Ριψοκίνδυνη τακτική διολίσθησης στη διαπραγμάτευση με τους εταίρους και πιστωτές ακολουθεί η κυβέρνηση στοχεύοντας στην αδρανοποίηση της εκκρεμούσας αξιολόγησης και στη σύνδεση της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων με το νέο πρόγραμμα.
Αποκαλυπτικός για τη στόχευση της Αθήνας ήταν άλλωστε και ο υπουργός Οικονομικών που μίλησε χθες σε συνέδριο του Brookings. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, η κυβέρνηση επιδιώκει τώρα να πετύχει μια «μικρή συμφωνία» σε 5-6 μεταρρυθμίσεις που θα προχωρήσουν άμεσα και τη συγχώνευση της συνολικής αξιολόγησης με τη συμφωνία που θα γίνει για την επόμενη μέρα το καλοκαίρι. Δεν μπορούμε, ανέφερε χαρακτηριστικά, να ανοίξουμε όλα τα θέματα, γιατί πρακτικά δεν λύνουμε τίποτα.
Μερικές ημέρες πριν από τη λήξη της άτυπης προθεσμίας για επίτευξη συμφωνίας επί ενός προγράμματος διαρθρωτικών μέτρων, τίποτε δεν δείχνει ότι η Ελλάδα και οι θεσμοί θα είναι συνεπείς στο χρονοδιάγραμμα που έθεσαν στις 20 Φεβρουαρίου, και επαναβεβαίωσαν στην πολυμερή συνάντηση ένα μήνα αργότερα.
Η κυβέρνηση παραμένει αταλάντευτη στην «κόκκινη γραμμή» να μην υπάρξει καμία συζήτηση για αλλαγές στο ασφαλιστικό και το εργασιακό, ενώ οι θεσμοί και οι εντολείς τους αρνούνται να κάνουν πίσω στις απαιτήσεις τους, διατυπώνοντας αιχμές και για τη δυσκολία με την οποία διενεργείται ο έλεγχος της δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας.
Όλα δείχνουν ότι δύσκολα θα επιτευχθεί συμφωνία ως το τέλος Απριλίου και πιθανώς θα απαιτηθεί παράταση των συζητήσεων και μέσα στο Μάιο. Αν συμβεί κάτι τέτοιο τα χρονικά περιθώρια για την εφαρμογή μέτρων και την ολοκλήρωση της τελευταίας αξιολόγησης του παραταθέντος μνημονίου εξαντλούνται καθώς το αργότερο ως τις αρχές Ιουλίου θα πρέπει να συμφωνηθεί το νέο πρόγραμμα.
Με βάση την αγορά, η κυβέρνηση δεν δείχνει να επείγεται. Έχοντας το πλεονέκτημα των διαχειρίσιμων πληρωμών του Μαΐου, υπό ορισμένες συνθήκες ακόμη και αν δεν αποδεσμευθεί χρηματοδότηση, θα επιμείνει στις κόκκινες γραμμές της επιδιώκοντας να επιτύχει το καλύτερο δυνατό μείγμα μεταρρυθμίσεων και μέτρων.
Η εξάντληση των χρονικών περιθωρίων μπορεί από αυτήν την άποψη να την ευνοεί. «Η κυβέρνηση εξαρχής επιδίωξε την αποφυγή της πέμπτης αξιολόγησης, εξ ου και χαιρέτισε τη δημιουργική ασάφεια της συμφωνίας «γέφυρας» σημειώνει στέλεχος ελεγκτικής εταιρείας, τονίζοντας τη σταθερή άποψη της Ελλάδας ότι η συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου δεν συνιστά παράταση του μνημονίου και επομένως δεν απαιτείται αξιολόγηση.
H λύση «πακέτο» με αδρανοποίηση της τελευταίας αξιολόγησης είναι κομβικής σημασίας για την κυβέρνηση. Αν επιτύχει τη σύνδεση της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων με το νέο πρόγραμμα, αποκτά μεγαλύτερη πολιτική ευχέρεια και επικοινωνιακό πλεονέκτημα.
Θα μπορέσει, δηλαδή, να διαχειρισθεί με μεγαλύτερη άνεση τις τυχόν ενδοκυβερνητικές αντιδράσεις και να περάσει επικοινωνιακά με μεγαλύτερη ευκολία δυσάρεστα μέτρα καθώς θα αποτελούν μέρος ενός προγράμματος που θα εμπεριέχει πιθανώς νέα απομείωση χρέους και μείωση στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα.
