Απαντήσεις για την ελληνική κρίση επιχειρεί να δώσει η Goldman Sachs με σημερινή της έκθεση. Καταγράφει τη μεγάλη πτώση των τιμών σε χρηματιστήριο και ομόλογα και τονίζει ότι το 2015 είναι κομβική χρονιά για τη χώρα για δύο λόγους: η ανάκαμψη αποκτά δυναμική, αλλά παράλληλα υπάρχουν ακόμα αρκετά ρίσκα ικανά να εκτροχιάσουν την πορεία και ταυτόχρονα υφίστανται σημαντικές χρηματοδοτικές ανάγκες.
Το 2015, σημειώνει η Goldman Sachs, είναι η τελευταία χρονιά όπου η χώρα αντιμετωπίζει σημαντικές λήξεις ομολόγων και συνολικά το ποσό που θα απαιτηθεί φτάνει τα 24 δισ. (υπό την προϋπόθεση ότι θα πετύχει το πρωτογενές πλεόνασμα που προβλέπεται). Εκτιμά ότι μέρος αυτών μπορεί να βρεθεί με ίδια μέσα (αποκρατικοποιήσεις, προνομιούχες μετοχές τραπεζών, πληρωμές κερδών της ΕΚΤ από ελληνικά ομόλογα κ.ά.). Όμως απαιτούνται επιπλέον πόροι μεταξύ 6 και 15 δισ. ευρώ ανάλογα με τις οικονομικές παραμέτρους.
Από το 2016 και μετά όμως τα ποσά που απαιτούνται είναι της τάξης των 10 δισ. ευρώ ετησίως έως το 2022 (υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα αλλάξει ο στόχος για τα πρωτογενή πλεονάσματα ή τα επιτόκια).
Δεδομένου ότι η χώρα με αυτά τα επιτόκια είναι εκτός αγορών, θα πρέπει να στραφεί στους δανειστές: Υπάρχουν τα 7,1 δισ. ευρώ του ΔΝΤ αλλά και η απόφαση του Eurogroup να προσφέρει προληπτική πιστωτική γραμμή ECCL, υπό την προϋπόθεση ότι θα ολοκληρωθεί η αξιολόγηση της τρόικας. Σε αυτό το μέτωπο τα ανοικτά θέματα είναι: α) περαιτέρω μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και στο νόμο για τα συνδικάτα, β) περαιτέρω μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό και γ) περαιτέρω περικοπές στον προϋπολογισμό.
Σύμφωνα με την Goldman Sachs, τα ενδεχόμενα είναι δύο: Αν η κυβέρνηση βρει τους 180 βουλευτές, οι διαπραγματεύσεις με την τρόικα θα συνεχιστούν και η συμφωνία ίσως επιτευχθεί. Τα ρίσκα θα περιοριστούν και το πιθανότερο είναι ότι θα υπάρξει ράλι για τα ελληνικά assets.
Αν δεν εκλεγεί Πρόεδρος, θα γίνουν εκλογές και οι πιέσεις-αβεβαιότητα στις αγορές θα συνεχιστούν. Σε αυτό το στάδιο είναι σημαντικό να κατανοηθεί ότι οι πιέσεις στις αγορές δεν συνδέονται με τη δημοκρατική διαδικασία, σημειώνει η Goldman Sachs, ή με την πιθανή αλλαγή κυβέρνησης, ανεξάρτητα από το ποια θα είναι αυτή που θα ακολουθήσει. Συνδέονται με το ρίσκο να υπάρξει ασυνέχεια πολιτικής και σοβαρή σύγκρουση της Ελλάδας με τους διεθνείς πιστωτές. Η Goldman Sachs υποστηρίζει πως τα περιθώρια για σημαντική οπισθοχώρηση από τις μεταρρυθμίσεις που έχουν εφαρμοστεί είναι πολύ περιορισμένα. Οποιαδήποτε τέτοια κίνηση θα οδηγήσει σε διακοπή της χρηματοδότησης της χώρας από τους δανειστές.
Το «κακό σενάριο»
Ο οίκος υποστηρίζει ότι ακόμα και αν σημειωθεί κυβερνητική αλλαγή, υπάρχει χώρος για συνέχεια και για συναινετική λύση μεταξύ Ελλάδας και Ευρώπης. Η χώρα έχει κάνει σημαντικές μεταρρυθμίσεις μετά το 2012 και η απόσταση που τη χωρίζει μεταξύ αυτού που έχει κάνει και του τι πρέπει να γίνει ακόμα δεν είναι ανυπέρβλητη.
