Παρέμβαση ΓΣΕΕ για τις ανατροπές στις ΣΣΕ

Σε επιστολή – παρέμβαση προς τους Υπουργούς Οικονομικών, Εργασίας κ Κοινωνικής Ασφάλισης, προχώρησε η ΓΣΕΕ, για τις επιχειρούμενες, αλλαγές στο θεσμό των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας.

Παρέμβαση ΓΣΕΕ για τις ανατροπές στις ΣΣΕ
Σε επιστολή – παρέμβαση προς τους Υπουργούς Οικονομικών, Εργασίας κ Κοινωνικής Ασφάλισης, προχώρησε η ΓΣΕΕ, για τις επιχειρούμενες, άδικες, αντεργατικές και Αντισυνταγματικές , όπως τις χαρακτηρίζει, αλλαγές στο θεσμό των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας (Κλαδικές και Επιχειρησιακές ) κατ’ απαίτηση του επικαιροποιημένου Μνημονίου της 6ης – 8 – 2010.

Ειδικότερα, όπως αναφέρει στην επιστολή της η ΓΣΕΕ

"Προς
- Υπουργό Οικονομικών
κ. Γ. Παπακωνσταντίνου
- Υπουργό Εργασίας & Κοινωνικής Ασφάλισης
κ. Α. Λοβέρδο

Κοινοποίηση:
- Πολιτικά Κόμματα Ελληνικού Κοινοβουλίου
- Εργατικά Κέντρα & Ομοσπονδίες δύναμης Γ.Σ.Ε.Ε.
Ακολουθήστε το Euro2day.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του Euro2day.grFOLLOW USΑκολουθήστε τη σελίδα του Euro2day.gr στο Linkedin
Θέμα: Κοινωνικά άδικες και ασύμβατες με το Σύνταγμα και τις Διεθνείς Συμβάσεις οι προβλέψεις του Επικαιροποιημένου Μνημονίου Συνεννόησης της 6ης-8-2010 «για την ενίσχυση του θεσμού της αγοράς εργασίας».

Ι. Προσβολή της αρχής του κοινωνικού κράτους και του κοινωνικού δικαιώματος στην εργασία.

1. Ο Ν. 1876/1990 για τις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας ήταν αποτέλεσμα της «κοινωνικής συμφωνίας» που επιτεύχθηκε το 1990, με ομοφωνία όλων των κομμάτων της Βουλής και με την προηγούμενη (μετά από τη διενέργεια κοινωνικού διαλόγου) συμφωνία της Γ.Σ.Ε.Ε. και των εργοδοτικών οργανώσεων. Ο νόμος αυτός στο σύνολό του εξασφάλισε και προώθησε ένα ολοκληρωμένο σύστημα ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων και συλλογικών συμβάσεων με βάση την εξισορρόπηση των αντιτιθέμενων συμφερόντων των μερών.

Έχοντας ενσωματώσει τη βασική διεθνή και συνταγματική αρχή του κοινωνικού κράτους και του κοινωνικού δικαιώματος στην εργασία, το σύστημα αυτό προώθησε τη συλλογική αυτονομία και διασφάλισε ένα μηχανισμό διαμόρφωσης κατωτάτων ορίων προστασίας της εργασίας, που δεν καθορίζετο αποκλειστικά από τις διακυμάνσεις της προσφοράς και της ζήτησης στη λεγόμενη αγορά εργασίας είτε μόνο από το συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ των μερών.

Στην κατεύθυνση αυτή είναι χαρακτηριστικές και άμεσα αλληλένδετες οι διατάξεις για τη θέσπιση της Εθνικής Γενικής ΣΣΕ ως μηχανισμού διαμόρφωσης δεσμευτικών κατωτάτων ορίων προστασίας για όλους τους εργαζόμενους (άρθρα 3, 8), οι κανόνες συρροής μεταξύ κλαδικών, επιχειρησιακών και ομοιοεπαγγελματικών ΣΣΕ με βάση την εφαρμογή της ευνοϊκότερης για τον εργαζόμενο ΣΣΕ (άρθρο 10), η δυνατότητα επέκτασης και κήρυξης ως υποχρεωτικών των κλαδικών και των ομοιοεπαγγελματικών ΣΣΕ για όλους τους εργαζόμενους του κλάδου ή του επαγγέλματος (άρθρο 11), καθώς και οι διατάξεις για την επίλυση των συλλογικών διαφορών με προσφυγή στη μεσολάβηση και τη διαιτησία (άρθρο 4, 14-18).

