Έκπληξη αλλά και προβληματισμό ως προς το πού αποσκοπεί η επικοινωνιακή τακτική της ΔΕΗ μετά την έκδοση της απόφασης της διαιτησίας με το Αλουμίνιον εκφράζει σύσσωμη η ενεργειακή αγορά. Και αυτό επειδή η συνεχής δημοσιοποίηση κοστολογικών στοιχείων και «μελετών», που κατά την άποψη της ΔΕΗ ενισχύει τις θέσεις της για το κόστος ηλεκτροπαραγωγής, εν τέλει την εκθέτει και προκαλεί παρενέργειες, με κόστος για την ίδια τη δημόσια επιχείρηση.
Μία από τις επικοινωνιακές κινήσεις της προς την κατεύθυνση αυτή είναι η έκδοση δελτίου τύπου με το οποίο σχολιάζει δημοσίως (άλλο ένα ερώτημα αναπάντητο ακόμη) την απόφαση της διαιτησίας με το Αλουμίνιον.
Σε αυτό εμφανίζει δικά της κοστολογικά στοιχεία για τη λιγνιτική παραγωγή, σύμφωνα με τα οποία το μέσο κόστος της, χωρίς απόδοση κεφαλαίων, το 2012 διαμορφώθηκε σε 50,8 ευρώ η μεγαβατώρα (1.000 κιλοβατώρες). Ωστόσο το ίδιο χρονικό διάστημα, οι προσφορές που υπέβαλε στον ημερήσιο ενεργειακό προγραμματισμό (pool) για την παραγωγή της από λιγνιτικές μονάδες, κατά μέσο όρο αντιστοιχούσαν σε 33 ευρώ.
Με τη δημοσιοποίηση του ποσού των 50,8 ευρώ ως κόστους λιγνιτικής μεγαβατώρας, η ΔΕΗ κατάφερε τα εξής:
Πρώτον, ομολογεί ότι παρανομεί, αφού ο Κώδικας Συναλλαγών απαγορεύει ρητά στους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας να κάνουν προσφορές κάτω από το ελάχιστο μεταβλητό τους κόστος.
Δεύτερον, παραδέχεται ότι ευθύνεται σε σημαντικό βαθμό για τη δημιουργία, αλλά και τη μεγέθυνση του ελλείμματος του Ειδικού Λογαριασμού ΑΠΕ που τηρεί ο Λειτουργός της Αγοράς (ΛΑΓΗΕ). Ο λόγος είναι ότι μέχρι να τροποποιηθεί πρόσφατα ο μηχανισμός υπολογισμού της αμοιβής που αντιστοιχεί στις ΑΠΕ για την ενέργεια που προσφέρουν στο σύστημα εισέπρατταν πολύ μικρότερο ποσό, λόγω της χαμηλής τιμής που διαμορφωνόταν σε αυτό.
Οπότε ο λογαριασμός ΑΠΕ είχε να καλύψει πολύ μεγαλύτερη διαφορά, ανάμεσα στην τιμή που εισέπρατταν οι ΑΠΕ από το σύστημα και στις συμβολαιοποιημένες τιμές ανά τεχνολογία (αιολικά, φωτοβολταϊκά κ.λπ.). Αν δηλαδή ένας παραγωγός αιολικού προσέφερε μία μεγαβατώρα ηλεκτρικής ενέργειας στο σύστημα, την ώρα που η τιμή ήταν τεχνητά χαμηλά στα 40 ευρώ, θα πληρώνονταν τα 40 ευρώ απευθείας από το σύστημα και τα υπόλοιπα 47, μέχρι τα 87 ευρώ που είναι η συμβολαιοποιημένη τιμή για τα αιολικά, από τον ειδικό λογαριασμό ΑΠΕ.
Αν όμως η τιμή του συστήματος ήταν υψηλότερη, τότε ο λογαριασμός ΑΠΕ θα είχε να καλύψει μικρότερη διαφορά. Αρκεί να σημειωθεί ότι το 2012, με βάση τα στοιχεία του ΑΔΜΗΕ, η λιγνιτική παραγωγή ανήλθε σε περίπου 28 εκατομμύρια μεγαβατώρες, οπότε η διαφορά των 17 ευρώ επιβάρυνε με δεκάδες εκατομμύρια τον λογαριασμό ΑΠΕ.
