Ένα εξώδικο των εταιρειών Σιδενόρ (Θεσσαλονίκη) και Sovel (Βόλος) προς τη ΔΕΗ για την τιμή αγοράς ηλεκτρικού ρεύματος είναι η τελευταία φάση της κόντρας μεταξύ της βιομηχανίας και της κυβέρνησης-ΔΕΗ. Μια κόντρα από την οποία οι πιθανότητες να βγει ζημιωμένη η οικονομία και η απασχόληση μεγαλώνουν μέρα με τη μέρα.Την ακραία κατάσταση στην οποία έχει φτάσει η υπόθεση αυτή αποκάλυψε χθές το Euro2day.gr. Σήμερα επιβεβαιώνεται από το εξώδικο των δύο εταιρειών το οποίο αναμένεται τις επόμενες μέρες να μιμηθούν και άλλες επιχειρήσεις.
Στα εξώδικα οι δυο βιομηχανίες τονίζουν ότι το κόστος του τελικού αυτού προϊόντος διαμορφώνεται κατά σημαντικό ποσοστό από το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς αυτό αποτελεί μέχρι και το 33% του συνολικού μεταβλητού μας κόστους παραγωγής σήμερα (σε συνθήκες μειωμένης λειτουργίας) ενώ είναι δυνατό να ξεπερνά το 43% (σε συνθήκες κανονικής ή πλήρους λειτουργίας). «Ενόψει της έκθεσης των προϊόντων μας κατά κύριο λόγο στην αγορά του εξωτερικού και στο διεθνή ανταγωνισμό ευρύτερα, οι εταιρείες μας παρουσιάζουν μειωμένο όριο ελαστικότητας, ενώ ενδεχόμενη κατάρρευση του ορίου αυτού σημαίνει την αυτόματη έξοδο των εταιρειών μας από την αγορά με δραματικές κοινωνικοοικονομικές συνέπειες για τη χώρα», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Οπως αναφέρεται ότι οι δύο χαλυβουργίες με συνολική ισχύ 200 MW, το 90% του χρόνου λειτουργούν κατά τις ώρες χαμηλού φορτίου, δηλαδή τις νυχτερινές και Σαββατοκύριακα.
Κατά τον χρόνο αυτό, το συνολικό φορτίο της υψηλής τάσης όπου είναι συνδεδεμένες οι χαλυβουργίες είναι μόλις 700 MW. Άρα, τονίζεται στο εξώδικο, «η λειτουργία των συγκεκριμένων εργοστασίων συμβάλλει σημαντικά και κατά τρόπο μη συγκρίσιμο με άλλο μεγάλο βιομηχανικό καταναλωτή της ΔΕΗ μειώνοντας αντίστοιχα το συνολικό κόστος του συστήματος».
Πιο απλά, οι χαλυβουργίες επισημαίνουν ότι συμβάλλουν στη διατήρηση σε λειτουργία μονάδων βάσης της ΔΕΗ όπως οι λιγνιτικές, οι οποίες διαφορετικά θα έπρεπε να διακόψουν τη λειτουργία τους.
Επίσης το εξώδικο κατηγορεί ευθέως τη ΔΕΗ για πλήρη αγνόηση αποφάσεων της ΡΑΕ και των βασικών αρχών τιμολόγησης που πρέπει να τηρεί κάθε παραγωγός, όπως τα τιμολόγια να αντικατοπτρίζουν το πραγματικό κόστος του παραγωγού και όχι το λογιστικό κόστος στο οποίο εμμένει συνεχώς η ΔΕΗ, τινάζοντας στον αέρα όση από τη βαριά βιομηχανία της χώρας έχει μείνει σε λειτουργία.
