Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αναμένεται να κερδίσει επιπρόσθετη ανακούφιση στο χρέος, προβλέπει σε έκθεσή της η Credit Suisse, τονίζοντας πως η εξέλιξη αυτή δεν πρόκειται να αλλάξει πολλά για την Ελλάδα.
Όπως επισημαίνει ο διεθνής οίκος, σε όλα τα πιθανά σενάρια που περιλαμβάνουν χαμηλότερα επιτόκια και επιμήκυνση, αλλά όχι κούρεμα του χρέους, το χρηματοδοτικό κενό θα καταγράψει ελάχιστη μείωση.
Όσον αφορά τη μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα, η Credit Suisse τονίζει πως μπορεί να έχει νόημα, εφόσον χρησιμοποιηθεί για την τόνωση της ανάπτυξης. Θα βάλει σε κίνδυνο την επίτευξη του στόχου του ΔΝΤ για το χρέος κάτω από το 120% ως το 2020, αλλά ούτως ή άλλως ο στόχος αυτός ήταν αυθαίρετος, σημειώνει.
Επιπλέον, αν η μείωση του στόχου οδηγήσει σε τόνωση της ανάπτυξης, ο αρνητικός αντίκτυπος στη δυναμική του χρέους θα είναι περιορισμένος, καθώς η αύξηση του ΑΕΠ μειώνει το λόγο του χρέους.
Ωστόσο, σύμφωνα με τους αναλυτές της Credit Suisse, η Ελλάδα θα πρέπει να δείξει ότι ακολουθεί τους κοινούς ευρωπαϊκούς κανόνες και πρέπει να παρουσιάσει ένα ξεκάθαρο σχέδιο μεταρρυθμίσεων, ιδίως στους τομείς όπου είχαν αποτύχει οι προηγούμενες κυβερνήσεις.
Οι πρώτες διακηρύξεις της κυβέρνησης στέλνουν διφορούμενα μηνύματα. Η απόφαση για αύξηση του κατώτατου μισθού, η πρόθεση για το πάγωμα ορισμένων από τις ιδιωτικοποιήσεις που έχουν συμφωνηθεί και η συμμαχία με τους Ανεξάρτητους Έλληνες στήνουν το σκηνικό δύσκολων διαπραγματεύσεων, τονίζουν οι αναλυτές του διεθνούς οίκου. Κατά τους ίδιους, μια συμφωνία με το κεντροαριστερό και φιλοευρωπαϊκό Ποτάμι θα είχε βοηθήσει τον ΣΥΡΙΖΑ να φτάσει πιο γρήγορα σε συμφωνία με την Ευρώπη.
Το Grexit δεν είναι το βασικό σενάριο
Η Credit Suisse εκτιμά πως στο τέλος θα βρεθεί συμφωνία. Η ελληνική κυβέρνηση θα αντικαταστήσει ορισμένες μεταρρυθμίσεις με κάποιες άλλες και θα αυξήσει το φορολογικό βάρος στους εύπορους πολίτες. Η τρόικα θα χαλαρώσει τις απαιτήσεις για το χρέος.
Ένα ονομαστικό «κούρεμα» του χρέους δεν είναι πολιτικά εφικτό και θα είχε και μικρό όφελος οικονομικά. Η απόφαση της ΕΚΤ να ξεκινήσει ένα πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και η χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων της Ε.Ε. προσφέρουν περαιτέρω ώθηση στην ανάπτυξη και στην εύρεση συμφωνίας.
Με βάση τoυς αναλυτές της Credit Suisse η 20ή Ιουλίου είναι η πραγματική προθεσμία για την επίτευξη συμφωνίας. Η πρόβλεψη αυτή βασίζεται στην υπόθεση πως το αίτημα της Ελλάδας για ανανέωση του ELA για τις ελληνικές τράπεζες θα γίνει δεκτό από την ΕΚΤ και θα επιτρέψει τη μετακύλιση των εντόκων γραμματίων. Η έλλειψη ρευστότητας θα γίνει αβάσταχτη αν δεν υπάρξει στήριξη από το εξωτερικό ως το καλοκαίρι, όταν λήγουν 6,7 δισ. ευρώ ομολόγων που έχει στην κατοχή της η ΕΚΤ.
