Την Τετάρτη μετά το Πάσχα θα συνεδριάσει για πρώτη φορά η επιτροπή που συστήνεται στο υπουργείο Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, με αντικείμενο τη μείωση του κόστους ενέργειας στη βιομηχανία.
Την απόφαση έλαβε ο υπουργός Παναγιώτης Λαφαζάνης, ο οποίος εχθές συγκάλεσε σύσκεψη στο υπουργείο με τη συμμετοχή της νέας διοίκησης της ΔΕΗ, του προεδρείου της Ομοσπονδίας Μετάλλου, του προεδρείου της ΕΒΙΚΕΝ και των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ Θανάση Πετράκου και Ευγενίας Ουζουνίδου.
Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου είναι αποφασισμένη να βρει λύσεις ώστε να μειωθεί το υψηλό ενεργειακό κόστος με το οποίο επιβαρύνεται η εγχώρια βιομηχανική παραγωγή. Μέχρι στιγμής, το γεγονός αυτό που εντάθηκε με την οικονομική κρίση και την αύξηση της φορολόγησης σε ηλεκτρικό και φυσικό αέριο, έχει κοστίσει σε απώλειες χιλιάδων θέσεων εργασίας, κλείσιμο παραγωγικών μονάδων και μεταφορά παραγωγικού δυναμικού εκτός ελληνικών συνόρων. Τελευταίο συμβάν είναι η εφαρμογή προγράμματος εθελουσίας εξόδου για 100 εργαζόμενους της Χαλυβουργικής.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Euro2day.gr, συντονιστής των εργασιών της επιτροπής θα είναι ο γενικός γραμματέας βιομηχανίας Γιάννης Τόλιος. Σε αυτήν δεν έχει καθοριστεί ακόμη ποιοι θα συμμετάσχουν. Σίγουρο ωστόσο θεωρείται ότι από την πλευρά της βιομηχανίας θα συμμετέχουν εκπρόσωποι της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας, όπως επίσης και εκπρόσωποι του Ανεξάρτητου Διαχειριστή Μεταφοράς (ΑΔΜΗΕ). Ερώτημα εκφράζεται για τη συμμετοχή της ΔΕΗ.
Παρεμβάσεις - Διακοψιμότητα
Σε ό,τι αφορά τις δυνατότητες παρεμβάσεων για τη μείωση του ενεργειακού κόστους, αυτές μπορεί να στοχεύουν είτε στις ανταγωνιστικές χρεώσεις (ανταγωνιστικό σκέλος της τιμής της κιλοβατώρας) είτε στις ρυθμιζόμενες (τέλη χρήσης δικτύων, Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας, ΕΤΜΕΑΡ).
Μεγάλα περιθώρια για τη μείωση του τελικού κόστους ενέργειας υπάρχουν και μέσω της μείωσης της φορολόγησης (Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης σε ηλεκτρικό και φυσικό αέριο), η οποία επιβλήθηκε προκειμένου να επιτευχθούν στόχοι που ετέθησαν με προηγούμενα μνημόνια.
Ωστόσο, η απόφαση για μείωση των φόρων όπως είναι φυσικό υπερβαίνει τις αρμοδιότητες του ΥΠΑΠΕΝ. Επιπλέον, έστω και αν μεσοπρόθεσμα η μείωση των φόρων θα λειτουργήσει θετικά για την αύξηση της παραγωγής και της απασχόλησης, άρα θα προσφέρει έσοδα στο Δημόσιο και στα ασφαλιστικά ταμεία, βραχυπρόθεσμα θα στερήσει πόρους από το κράτος. Οπότε για τη λήψη της όποιας απόφασης σχετικά με το ύψος της φορολόγησης θα πρέπει να εξασφαλιστεί η συγκατάθεση των δανειστών και η εξασφάλιση μέτρων ισοδύναμου αποτελέσματος.
Γνώστες του θέματος εκτιμούν ότι παρεμβάσεις και σε ρυθμιζόμενες χρεώσεις όπως το ΕΤΜΕΑΡ και οι ΥΚΩ δεν είναι εύκολο να αποδώσουν, καθώς τα έσοδά τους καλύπτουν ανάγκες για την πληρωμή των παραγωγών ΑΠΕ (ΕΤΜΕΑΡ) ή την κάλυψη της διαφοράς κόστους για την ηλεκτροδότηση των νησιών (ΥΚΩ). Μάλιστα το μέγιστο ποσοστό των ΥΚΩ το εισπράττει η ΔΕH για τη λειτουργία των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής των νησιών. Έτσι για τις όποιες μειώσεις στις ρυθμιζόμενες χρεώσεις υπέρ της βιομηχανίας, θα πρέπει να εξασφαλιστούν πόροι με ανακατανομή των χρεώσεων σε βάρος άλλων ομάδων καταναλωτών, ή με την εξασφάλιση άλλων πόρων.
Τέλος αναφορικά με τις συμβάσεις διακοψιμότητας, τις οποίες μπορούν να συνάπτουν βιομηχανικοί καταναλωτές με τον διαχειριστή του δικτύου, ώστε να αμείβονται για την περικοπή φορτίων όταν τους ζητείται, κοινή είναι η πεποίθηση ότι το μέτρο θα πρέπει να εφαρμόζεται με τρόπο που να συμβάλλει στην αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής και της απασχόλησης. Όπως αναφέρουν πηγές της αγοράς, υπάρχει φόβος ότι το μέτρο θα μπορούσε να εφαρμοστεί με τρόπο που να αμείβει παραγωγικές εγκαταστάσεις οι οποίες έτσι κι' αλλιώς θα παρέμεναν ανενεργές. Οπότε το όφελος για την οικονομία θα ήταν μηδενικό.
Σε κάθε περίπτωση πάντως πρόβλημα και εδώ παραμένει η χρηματοδότηση του μέτρου. Δηλαδή ποιος και με τι ποσά θα συνεισφέρει στις επιστροφές που θα λαμβάνει η βιομηχανία, για τις υπηρεσίες που θα προσφέρει στο δίκτυο.
Στις χώρες όπου εφαρμόζεται το μέτρο, ο Διαχειριστής με μια συγκεκριμένη μεθοδολογία εισπράττει από τους συμμετέχοντες στην αγορά (παραγωγούς) και τα διαθέτει στη βιομηχανία. Στην περίπτωση της Ελλάδα και με τη δομή που έχει η αγορά, το μεγαλύτερο μέρος του κόστους για τις συμβάσεις διακοψιμότητας θα κληθεί να το καταβάλει η ΔΕH και οι παραγωγοί ΑΠΕ.
Υπό τις παρούσες συνθήκες, με το λογαριασμό ΑΠΕ ελλειμματικό κατά 150 εκατομμύρια το 2014, με ταμειακό έλλειμμα που έχει ως αποτέλεσμα καθυστερήσεις πενταμήνου στις πληρωμές των παραγωγών ΑΠΕ και με την κακή εικόνα των οικονομικών της ΔΕH, η όποια επιπλέον επιβάρυνση είναι φυσικό ότι θα προκαλέσει αντιδράσεις.