Κι όμως οι τιμές των τροφίμων – ποτών στην Ελλάδα έχουν μειωθεί. Αυτό υποστήριξε χθες η διοίκηση του Συνδέσμου Βιομηχανιών Τροφίμων λίγες ώρες μετά την κοινοποίηση από τη Eurostat των στοιχείων για το 2013, βάσει των οποίων η Ελλάδα είναι η 14η ακριβότερη χώρα μεταξύ των 28 με τα επίπεδα των τιμών καταναλωτικών προϊόντων και υπηρεσιών να βρίσκονται στο 89% του μέσου κοινοτικού όρου και με το επίπεδο των τιμών σε τρόφιμα και μη αλκοολούχα ποτά στο 102%.
Εν αντιθέσει με όσα επικαλείται η Eurostat για τις τιμές στην Ελλάδα, η διοίκηση του Συνδέσμου, κατά τη διάρκεια ενημέρωσης δημοσιογράφων, υποστήριξε ότι η πτώση τους αγγίζει το 6% σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, και κυμαίνεται στο 8-10% με βάση έρευνα της Nielsen, η οποία μετρά τις προσφορές, τις προωθητικές ενέργειες και τις εκπτώσεις.
Προς επίρρωση αυτών, ο πρόεδρος του ΣΕΒΤ Ευάγγελος Καλούσης (φωτό) ανέφερε: "Γίνεται αγώνας επιβίωσης στον πόλεμο τιμών". Σημείωσε με έμφαση πως "οι εταιρείες του κλάδου γνωρίζουν ότι πρέπει να συγκρατήσουν τις τιμές ώστε να παραμείνουν ανταγωνιστικές". Σύμφωνα με άλλο στέλεχος του Συνδέσμου, "Τα κέρδη έχουν χαθεί. Η κερδοφορία είναι στο 1-2%, ενώ πολλοί στον χώρο βάζουν το χέρι στην τσέπη για να στηρίξουν τις εταιρείες τους".
Τα στελέχη του ΣΕΒΤ υποστηρίζουν ότι οι βασικές αιτίες που δεν επιτρέπουν τις μεγαλύτερες μειώσεις τιμών στα τρόφιμα είναι το υψηλό κόστος χρήματος, το μικρό μέγεθος της ελληνικής αγοράς, το κόστος ενέργειας, τα ακριβά logistics, οι καθυστερήσεις στις πληρωμές από τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ και το κόστος των πρώτων υλών λόγω έλλειψης εγχώριας παραγωγής.
Η αποψίλωση του πρωτογενούς τομέα άλλωστε είναι μείζον πρόβλημα όχι μόνο για τον κλάδο, αλλά και για την ίδια την εθνική οικονομία. Για να αντιληφθούμε το μέγεθος του προβλήματος αρκεί να αναφέρουμε ότι η χώρα εισάγει σιτάρι από τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ουκρανία, ενώ δεν παράγει πλέον ούτε ζάχαρη, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά στέλεχος του κλάδου.
Η έλλειψη, άλλωστε, εγχώριων πρώτων υλών αποτελεί σύμφωνα με τα στελέχη του κλάδου τη βασική αιτία αύξησης στο κόστος παραγωγής.
Την ίδια ώρα, για να μπορέσει η βιομηχανία να γίνει ανταγωνιστική, είναι επιτακτική η ανάγκη ύπαρξης σταθερού φορολογικού πλαισίου και η μείωση των γραφειοκρατικών διαδικασιών, ειδικά στον τομέα της τεκμηρίωσης τιμών σε περιπτώσεις εξαγωγών.
Παρά τα όποια προβλήματα πάντως που αντιμετωπίζει ο κλάδος, η ελληνική βιομηχανία τροφίμων και ποτών αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής βιομηχανίας. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τους αριθμούς: 13,5 δισ. ευρώ ετήσιος τζίρος, εκ των οποίων 3 δισ. ευρώ εξαγωγές, και 16.000 ενεργές επιχειρήσεις, που απασχολούν 360.000 άμεσους και έμμεσους εργαζόμενους.
Πέρα από τους αριθμούς, η προώθηση της καινοτομίας είναι το μεγάλο στοίχημα για τον κλάδο και τον Σύνδεσμο ο οποίος μέσω προγραμμάτων, όπως ο διαγωνισμός Ecotrophelia, η Ελληνική Τεχνολογική Πλατφόρμα «Food for life», τα ευρωπαϊκά προγράμματα NU - AGE, Capinfood, Sinergia, open new food, vitastev, linked2media, επιχειρεί να δώσει τη δυνατότητα σε πανεπιστήμια κι επιχειρήσεις να συνεργαστούν με στόχο την προώθηση νέων τεχνολογικών μεθόδων μεταποίησης τροφίμων με βάση την εγχώρια παραγωγή.