Έτσι εξαιτίας και της «υποκοστολόγησης» (σ.σ. τα εισαγωγικά επειδή κανείς δεν ξέρει τελικά ποια νούμερα της ΔΕΗ είναι πραγματικά) της λιγνιτικής παραγωγής, η ΡΑΕ και το ΥΠΕΚΑ υποχρεώνονταν να αυξάνουν το τέλος ΕΤΜΕΑΡ που επιβαρύνει τους καταναλωτές και να μειώνουν τις ταρίφες με τις οποίες αμείβονται οι ΑΠΕ.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχει το Euro2day.gr, οι συλλογικοί φορείς των παραγωγών ΑΠΕ προετοιμάζονται να προσφύγουν στο ΥΠΕΚΑ και στη ΡΑΕ με αίτημα να υπολογιστούν ακριβώς οι επιπτώσεις που είχε η υποκοστολόγηση της λιγνιτικής παραγωγής της ΔΕΗ στο έλλειμμα του λογαριασμού ΑΠΕ, ώστε να μην επιμερισθούν στους παραγωγούς, στο πλαίσιο της αναμενόμενης αναμόρφωσης των αμοιβών τους.
Η ανακοίνωση της ΔΕΗ
Με αφορμή δημοσιεύματα του τύπου που σχολιάζουν το κόστος των προσφορών που υποβάλλει η ΔΕΗ στον Ημερήσιο Ενεργειακό Προγραμματισμό της χονδρεμπορικής αγοράς, από την Επιχείρηση διευκρινίζονται τα ακόλουθα:
1. Η ΔΕΗ τηρούσε και τηρεί πιστά τις κείμενες διατάξεις για τη λειτουργία της χονδρεμπορικής αγοράς και υποβάλλει τις προσφορές της στον Ημερήσιο Ενεργειακό Προγραμματισμό σύμφωνα με το εν λόγω θεσμικό πλαίσιο.
2. Ειδικότερα, οι κανόνες λειτουργίας της χονδρεμπορικής αγοράς προβλέπουν ότι οι παραγωγοί οφείλουν να δομούν την προσφορά τους λαμβάνοντας ως ελάχιστη τιμή προσφοράς την τιμή του ελάχιστου μεταβλητού κόστους των μονάδων τους και όχι το πλήρες κόστος. Κύριο στοιχείο του μεταβλητού κόστους είναι το κόστος καυσίμου.
3. Τα στοιχεία απολογιστικού κόστους που ανακοίνωσε πρόσφατα η Επιχείρηση αφορούν το πλήρες κόστος παραγωγής και δεν είναι νοητή οποιαδήποτε σύγχυση μεταξύ μεταβλητού και πλήρους κόστους (χωρίς απόδοση κεφαλαίων). Συγκεκριμένα, το πλήρες κόστος χωρίς απόδοση κεφαλαίων περιλαμβάνει πολλές άλλες κατηγορίες κόστους, επιπλέον του κόστους καυσίμου που αποτελεί την κύρια συνιστώσα του μεταβλητού κόστους, όπως π.χ. κόστος λειτουργίας και συντήρησης, χρηματοοικονομικά, αποσβέσεις, φόρους/τέλη κ.α.
4. Η λειτουργία της αγοράς τελεί υπό την εποπτεία της ΡΑΕ στην οποία η ΔΕΗ υποβάλλει το σύνολο των στοιχείων της για τον έλεγχο της τήρησης του κανονιστικού πλαισίου.
5. Η ΔΕΗ είναι εισηγμένη εταιρεία που λειτουργεί σε καθεστώς διαφάνειας και δημοσιεύει ανελλιπώς λεπτομερέστατα στοιχεία κάθε τρίμηνο στις ενδιάμεσες οικονομικές καταστάσεις.