Αν δεν έχει επιτευχθεί συμφωνία μέχρι τότε, η κατάσταση μπορεί να επιδεινωθεί σημαντικά, με τεράστιες συνέπειες για την Ελλάδα αλλά και την ευρωζώνη.
Ωστόσο, ακόμα και σε αυτό το «χειρότερο σενάριο», το Grexit δεν θα επέλθει σύντομα, αλλά θα δοθεί στην Ελλάδα χρόνος να λάβει την «ορθή» απόφαση. Το πιθανότερο είναι η χώρα να περάσει άλλον ένα γύρο εκλογών και ίσως ένα δημοψήφισμα, ενώ θα έχουν επιβληθεί κεφαλαιακοί έλεγχοι.
Η χρηματοδότηση των τραπεζών
Στο τέλος Δεκεμβρίου οι ελληνικές τράπεζες χρησιμοποιούσαν 56 δισ. ευρώ χρηματοδότησης από την ΕΚΤ έναντι 45 δισ. ευρώ τον Νοέμβριο. Το ποσό αυτό είναι πολύ χαμηλότερο από τα 140 δισ. ευρώ που είχαν καταγραφεί στις αρχές του 2012. Τότε ο ELA ήταν η βασική πηγή ρευστότητας, ενώ τώρα η χρήση του ELA από τις τράπεζες βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα.
Οι τραπεζικοί αναλυτές της Credit Suisse, Ηugo Swann και Victoria Cherevach, πιστεύουν ότι οι τράπεζες θα είναι σε θέση να χρησιμοποιήσουν τον ELA, εκτός αν υπάρξει απόλυτη ρήξη με την τρόικα. Πιστεύουν ακόμα ότι τα 38 δισ. ευρώ ομολόγων του EFSF που έχουν στην κατοχή τους οι τράπεζες θα συνεχίσουν να γίνονται δεκτά από την ΕΚΤ, ακόμα και αν η Ελλάδα βγει από το πρόγραμμα.
Αν και καταγράφηκαν εκροές καταθέσεων τον Δεκέμβριο και τον Ιανουάριο, ορισμένες από τις τράπεζες έχουν αφήσει να εννοηθεί πως ο ρυθμός των αναλήψεων έχει σταθεροποιηθεί μετά τις εκλογές. Η Credit Suisse εκτιμά πως οι τράπεζες μπορούν να καλύψουν τις εκροές καταθέσεων μέσω της χρήσης του ELA, εφόσον κριθεί αναγκαίο.
Σε κάθε περίπτωση, το ποσό που θα χρειαστούν οι τράπεζες από τον ELA θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το πώς θα εξελιχθεί η σχέση της νέας κυβέρνησης και της Ε.Ε. τις επόμενες εβδομάδες.
Οι αναλυτές της Credit Suisse βλέπουν δύο πιθανά αποτελέσματα:
Α) Μια συμφωνία που θα επιτρέπει πρόσβαση στη ρευστότητα της ΕΚΤ. Με βάση το σενάριο αυτό, οι ελληνικές τράπεζες θα συνεχίσουν να έχουν πρόσβαση στον μηχανισμό repo της EKT και δεν αποκλείεται ακόμα και αναστροφή στις εκροές καταθέσεων. Η χρήση του ELA δεν μπορεί να αποκλειστεί και σε αυτό το σενάριο, καθώς τα ομόλογα του Πυλώνα ΙΙ δεν θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως collateral από την 1η Μαρτίου του 2015.
Β) Τα χρεόγραφα με εγγύηση της ελληνικής κυβέρνησης δεν θα γίνουν δεκτά ως collateral από την ΕΚΤ. Στο σενάριο αυτό, οι ελληνικές τράπεζες θα έχουν την δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν μόνο τα ομόλογα του EFSF ως collateral για τη χρηματοδότηση από την ΕΚΤ. Οι υπόλοιπες ανάγκες θα καλυφθούν από τον ELA.