβέρνησης για ξεκάθαρη λύση στο θέμα του δημόσιου χρέους.
Είναι ενδεικτικό, ότι ο εκπρόσωπος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Τζέρυ Ράις επέμεινε στην αναγκαιότητα μεταρρύθμισης του εγχώριου ασφαλιστικού συστήματος, θέτοντας επίκεντρο της διαμάχης το ύψος της συνταξιοδοτικής δαπάνης.
Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του ΔΝΤ, η κρατική χρηματοδότηση προς τα ασφαλιστικά ταμεία στην Ελλάδα ανέρχεται σε 10% του ΑΕΠ, ενώ στην Ευρώπη είναι στο 2,5%.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ελληνικής κυβέρνησης, για την κάλυψη του ελλείμματος των συντάξεων ο κρατικός προϋπολογισμός δίνει 9% του ΑΕΠ και όχι το 10%, ενώ η Γερμανία δίνει το 3% του ΑΕΠ. Η διαφορά, σύμφωνα με την Ελλάδα, είναι μόλις 1,5 ποσοστιαία μονάδα καθώς από το 9% του ΑΕΠ το 4,55% αποτελεί μέρος της τριμερούς χρηματοδότησης και μόνο το υπόλοιπο 4,45% αποτελεί κρατική επιχορήγηση για την κάλυψη των ελλειμμάτων του συνταξιοδοτικού συστήματος (στοιχεία από AgeingReport 2012).
Πράγματι, το ελληνικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης λειτουργεί με βάση την θεσμοθετημένη τριμερή χρηματοδότηση (εργοδότης, εργαζόμενος και κράτος) και ο κρατικός προϋπολογισμός καλύπτει τη συμμετοχή του, αλλά και τα κάθε φορά ελλείμματα των ασφαλιστικών ταμείων. Στην πράξη βέβαια, δαπανά το 10% του ΑΕΠ, ποσοστό που θεωρείται σημαντικά υψηλό, όταν σε πολλές άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αντίστοιχη δαπάνη (ανεξάρτητα από το πως βαφτίζεται) είναι σημαντικά χαμηλότερη.
Για το λόγο αυτό άλλωστε, σε επίπεδο Ε.Ε., ο στόχος που τέθηκε για όλα τα κράτη μέλη, είναι το ύψος των δαπανών για συντάξεις, ως ποσοστό του ΑΕΠ να μην υπερβαίνει το περιθώριο αύξησης των 2,5 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ, με έτος αναφοράς το 2009. Οι δαπάνες για συντάξεις και ΕΚΑΣ το 2009 ήταν 13,5% του ΑΕΠ, με αποτέλεσμα κάθε αύξηση άνω του 16%, θα σήμανε "κόκκινο συναγερμό" στην ελληνική κυβέρνηση αλλά και την Ε.Ε. Βάσει των αναλογιστικών μελετών που είναι διαθέσιμες, η δαπάνη κυμαίνεται μεν σε υψηλά επίπεδα, διατηρείται όμως κάτω από το 16% έως το 2060. Εάν όμως, η κυβέρνηση προχωρήσει στη μη εφαρμογή μιας σειράς μεταρρυθμίσεων που έχουν υπολογιστεί στην αναλογιστική προβολή της δαπάνης, στα επόμενα 45 έτη, τότε η δαπάνη θα ξεφύγει από το 16%.
Σύμφωνα με τους ειδικούς της κοινωνικής ασφάλισης βέβαια, το ασφαλιστικό σύστημα της Ελλάδος οδηγείται εκ νέου σε εκτροχιασμό, παρά τις σοβαρές μειώσεις των συντάξεων, τις αυξήσεις στα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης και τη γενικότερη αποδιάρθρωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης που επιχειρήθηκε από το 2010 έως σήμερα.
Μέσα στην προηγούμενη 5ετία, υπήρξαν μειώσεις των συντάξεων (κύριων, επικουρικών και εφάπαξ) της τάξης του 45%, που οδήγησαν σε σημαντική επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των συνταξιούχων και ταυτόχρονα συνέβαλαν στην ανησυχητική μείωση του αποθεματικού κεφαλαίου της κοινωνικής ασφάλισης. Η συρρίκνωση αυτή επήλθε λόγω της αύξησης του αριθμού των συνταξιούχων κατά 600.000 άτομα την τελευταία 5ετία, της μείωσης των εσόδων λόγω PSI κατά 12,5 δισ. ευρώ, της μείωσης των μισθών κατά 4 δισ. ευρώ, της μείωσης της κρατικής επιχορήγησης από 18,9 δισ. ευρώ το 2010 σε 8,6 δισ. ευρώ το 2015, της υψηλής ανεργίας που επιφέρει απώλειες εσόδων στην κοινωνική ασφάλιση της τάξης των 6,5 δισ. ευρώ, της εισφοροδιαφυγής (-15 δισ. ευρώ το 2014) και της εκτίναξης των οφειλών προς τα ασφαλιστικά ταμεία (-17,4 δισ. ευρώ το 2014).
Οι εκπρόσωποι των δανειστών υποστηρίζουν πως οι κόκκινες γραμμές της κυβέρνησης για το ασφαλιστικό δυναμιτίζουν τη συζήτηση για μια ρεαλιστική αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, και αξιώνουν να ληφθούν τώρα όλα αυτά τα μέτρα που θα οδηγήσουν στην εξασφάλιση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, προκειμένου η επιπλέον κρατική χρηματοδότηση να μην επιβαρύνει περαιτέρω το δημόσιο χρέος. Αυτό που στην πράξη ζητούν οι δανειστές, είναι οι σημερινές μεταρρυθμίσεις να καλύψουν ένα μέρος από το πιθανό μελλοντικό χρέος.
Οι επιλογές που οι θεσμοί ρίχνουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων αφορούν την βελτίωση της ανταποδοτικότητας των εισφορών, ζητώντας τη μεγαλύτερη διασύνδεση των συντάξεων με τις εισφορές ήτοι μείωση των συντάξεων, τη δέσμευση για κατάργηση της έμμεσης επιβάρυνσης των φορολογούμενων με τα τρέχοντα ελλείμματα των ταμείων, ήτοι μέτρα που να περιορίζουν την κρατική χρηματοδότηση στο ύψος τουλάχιστον της τριμερούς, άρα και πάλι μείωση των συντάξεων, αλλά και την αποφυγή της μελλοντικής κάλυψης των αναλογιστικών ελλειμμάτων, από το ήδη επιβαρυμένο δημόσιο χρέος, ήτοι μέτρα τώρα που θα περιορίζουν τη συνταξιοδοτική δαπάνη του μέλλοντος.