Πρόσβαση σε ρευστότητα για να ξεπεράσουν τον κακό κύκλο αναζητούν οι Έλληνες γουνοποιοί, οι οποίοι μετά από δύο θετικές χρονιές έρχονται αντιμέτωποι με σειρά αρνητικών παραγόντων που επηρεάζουν δραματικά τη βιωσιμότητά τους.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του Συνδέσμου Γουνοποιών Καστοριάς, Ηρακλή Καλλισθένη, το τέλος του 2013 αλλά και οι πρώτοι μήνες του 2014 ήταν έντονα πτωτικοί όσον αφορά τις πωλήσεις ελληνικών γουναρικών, οι οποίες έως και το α' εξάμηνο του 2013 έτρεχαν με ρυθμό αύξησης της τάξης του 15%.
Η τάση αντιστράφηκε τους τελευταίους μήνες, κατ' αρχάς λόγω των κλιματολογικών συνθηκών και του ήπιου χειμώνα στις περιοχές όπου η ελληνική γούνα εξάγεται. Έτσι, στο τέλος του 2013 οι εξαγωγές γούνας σημείωσαν πτώση 40% έναντι του 2012, με αποτέλεσμα να διαμορφώνονται στα 150 εκατ. ευρώ.
Την τάση επιδείνωσαν το τελευταίο διάστημα και ιδιαίτεροι παράγοντες όπως η ουκρανική κρίση και οι πιέσεις που ασκεί η έκρυθμη κατάσταση στο ρούβλι, δείχνοντας πόσο απρόσμενα μπορούν να εξελιχθούν τα πράγματα σε έναν εξαγωγικό κλάδο.
Σημειώνεται ότι ο κλάδος είναι κατά 100% εξαγωγικός, μια και τα προϊόντα γούνας πωλούνται είτε αμέσως στις ξένες αγορές είτε εμμέσως σε τουρίστες από την ελληνική αγορά. Κύρια χώρα εξαγωγών παραμένει η Ρωσία αλλά και τα αναπτυσσόμενα αραβικά κέντρα όπως το Ντουμπάι, εξαιτίας της προσέλευσης Ρώσων τουριστών σε αυτούς τους προορισμούς.
Ζήτηση για την ελληνική γούνα υπάρχει ακόμη και στην Κίνα, καθώς η ποιότητα του προϊόντος το καθιστά ανταγωνίσιμο, ωστόσο η χώρα είναι μία ακόμη κλειστή αγορά για τα συναφή ελληνικά προίόντα, καθώς το ύψος των δασμών δημιουργεί απαγορευτικά επίπεδα τιμών. Σύμφωνα με τον κ. Καλλισθένη ακόμη μία αρνητική επίδραση για τη ζήτηση της ελληνικής γούνας ήταν η υπερπροσφορά γουναρικών από την Κίνα, χώρα που αποτελεί τον μεγαλύτερο παραγωγό παγκοσμίως.
Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων ασκεί σημαντική πίεση στους επιχειρηματίες του κλάδου, οι οποίοι ξοδεύουν υψηλά ποσά για αγορά πρώτης ύλης και περιμένουν περισσότερο από 8 μήνες για εισπράξεις από την πώληση των τελικών προϊόντων. Ο κύκλος εμπορίας της γούνας σύμφωνα με τον ίδιο είναι πολύ απαιτητικός σε διαθέσιμα κεφάλαια, και με δεδομένο το κλείσιμο της στρόφιγγας ρευστότητας από τις τράπεζες οι εταιρίες του κλάδου κινούνται πλέον μόνον με ίδια κεφάλαια.
Προκειμένου να απεμπλακούν εν μέρει από αυτήν την κοστοβόρα αλυσίδα, πολλοί επιχειρηματίες γουνοποιοί αλλά και ανεξάρτητοι κτηνοτρόφοι στράφηκαν τα προηγούμενα χρόνια στη δημιουργία μονάδων εκτροφής βιζόν. Ο στόχος ήταν να πωλούν στις θεσμοθετημένες διεθνείς δημοπρασίες γουνοδέρματα, εξασφαλίζοντας άμεση ρευστότητα που θα υποστήριζε την παραγωγή τελικών προϊόντων γούνας.
Παράλληλα, η θεαματική αύξηση των τιμών γουνοδερμάτων των τελευταίων χρόνων (κατά 150% έναντι της μέσης διαχρονικής τιμής πώλησης) έδωσε ένα επιπλέον κίνητρο ενασχόλησης με την εκτροφή. Έτσι, από 45 φάρμες παραγωγής βιζόν/μινγκ στη Δυτική Μακεδονία σήμερα λειτουργούν περίπου 100, ενώ η παραγωγή γουνοδερμάτων έφθασε σε πάνω από 2,5 εκατ. δέρματα, όταν προ οκταετίας ήταν μόλις 500.000.
Στην πράξη ωστόσο αυτή η τακτική δεν έχει αποδώσει ακόμη, καθώς σύμφωνα με τον κ. Καλλισθένη, η παραγωγή γουνοδερμάτων στη Δυτική Μακεδονία δεν έχει φθάσει στα επίπεδα ποιότητας που απαιτεί η διεθνής αγορά. Ακόμη όμως και οι πιο ώριμες κτηνοτροφικές φάρμες βρέθηκαν φέτος αντιμέτωπες με το σκάσιμο της φούσκας των τιμών. Ο κ. Καλλισθένης σημειώνει ότι τα προηγούμενα χρόνια οι Κινέζοι εμφανίζονταν επιθετικοί αγοραστές, εκτοξεύοντας την τιμή της πρώτης ύλης.
Η υπερβολή των τιμών ωστόσο οδήγησε σε μείωση της ζήτησης, αφού οι αγοραστές δεν μπορούσαν πλέον να αντέξουν το αυξημένο κόστος. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι οι επενδύσεις σε φάρμες βιζόν στη Δυτική Μακεδονία (Καστοριά και Σιάτιστα) να βρίσκονται σήμερα σε δυσχερή οικονομική θέση, ενώ η άντληση ρευστότητας θεωρείται απαραίτητη για την περαιτέρω εξέλιξη και τη βιωσιμότητά τους.
Σημειώνεται ότι από τη γουνοποιία ωφελείται άμεσα ή έμμεσα το 60%-70% του πληθυσμού του Νομού Καστοριάς, ενώ αξιοσημείωτα είναι τα ποσοστά στη Δυτική Μακεδονία όπου δραστηριοποιούνται συνολικά 1.500 μικρές επιχειρήσεις του κλάδου.
Η ελληνική γουνοποιία αγοράζει το 5-7% της παγκόσμιας παραγωγής γουνοδερμάτων και διακινεί το 8 - 10% των ετοίμων ενδυμάτων. Με βάση τα διαχρονικά στοιχεία, οι εξαγωγές από την παραγωγή προϊόντων γούνας στη χώρα μας κυμαίνονται στα 400 εκατ. ευρώ ετησίως, ενώ σύμφωνα με εκτιμήσεις αυτές θα μπορούσαν να φθάσουν τα 800 εκατ. ευρώ σε βάθος τριετίας.