Το 2013 αποτέλεσε μια ακόμη χρονιά μειωμένης ασφαλιστικής παραγωγής, ως αποτέλεσμα της γενικότερης οικονομικής ύφεσης. Με βάση τα τελευταία επίσημα στοιχεία, στο εννεάμηνο, η παραγωγή του κλάδου ζωής υποχώρησε κατά 16,2%, του κλάδου ζημιών κατά 5,2%, ενώ το σύνολο της παραγωγής εμφάνισε πτώση 10,1%. Η καθοδική αυτή τάση δεν φαίνεται να αναστράφηκε κατά το τελευταίους μήνες του έτους.
Όσο και αν μέρος της προαναφερθείσας πτώσης οφείλεται στις μειωμένες πωλήσεις επενδυτικών προϊόντων (το 2012 είχαν γίνει πολλές σχετικές πωλήσεις από πελάτες που επεδίωκαν να προστατευθούν από μια πιθανή έξοδο της χώρας από την Ευρωζώνη), νέα μείωση της ασφαλιστικής παραγωγής περιμένουν οι περισσότεροι παράγοντες της αγοράς το 2014, καθώς:
α) η οικονομική κρίση αναμένεται να συνεχίσει να επηρεάζει το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών
β) οι ασφαλιστικές εταιρείες επικεντρώνουν ολοένα και περισσότερο το ενδιαφέρον τους στην προσφορά ασφαλιστικών λύσεων χαμηλότερου κόστους, προκειμένου αυτές να είναι προσιτές στους πελάτες τους
γ) οι νέοι κανόνες της Τραπέζης της Ελλάδος για τον περιορισμό των απαιτήσεων των ασφαλιστικών εταιρειών από τους διαμεσολαβητές θα πιέσει ως ένα βαθμό την αγορά.
Όσο και αν ορισμένοι περιμένουν κάποιες «ανάσες» από το μέτωπο της καταπολέμησης του φαινομένου των ανασφάλιστων οχημάτων, όλοι αναγνωρίζουν πως η πτωτική πορεία της ασφαλιστικής αγοράς θα συνεχιστεί και μέσα στο 2014 και πως το μέγεθος της αγοράς ως ποσοστό του ΑΕΠ θα υποχωρήσει περαιτέρω, αν και αποτελεί ένα από τα πλέον χαμηλά των 28 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πριν από την κρίση, οι περισσότεροι παράγοντες της αγοράς απέδιδαν την πολύ χαμηλή διείσδυση του ασφαλιστικού κλάδου στην στάση του μέσου Έλληνα να αψηφά τον κίνδυνο και να πιστεύει πως όλες οι δύσκολες στιγμές θα αφορούν τον... γείτονα και όχι τον εαυτό του.
Σήμερα ωστόσο, η στάση αυτή έχει διαφοροποιηθεί σημαντικά. Έγκριτα στελέχη υποστηρίζουν πως η χαμηλή ασφαλιστική διείσδυση ήταν αποτέλεσμα των (μέχρι πρότινος) πολύ υψηλών κοινωνικών παροχών στις συντάξεις και στην υγεία και της έλλειψης οποιουδήποτε ουσιαστικού κινήτρου για την ανάπτυξη του δεύτερου ασφαλιστικού πυλώνα (επαγγελματικά ταμεία).
Από τα δύο παραπάνω εμπόδια, σήμερα εξακολουθεί να ισχύει μόνο το δεύτερο και μάλιστα αυτό ίσως να αλλάξει μέσα στο 2014, καθώς γύρω στα μέσα του έτους αναμένεται η έκδοση πορίσματος ειδικής επιτροπής που έχει συστήσει η Τράπεζα της Ελλάδος για να μελετήσει το συγκεκριμένο ζήτημα.
Παρόλα αυτά, πολύ δύσκολα θα δούμε την ασφαλιστική παραγωγή στο μέτωπο των συντάξεων να φουντώνει πριν σταθεροποιηθεί η οικονομία και πριν η κυβέρνηση αποφασίσει να προσφέρει ισχυρά φορολογικά κίνητρα. Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν αναμένεται να ξεκινήσει μέσα στο 2014.
Ενισχυμένες οι εταιρείες
Αξιοσημείωτο πάντως είναι πως η πτώση της ασφαλιστικής παραγωγής δεν συνδυάστηκε το 2013 και με επιδείνωση στην κερδοφορία των εταιρειών του κλάδου. Μάλλον, το αντίθετο είδαμε να συμβαίνει, τουλάχιστον με βάση τα αποτελέσματα εννεαμήνου.
Έτσι, η υποχώρηση της παραγωγής το 2013 δεν εξελίχθηκε καθόλου άσχημα για τις πλείστες ασφαλιστικές εταιρείες και αυτό για δύο κυρίως λόγους:
Πρώτον, μέσα από την αναδιάρθρωση των προϊόντων τους και τη μείωση του κόστους τους, οι εταιρείες βελτίωσαν τα περιθώρια κέρδους τους (μεταξύ άλλων και στον κλάδο αυτοκινήτου).
Και δεύτερον, όσες εταιρείες διέθεταν σημαντικές θέσεις σε ελληνικούς τίτλους (μετοχές, ομόλογα, καταθέσεις) κατέγραψαν το 2013 μεγάλες αποδόσεις, λόγω των υψηλών καταθετικών επιτοκίων, αλλά και της υψηλής ανόδου που σημειώθηκε τόσο στο Χρηματιστήριο της Αθήνας, όσο και στις τιμές των ελληνικών κρατικών ομολόγων.
Ενδεικτικά αναφέρουμε τις κερδοφορίες ορισμένων ασφαλιστικών εταιρειών στο εννεάμηνο του 2013: Ευρωπαϊκή Πίστη 5,37 εκατ. ευρώ, Ευρώπη ΑΕΓΑ 2,2 εκατ. ευρώ, International Life 5,7 εκατ. ευρώ, Allianz 8 εκατ. ευρώ, ΑΤΕ Ασφαλιστική 27,8 εκατ. ευρώ.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η κερδοφορία πολλών ασφαλιστικών εταιρειών θα επηρεαστεί (και) το 2014 από την πορεία των επενδύσεών τους σε ελληνικούς τίτλους. Το μόνο βέβαιο είναι πως τα επιτόκια καταθέσεων θα είναι σημαντικά μειωμένα σε σχέση με πέρυσι, ενώ ζητούμενο αποτελεί το κατά πόσο οι μετοχές και τα ομόλογα θα εξακολουθήσουν να αποφέρουν τόσο σημαντικά κέρδη.