Τέλος, η Sovel και η Σιδενόρ, οι οποίες ως γνωστόν ελέγχονται από τον όμιλο Βιοχάλκο, με το εξώδικο ζητούν από τη ΔΕΗ να τιμολογούνται με 34 ευρώ τις 1.000 κιλοβατώρες (MW), τιμή η οποία όπως τονίζεται στο εξώδικο βρίσκεται κοντά στη μέση τιμή που απολαμβάνουν οι άλλες ευρωπαϊκές χαλυβουργίες, αλλά «είναι και η μόνη η οποία διασφαλίζει οριακά στην παρούσα συγκυρία τη συνέχιση λειτουργίας των εργοστασίων και τη βιώσιμη παρουσία των εταιρειών στην Ελλάδα».
Καταληκτικά, με το εξώδικο οι εταιρείες απορρίπτουν τα τιμολόγια που έλαβαν από τη ΔΕΗ τον Οκτώβριο, τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 2013, επιφυλάσσονται να απαιτήσουν συμψηφισμό για τα υπερβάλλοντα ποσά που κατέβαλλαν στη ΔΕΗ μέχρι τώρα και καλούν την Επιχείρηση να προσέλθει σε ουσιαστική διαπραγμάτευση, για τη σύναψη σύμβασης προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας.
Η διαιτησία
Το εξώδικο στέκεται και στην απόφαση της διαιτησίας για τη ΔΕΗ, η οποία όπως σημειώνει καταλήγει σε ορισμένες κρίσιμες παραδοχές για την ανάδειξη του πραγματικού κόστους της ΔΕΗ για την προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας σε μεγάλους βιομηχανικούς πελάτες οι οποίοι αποτελούν -βάσει των συγκεκριμένων ηλεκτρικών τους χαρακτηριστικών- καταναλωτές φορτίων βάσης. Συγκεκριμένα:
* Επιβεβαιώνεται το καθήκον της ΔΕΗ να προτείνει τιμολόγια σε μεγάλους βιομηχανικούς πελάτες τα οποία να πληρούν τις ρυθμιστικές προδιαγραΦές που τίθενται από τη ΡΑΕ και τους ισχύοντες Κώδικες.
* Καταρρίπτεται εμφατικά και ομόφωνα (συμπεριλαμβανομένης και της διαιτητού την οποία όρισε η ΔΕΗ), ο ισχυρισμός της ΔΕΗ πως το κόστος προμήθειας ενός μεγάλου βιομηχανικού πελάτη ισούται με την εκάστοτε Οριακή Τιμή του Συστήματος.
* Επιβεβαιώνεται η θέση της ΡΑΕ αφενός για τη στενή σχέση η οποία συνδέει τις μεγάλες βιομηχανίες έντασης ενέργειας με την τροφοδοσία τους από μονάδες βάσης συνεχούς λειτουργίας, αφετέρου ότι μονάδες βάσης συνεχούς λειτουργίας σήμερα στην Ελλάδα είναι οι λιγνιτικές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής που ανήκουν αποκλειστικά στη ΔΕΗ.
Όπως σημειώνεται, από το σκεπτικό της απόφασης για πρώτη φορά, κατά τρόπο διαφανή, ανεξάρτητο και δίκαιο καθώς και με εμπεριστατωμένη τεχνική και οικονομική τεκμηρίωση, το πλήρες κόστος της ΔΕΗ για να προμηθεύσει καταναλωτές φορτίων βάσης μέσω λιγνιτικών μονάδων βάσης υπολογίστηκε για το χρονικό διάστημα από 01.07.2010 και εφεξής στα 36,6 €/MWh, ποσό το οποίο πρέπει να αντανακλάται στο ανταγωνιστικό σκέλος της χρέωσης ηλεκτρικής ενέργειας προς τους συγκεκριμένους καταναλωτές. Αντιθέτως, κάθε απόπειρα της ΔΕΗ, μεταγενέστερη της Διαιτητικής Απόφασης 1/2013 -και, μάλιστα, σε διάστημα λίγων ημερών από την έκδοσή της- να παρουσιάσει τα κόστη της λιγνιτικής ηλεκτροπαραγωγής σε υπέρογκα ύψη απορρίπτεται, καθώς έγινε με παντελή έλλειψη προσήκουσας και αντικειμενικής τεκμηρίωσης.