Κατακλυζόμαστε, τελευταίως, από ένα απίστευτο συνονθύλευμα απόψεων και εκτιμήσεων για μία επικείμενη νέα αναδιάρθρωση ή και «κούρεμα» του ελληνικού δημοσίου χρέους, μετά τις γερμανικές εκλογές της 22ας Σεπτεμβρίου 2013, τονίζει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο δελτίο της.
«Υπάρχει μια υστερία κατεδάφισης της χώρας από μικρόψυχους και ανυποψίαστους. Η μόνιμη επωδός όλων αυτών των καταθλιπτικών σεναρίων είναι ότι το ελληνικό χρέος αντί να μειώνεται θα συνεχίσει να αυξάνει, ότι η Ελλάδα είναι χρεοκοπημένη, ότι το πρόγραμμα δεν βγαίνει, ότι η μόνη λύση είναι ένα νέο κούρεμα του χρέους, ότι η λιτότητα δεν είναι λύση και πρέπει να αντικατασταθεί με μία πολιτική ενίσχυσης της ζήτησης (λες και λεφτά υπάρχουν, που πρέπει οι Γερμανοί να τα δώσουν όχι ως δανεικά, αλλά ως παροχές, στους υπερήφανους Έλληνες για να καταναλώνουν όπως αρμόζει σε ευπρεπείς Ευρωπαίους πολίτες)», αναφέρει.
Η ανεύθυνη διάδοση των αβάσιμων αυτών απόψεων της προπαγάνδας του μηδενισμού και των εύκολων και ανέξοδων λύσεων, αν δεν τεθεί υπό έλεγχο, μπορεί να αποσταθεροποιήσει την ικανοποιητική πορεία υλοποίησης του προγράμματος προσαρμογής, εκτιμά η Alpha Bank.
Δεν χρειάζεται κούρεμα
Νέα αναδιάρθρωση με κούρεμα του ελληνικού χρέους δεν είναι αναγκαία και δεν πρόκειται να υπάρξει, υποστηρίζει η ανάλυση.
«Γιατί; Διότι το χρέος της Ελλάδος έχει ήδη μειωθεί δραστικά και καταλυτικά και είναι πολύ πιο βιώσιμο από ό,τι το δημόσιο χρέος πολλών άλλων ευρωπαϊκών χωρών, και όχι μόνο.
Αυτό ενισχύεται και από το γεγονός ότι, μετά τη δραστική μείωση του ελληνικού δημοσίου χρέους και των δαπανών εξυπηρέτησης αυτού του χρέους, και το πρόγραμμα προσαρμογής στην Ελλάδα εκτελείται ήδη καλύτερα του αναμενομένου. Έχει ήδη ολοκληρωθεί με μεγάλη επιτυχία η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, με προσέλκυση σημαντικών κεφαλαίων από τον ιδιωτικό τομέα, και με την προοπτική να αντληθούν και πρόσθετα κεφάλαια από το 2014 με την άσκηση των warrants. Ταυτόχρονα, καταγράφονται πρωτογενή πλεονάσματα στη γενική κυβέρνηση από τα μέσα του 2013».
Το σημερινό ελληνικό δημόσιο χρέος είναι ρυθμισμένο χρέος με εξαιρετικά μακροχρόνια διάρκεια και σχετικά χαμηλά και σαφώς προσδιορισμένα από σήμερα επιτόκια. Είναι χαρακτηριστικό ότι η μέση ετήσια δαπάνη εξυπηρέτησης αυτού του χρέους (για την πληρωμή των τόκων και των χρεολυσίων) στα επόμενα 35 έτη δεν υπερβαίνει το 6% του μέσου ετήσιου ΑΕΠ της χώρας στην ίδια περίοδο. Επομένως, το ότι η σημερινή ονομαστική αξία αυτού του χρέους μπορεί να ανέλθει στο 175% του ΑΕΠ το 2013 δεν αποτελεί ένδειξη της πραγματικής δανειακής επιβάρυνσης της χώρας και της δυνατότητάς της να το εξυπηρετήσει. Αρκεί να σημειωθεί ότι το 2011 μόνο οι δαπάνες για τόκους της χώρας μας υπερέβαιναν το 7% του ΑΕΠ, ενώ μαζί με τα χρεολύσια υπερέβαιναν το 26,2% του ΑΕΠ.
Ειδικότερα, η μέση διάρκεια του νέου ελληνικού χρέους υπερβαίνει τα 17 έτη, ενώ από τα €305 δισ. του συνολικού ονομαστικού χρέους τα €165,4 δισ. έχουν λήξη (και θα πρέπει να αναχρηματοδοτηθούν) μετά το 2030 και τα €203 δισ. έχουν λήξη μετά το 2025. Έτσι, το χρέος που επιβαρύνει το ελληνικό δημόσιο έως το 2025 δεν υπερβαίνει τα €86 δισ. (δηλαδή €102 δισ., μείον τα €4,4 δισ. που είναι ταμειακά διαθέσιμα και τα €11,5 δισ. που είναι διαθέσιμα του ΤΧΣ).
