Αρνείται, όπως λέγεται και γράφεται (insuranceworld.gr), η Τράπεζα της Ελλάδος να ενδώσει στις πιέσεις ορισμένων παραγόντων της ασφαλιστικής αγοράς για μείωση των ελάχιστων τεχνικών επιτοκίων σε συμβόλαια κλασικού τύπου (επενδυτικά, συνταξιοδοτικά, παιδικά) που είχαν εκδοθεί στο παρελθόν και πρόσφεραν ελάχιστες εγγυημένες ετήσιες αποδόσεις έως και 3,35%.
Το γιατί η Τράπεζα της Ελλάδος επιμένει στη θέση της είναι προφανές: τα συμβόλαια υπογράφονται για να τηρούνται.
Από την άλλη πλευρά, το αιτιολογικό στο οποίο βασίζουν οι συγκεκριμένοι παράγοντες την άποψή τους είναι ότι η Ευρώπη βρίσκεται σήμερα σε επίπεδο ιστορικά χαμηλών επιτοκίων, με το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ να έχει κατρακυλήσει μόλις στο 0,25%.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, τα επιτόκια των τίτλων σταθερού εισοδήματος είναι ιδιαίτερα χαμηλά και οι αποδόσεις των άλλων επενδυτικών προϊόντων (π.χ. μετοχών) έντονα κυμαινόμενες. Άρα, το ελάχιστα εγγυημένο +3,35% που έχει ήδη αποφέρει σημαντικότατες απώλειες στις ασφαλιστικές πιστεύουν πως είναι δίκαιο να ψαλιδιστεί και να πέσει ίσως κοντά στο 2%.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι στα νέα συμβόλαια οι εταιρείες προσφέρουν αποδόσεις σαφώς χαμηλότερες του 3,35%.
Βέβαια, στέλεχος της ασφαλιστικής αγοράς παραδέχεται πως τα επιτόκια καταθέσεων που προσφέρουν οι ελληνικές τράπεζες παραμένουν ακόμη σε σχετικά υψηλά επίπεδα (άνω του 2,5%, ή ακόμη και του 3% για μεγάλα ποσά στις ετήσιες προθεσμιακές τοποθετήσεις) ωστόσο επισημαίνει ότι πολλές ασφαλιστικές έχουν τοποθετήσει εδώ και δύο-τρία χρόνια το μεγαλύτερο μέρος των καταθέσεών τους στο εξωτερικό χωρίς μέχρι σήμερα να το έχουν επαναπατρίσει, τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό.
Γι' αυτό και αποκομίζουν αποδόσεις ψίχουλα.
Το γεγονός, πάντως, ότι τα ασφαλιστικά προϊόντα όχι μόνο δεν κουρεύτηκαν κατά περίοδο της κρίσης, αλλά επιπλέον συνέχισαν να προσφέρουν σημαντικές αποδόσεις είναι ένα ισχυρό εργαλείο πώλησης για τις ασφαλιστικές εταιρείες.
Το πρόβλημα ωστόσο είναι ότι πολλά νοικοκυριά δεν διαθέτουν -λόγω της οικονομικής κρίσης- τους απαιτούμενους πόρους για να αποκτήσουν ασφαλιστικά συμβόλαια, που εγγυώνται το ύψος του κεφαλαίου και «κλειδώνουν» μια ελάχιστη απόδοση.
Και επιπλέον, κάποια άλλα νοικοκυριά αναγκάζονται να ρευστοποιήσουν αυτά τα συμβόλαια ώστε να αποκτήσουν ρευστότητα, θυσιάζοντας τις υψηλές εγγυημένες αποδόσεις.