Αποφασισμένη να παραμείνει σταθερή στις κόκκινες γραμμές της κυβέρνησης σε ασφαλιστικό και εργασιακά παραμένει η ελληνική διαπραγματευτική ομάδα, παρά τις έντονες πιέσεις των εκπροσώπων του Brussels Group. Θα μπορούσε να πει κανείς, χωρίς να πρωτοτυπήσει, ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται, με εξαίρεση τις αλλαγές στα ονόματα...
Αν και οι πληροφορίες είναι συγκεχυμένες σχετικά με τις διαπραγματεύσεις στις Βρυξέλλες, η κυβέρνηση διαμηνύει σε όλους τους τόνους ότι δεν θα δεχθεί κανένα μέτρο που αφορά μείωση μισθών και συντάξεων.
Πολλώ δε μάλλον όταν στη διαπραγματευτική της ατζέντα περιλαμβάνει το πότε και το πώς θα επανέλθει ο κατώτατος μισθός στα 751 ευρώ, μαζί με τα οφέλη αλλά και τα κόστη των παρεμβάσεων στο ασφαλιστικό, με την ηγεσία του υπουργείου Εργασίας να εκτιμά πως το ισοζύγιο οφέλους - κόστους θα είναι θετικό.
Η ελληνική ατζέντα που παρουσιάστηκε στο Brussels Group περιλαμβάνει τα εξής θέματα:
• Οδικός χάρτης αύξησης του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ και επαναφοράς συλλογικών συμβάσεων.
• Ρύθμιση οφειλών και αναμενόμενα έσοδα της τάξης του 1,4 δισ. το 2015.
• Αναστολή εφαρμογής της ρήτρας μηδενικού ελλείμματος στα επικουρικά ταμεία.
• Αντικατάσταση του μαθηματικού τύπου για το εφάπαξ.
• Αναστολή εφαρμογής του νέου τρόπου υπολογισμού των κύριων συντάξεων.
• Κατάργηση της ρήτρας θανάτου στις επικουρικές συντάξεις.
• Επαναφορά της 13ης σύνταξης για τους χαμηλοσυνταξιούχους.
• Σεβασμός στα θεμελιωμένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα.
• Μέτρα για την αύξηση των εσόδων των ταμείων, όπως περιορισμός της εισφοροδιαφυγής και της μαύρης ανασφάλιστης εργασίας, ενίσχυση του ελεγκτικού μηχανισμού.
• Δημιουργία ασφαλιστικού «κουμπαρά».
• Περιορισμός των προγραμμάτων εθελουσίας εξόδου.
• Ενοποιήσεις ταμείων ύστερα από μελέτες, διάλογο και αξιολόγηση των προηγούμενων αποφάσεων.
Τα καυτά θέματα
Οι πρόωρες συντάξεις αλλά και οι προωθούμενες διατάξεις για την κατάργηση της ρήτρας μηδενικού ελλείμματος ήταν δύο από τα θέματα που σύμφωνα με τις πληροφορίες τέθηκαν στο Brussels Group και δυσκόλεψαν τις διαπραγματεύσεις.
Για το πρώτο, οι εκπρόσωποι των πιστωτών έχουν εδώ και πολύ καιρό ξεκαθαρίσει ότι κάθε πόρτα συνταξιοδότησης πριν από τα 62 για μειωμένη και τα 67 για πλήρη σύνταξη πρέπει να κλείσει αμέσως.
Η ελληνική πλευρά επιμένει ότι δεν πρόκειται να πειράξει τα όρια για μητέρες, εργαζόμενους σε βαρέα και ανθυγιεινά, σε ΑΜεΑ και σε ασφαλισμένους πριν από το 1983, ενώ συζητά ένα πλέγμα κινήτρων παραμονής στην αγορά (ακόμη και σε ανέργους) και περιορισμού των προγραμμάτων εθελουσίας εξόδου. Βάσει των υπολογιστών, περίπου 150.000 ασφαλισμένοι έχουν ήδη κλειδώσει δικαίωμα συνταξιοδότησης και δεν πρόκειται να θιγούν, ενώ περίπου 100.000 ασφαλισμένοι (πιθανότατα και λιγότεροι) αναμένεται να θεμελιώσουν δικαίωμα συνταξιοδότησης με ευνοϊκότερους από τους γενικούς όρους έως το τέλος του 2019.
Για τη ρήτρα μηδενικού ελλείμματος, ένα από τα αγκάθια φαίνεται πως είναι το δημοσιονομικό κόστος, με την ελληνική πλευρά να εναποθέτει τις ελπίδες της στον κουμπαρά για τα ταμεία, που ευελπιστεί να στηρίξει το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης σε περιόδους όπου θα υπάρχουν αυξημένες ανάγκες. Όσο για το άμεσο δημοσιονομικό κόστος, το οποίο εκτιμάται σε περίπου 380 εκατ. ευρώ, από το υπουργείο Εργασίας εκτιμούν ότι θα καλυφθεί από το 1,46 δισ. ευρώ που θα εισπραχθεί από τη νέα ρύθμιση οφειλών.
Αν και οι αρχικές πληροφορίες από τις Βρυξέλλες υποστήριζαν πως οι εκπρόσωποι των θεσμών διαφωνούν σχεδόν για όλα τα θέματα του ασφαλιστικού, υποστηρίζοντας για παράδειγμα ότι το κόστος επαναφοράς της 13ης σύνταξης στους χαμηλοσυνταξιούχους θα ξεπεράσει τα 550 εκατ. ευρώ, χθες το βράδυ, φαίνεται πως υπήρξε μια μικρή αλλά σημαντική πρόοδος. Από την Ελλάδα πάντως, οι πληροφορίες θέλουν την ηγεσία του υπουργείου Εργασίας αποφασισμένη να μην προχωρήσει σε νέες μειώσεις σε συντάξεις. Το βάρος δίνεται στη ρύθμιση των οφειλών, καθώς εκτιμάται πως μπορεί να βρεθεί ζεστό χρήμα για τα ταμεία (σε δύο μέρες έχουν προσέλθει στο ΙΚΑ περίπου 3.000 οφειλέτες).
Δεν αποκλείεται μάλιστα η κυβέρνηση να δεσμευθεί να προχωρήσει τις δικές της προτάσεις μέσα στο επόμενο διάστημα, και αφού πραγματοποιήσει νέες αναλογιστικές μελέτες, που να θεωρεί αξιόπιστες, υπό την έννοια ότι θα ορίσει η ίδια σε συνεργασία με τους θεσμούς τις παραδοχές, και να ξανασυζητήσει το θέμα του ασφαλιστικού.