Το χρέος αυτό θα μειωθεί σημαντικά στην επόμενη 4ετία με την άσκηση των warrants για την αγορά των μετοχών των τραπεζών από το ΤΧΣ. Επίσης, από τα €86 δισ. τα €41 δισ. λήγουν το 2014 και το 2015, όπως προαναφέρθηκε, και τα €45 δισ. στην περίοδο 2016-2025. Είναι προφανές ότι αυτό το ελληνικό χρέος δεν συγκρίνεται με εκείνο των άλλων υπερχρεωμένων χωρών της περιφέρειας της Ζώνης του Ευρώ, διότι το κύριο μέρος του χρέους αυτών των χωρών έχει λήξεις έως το 2025, και μάλιστα θα πρέπει να αναχρηματοδοτηθεί με επιτόκια της αγοράς, τα οποία, αντίθετα με την Ελλάδα, μπορεί να αυξηθούν σε περιόδους κρίσης.
Οι παρερμηνείες
Στην πραγματικότητα το θέμα της υποτιθέμενης νέας «αναδιάρθρωσης» του ελληνικού δημόσιου χρέους διογκώνεται ανεξέλεγκτα λόγω παρερμηνείας πραγματικών δεδομένων που προκύπτουν, αφενός από την ίδια την απόφαση του Eurogroup της 26ης Νοεμβρίου 2012 και, αφετέρου, από την πρόσφατη Έκθεση του ΔΝΤ για την Ελλάδα (Ιούλιος 2013), τονίζει η Alpha Bank.
Μετά την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος στη Γενική Κυβέρνηση το 2013, η Ελλάδα, με τη σύμφωνη γνώμη των εταίρων της, θα μπορέσει να ωφεληθεί από μια περαιτέρω μείωση των (ήδη σημαντικά μειωμένων) πληρωμών τόκων για την εξυπηρέτηση του εναπομένοντος δημοσίου χρέους της. Τα ανωτέρω δεν συνιστούν κανενός είδους «αναδιάρθρωση» του ελληνικού χρέους, αλλά πρόσθετη μείωση του κόστους των διμερών δανείων της Ελλάδας από τις άλλες χώρες της Ζώνης του Ευρώ, ιδιαίτερα δε εκείνες που δανείζονται στην τρέχουσα περίοδο με αρνητικά επιτόκια, απορροφώντας και ελληνικές αποταμιεύσεις.
Δεύτερον, υπάρχει η εκτίμηση του ΔΝΤ (Ιούλιος 2013) ότι η Ελλάδα μπορεί να αντιμετωπίσει ένα πρόσθετο χρηματοδοτικό κενό ύψους €4,4 δισ. το 2014 και €6,5 δισ. το 2015. Αυτό το κενό οφείλεται στο ότι το 2014 λήγουν ομόλογα του ελληνικού δημοσίου ύψους €24,9 δισ. περίπου που βρίσκονται σχεδόν στο σύνολό τους στην κατοχή κεντρικών τραπεζών των χωρών της Ζώνης του Ευρώ. Επίσης, το 2015 λήγουν επιπλέον ομόλογα αξίας €16,4 δισ. που επίσης βρίσκονται σε μεγάλο βαθμό στην κατοχή κεντρικών τραπεζών. Με βάση τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ, η Ελλάδα θα είναι σε θέση να εξοφλήσει τα €30,2 δισ. από τα €41,3 δισ. που οφείλει από αυτά τα ομόλογα, ενώ υπάρχει αμφιβολία για τη δυνατότητα εξόφλησης των υπόλοιπων €11,1 δισ.
Με βάση αυτές τις εκτιμήσεις, το ΔΝΤ φαίνεται ότι πιέζει τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να επιμηκύνουν τις λήξεις και αυτών των δανείων πέραν του 2014 και του 2015, έτσι ώστε η Ελλάδα να μην πιεστεί για την ολοκληρωτική εξόφλησή τους στην επόμενη 2ετία.
Εκτιμάται ότι η απόφαση για την επιμήκυνση αυτή έχει ήδη ληφθεί την 26η Νοεμβρίου 2012 και θα γίνει πράξη εάν πράγματι η Ελλάδα επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα ήδη από το 2013.
Από την άλλη πλευρά, εκτιμάται ότι το μεν χρηματοδοτικό κενό του 2014 στην ουσία δεν υπάρχει αφού η Ελλάδα θα έχει μεγαλύτερα πρωτογενή πλεονάσματα το 2013 και το 2014 από ό,τι έχει προγραμματιστεί και επειδή η Ελλάδα ήδη διαθέτει πλεονασματικά κεφάλαια ύψους €11,5 δισ. στο Ταμείο Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) που μπορεί να χρησιμοποιηθούν χωρίς περαιτέρω αύξηση του χρέους, αφού έχουν ήδη επιβαρύνει το δημόσιο χρέος.
Ωστόσο, η εξομάλυνση των λήξεων αυτής της περιόδου θα μπορούσε κατά κύριο λόγο να άρει κάθε αβεβαιότητα που ακόμη υπάρχει και να δώσει επιπλέον ώθηση στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Βεβαίως και αυτή η εξέλιξη μπορεί να γίνει πράξη μόνο με την πλήρη εφαρμογή από την Ελλάδα του προγράμματος προσαρμογής, καταλήγει η Alpha Bank.
***Ολόκληρη η ανάλυση της Alpha Bank για την ελληνική οικονομία δημοσιεύεται στη δεξιά στήλη "Συνοδευτικό Υλικό".