Το τίμημα βέβαια από την αποστράγγιση της ρευστότητας στην αγορά θα είναι βαρύ και θα το πληρώσουν μεταχρονολογημένα η κυβέρνηση, οι τράπεζες και οι φορολογούμενοι.
Για να αποδώσει η ακολουθούμενη τακτική διολίσθησης θα πρέπει αφενός η οικονομία να αντέξει το μαρτύριο της σταγόνας ως τον Ιούνιο, αφετέρου οι εταίροι και πιστωτές να αποδεχθούν την de facto λύση σύνδεσης της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων με το νέο πρόγραμμα
Πώς θα καλυφθούν οι πληρωμές Μαΐου και Ιουνίου
Όπως προκύπτει από την επιστολή του υπουργείου Οικονομικών προς τους εταίρους, την οποία δημοσίευσαν οι FT χωρίς να υπάρξει διάψευση, η κυβέρνηση θεωρεί ότι η συμφωνία επί της λίστας των μεταρρυθμίσεων συνιστά πρόοδο με βάση τη συμφωνία γέφυρα της 20ής Φεβρουαρίου.
Επομένως, με την επίτευξη συμφωνίας θα ζητήσει αφενός να υπάρξουν περαιτέρω διευκολύνσεις από της πλευρά της ΕΚΤ (διεύρυνση του πλαφόν αγοράς εντόκων από τράπεζες), επικαλούμενη το τι συνέβη τον Αύγουστο του 2012, αφετέρου την αποδέσμευση των κερδών του ευρωσυστήματος από ομόλογα (1,9 δισ. ευρώ) και την επιστροφή, με τη μορφή μετρητών, από τον EFSF στο ΤΧΣ του 1,2 δισ. ευρώ.
Η εκταμίευση μέρους, έστω, των παραπάνω κεφαλαίων θα εξασφαλίσει την κάλυψη των πληρωμών προς το ΔΝΤ τον Μάιο, δημιουργώντας διαθέσιμα και για την ομαλή εξυπηρέτηση των πληρωμών του Ιουνίου, εφόσον βέβαια δεν εκτροχιασθεί ο προϋπολογισμός ώστε να μην αρκούν τα έσοδα ούτε για την πληρωμή μισθών και συντάξεων.
Όπως έγραψε το Euro2day.gr ως τις αρχές Ιουνίου η χώρα θα πρέπει να πληρώσει μια δόση ύψους 763 εκατ. ευρώ στις 12 Μαΐου. Οι ανάγκες του Ιουνίου (1,53 δισ. ευρώ πληρωμές προς το ΔΝΤ συν μισθοί και συντάξεις) είναι επίσης διαχειρίσιμες αν αποδεσμευτεί μέρος των διεκδικούμενων εκταμιεύσεων.
Ο σκόπελος της μετακύλiσης εντόκων γραμματίων έχει πια ξεπεραστεί καθώς δεν υπάρχουν πλέον ξένοι με σημαντικές θέσεις σε εξάμηνα έντοκα (από τις τριμηνιαίες εκδόσεις έχουν αποεπενδυθεί εδώ και ένα δίμηνο).
Η κομβικής σημασίας άρνηση του ΔΝΤ
Ο στόχος της σύνδεσης της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων με την υπογραφή νέου προγράμματος εκτιμάται ότι είναι μαχητός σε πολιτικό επίπεδο στην ευρωζώνη.
Η δυσκολία έγκειται στην επίμονη άρνηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου να δεχθεί την αδρανοποίηση της πέμπτης αξιολόγησης του προηγούμενου προγράμματος. Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες το ΔΝΤ διαμήνυσε ότι δεν πρόκειται να εκταμιεύσει δόσεις αν δεν ολοκληρωθεί η εκκρεμούσα αξιολόγηση και η συνάντηση Λαγκάρντ – Βαρουφάκη δεν στάθηκε ικανή να αλλάξει την παραπάνω στάση.
Για το Ταμείο η ολοκλήρωση της αξιολόγησης, έστω και με ελαστικότερα κριτήρια, αποτελεί κομβικής σημασίας τεχνική λεπτομέρεια ώστε να αποδεσμεύσει με τη σειρά τους τις δόσεις χρηματοδότησης που εκκρεμούν.
Μένει να φανεί αν θα αποδώσουν καρπούς οι συζητήσεις του υπουργού Οικονομικών, Γ. Βαρουφάκη, με τον Τζ. Λιου, σήμερα στην Ουάσιγκτον.