Επιπλέον δεν υφίστανται κίνητρα για σύγκρουση. Για παράδειγμα, οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση πιθανότατα θα θελήσει να κεφαλαιοποιήσει το μομέντουμ που χτίζεται στην οικονομία από το να πυροδοτήσει φυγή κεφαλαίων που θα οδηγήσει την οικονομία σε ύφεση τύπου double dip. Επιπλέον, δεδομένου ότι περισσότερο από το 80% του χρέους ανήκει στον επίσημο τομέα, ελάφρυνσή του θα είναι εφικτή μόνο ως μέρος μιας ευρύτερης συμφωνίας με την ευρωζώνη. Αυτό αποτελεί κίνητρο για την ελληνική κυβέρνηση να αναζητήσει συναινετικές λύσεις.
Η Goldman Sachs επισημαίνει όμως ότι η ιστορία της κρίσης χρέους στην ευρωζώνη έχει δείξει ότι η πιθανότητα ατυχήματος δεν μπορεί ποτέ να αποκλειστεί. Υπό αυτό το πρίσμα, είναι σημαντικό, σημειώνει, να κατανοήσουν οι επενδυτές και να ποσοτικοποιήσουν τις πτυχές ενός πιθανού αρνητικού σεναρίου στο οποίο η επίσημη χρηματοδότηση προς τη χώρα θα διακοπεί.
Το κλειδί το έχει η ΕΚΤ
Σύμφωνα με την Goldman Sachs, όσο πιεστικές και αν είναι οι ανάγκες χρηματοδότησης του Δημοσίου, είναι απίθανο να γίνουν πραγματικό ζήτημα όσο η ΕΚΤ στέκεται πίσω από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Στην πραγματικότητα, η αναχρηματοδότηση έγινε περισσότερο πιεστική το 2011 και το 2012, αλλά οι ανάγκες καλύφθηκαν παρά τις καθυστερήσεις στις τότε διαπραγματεύσεις μεταξύ Αθήνας και τρόικας, εν μέρει μέσω εντόκων γραμματίων τα οποία μπορούσαν να δοθούν από τις ελληνικές τράπεζες ως ενέχυρο στην ΕΚΤ για την εκ νέου άντληση ρευστότητας. Τέτοιες μέθοδοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν πάλι σε περιόδους μεγάλης ανάγκης.
Αλλά εδώ κρύβεται το μεγάλο ρίσκο για την Ελλάδα. Η οικονομία χρειάζεται τον μοναδικό δανειστή τελευταίου καταφυγίου για να διατηρήσει επαρκή ρευστότητα. Και αυτό δεν αφορά μόνο την ανάγκη των τραπεζών να έχουν πηγές που θα βοηθήσουν στο να μειωθούν τα μελλοντικά ρίσκα χρηματοδότησης από το Δημόσιο, αλλά και το ότι οι τράπεζες ήδη εξαρτώνται από κρατικές εκδόσεις για να διατηρήσουν τα υφιστάμενα επίπεδα ρευστότητας.
Αυτό το πρόβλημα μπορεί να γίνει εντονότερο συν τω χρόνω. Στην κορύφωση της ελληνικής κρίσης, όταν έφευγαν κεφάλαια και καταθέσεις, οι τράπεζες το διαχειρίστηκαν με την ΕΚΤ και τη βοήθεια του ELA. Σε περίπτωση σύγκρουσης με τους πιστωτές, πιθανή διακοπή της παροχής ρευστότητας από την ΕΚΤ θα μπορούσε να οδηγήσει σε κρίση ανάλογη με αυτήν της Κύπρου. Σε αυτό το σημείο οι φόβοι για πιθανή έξοδο από το ευρώ θα κορυφωθούν.
Για την Goldman Sachs ακόμα και σε αυτό το ενδεχόμενο είναι απίθανο να επηρεαστούν τόσο το ευρώ όσο και τα ομόλογα χωρών της περιφέρειας αλλά και οι διεθνείς αγορές. Εκτιμά ότι θα υπάρξουν ειδικές ρυθμίσεις για τις χώρες που βρέθηκαν σε πρόγραμμα ώστε να αποτραπεί ο κίνδυνος μετάδοσης, ενώ η ΕΚΤ ίσως ενεργοποιήσει αγορές κρατικών τίτλων. Σύμφωνα μάλιστα με τον οίκο, δεν αναμένεται να διαφοροποιήσει ούτε τη στρατηγική της αναφορικά με το QE.
Υπάρχει βέβαια το ρίσκο ευρύτερης μετάδοσης αν τεθεί εκ νέου σε αμφισβήτηση η συμμετοχή της Ελλάδας στην ΟΝΕ, καταλήγει η Goldman Sachs. Παρ' όλα αυτά θεωρεί ότι υπάρχει μικρή πιθανότητα να συμβεί αυτό δεδομένου ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων τάσσεται υπέρ του ευρώ και όλα τα μεγάλα κόμματα εκφράζουν τη θέση ότι αυτό είναι ανεπιθύμητο.