Το ολοκληρωμένο σύστημα διαμόρφωσης και προστασίας των κατωτάτων ορίων προστασίας της εργασίας του Ν. 1876/1990 είναι απόλυτα εναρμονισμένο με το Σύνταγμα και θεμελιώδεις Διεθνείς Συμβάσεις που δεσμεύουν τη χώρα (Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα, Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας, Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης), αποτελεί δε μέχρι σήμερα σταθερή βάση ενσωμάτωσης του θεσμικού εργασιακού χάρτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο ελληνικό δίκαιο.

2. Οι νομοθετικές ρυθμίσεις που μονομερώς έχουν τεθεί σε ισχύ μετά την θέση σε ισχύ του διεθνούς μηχανισμού δανεισμού της χώρας μας (Ν. 3845/2010, Ν. 3863/2010), αλλά και οι διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας για τη λήψη περαιτέρω μέτρων τόσο μέσω των αρχικών «Μνημονίων», όσο και των επικαιροποιημένων, δαιμονοποιούν εντελώς άστοχα και αστήριχτα τα κατώτατα όρια προστασίας της εργασίας για τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και στοχεύουν στην πλήρη αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων, αγνοώντας προκλητικά τις πραγματικές αιτίες των στρεβλώσεων.

Η βίαιη κρατική παρέμβαση στο σύστημα των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων, η ουσιώδης μείωση της διαπραγματευτικής δύναμης και η περαιτέρω αποδυνάμωση των μαζικών συνδικαλιστικών οργανώσεων, είναι προφανής, συστημική και συνδυαστική. Σ’αυτό το ενδεχόμενο κατατείνουν μέτρα που έχουν ήδη τεθεί σε ισχύ, όπως η ανατροπή της ιεράρχησης των ΣΣΕ μέσω της δυνατότητας απόκλισης των όρων τους, η κατάργηση κατωτάτων ορίων προστασίας, η προώθηση ευέλικτων μορφών απασχόλησης, η διευκόλυνση των απολύσεων, η αποδυνάμωση της προστασίας του μισθού και της αποζημίωσης.

Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και τα μέτρα που προαναγγέλλονται με το επικαιροποιημένο Μνημόνιο της 6ης-8-2010 για την αγορά εργασίας. Στα μέτρα αυτά περιλαμβάνονται: η κατίσχυση των επιχειρησιακών έναντι των κλαδικών ΣΣΕ, όταν είναι δυσμενέστερες, η κατάργηση της επέκτασης της εφαρμογής των ΣΣΕ, η αποδυνάμωση της διαπραγματευτικής θέσης των εργαζομένων μέσω αλλαγών στο σύστημα διαιτησίας, η δυνατότητα μείωσης του ήδη μειωμένου ποσοστού υπερωριακής αμοιβής μέσω ΣΣΕ, η ευελιξία στο ωράριο εργασίας, η παρατεταμένη δοκιμαστική περίοδος εργασίας, η προώθηση της μερικής απασχόλησης και της «ενοικιαζόμενης» εργασίας μέσω προσωρινής απασχόλησης κλπ.

Προξενεί εντύπωση ότι η ταχύτητα λήψης των μέτρων εφαρμογής του διεθνούς μηχανισμού φαίνεται όχι μόνο να στοχεύει στην αποδυνάμωση της διαπραγματευτικής δύναμης του μαζικού συνδικαλιστικού κινήματος, όπως κατ’εξοχήν εκφράζεται από τις κλαδικές ομοσπονδίες, αλλά και να εξουδετερώνει νομοθετικά μέτρα που έχουν μόλις πρόσφατα τεθεί σε εφαρμογή για την αποκατάσταση επικίνδυνων αρρυθμιών στην ασφαλή και ενιαία ρύθμιση των όρων εργασίας σε μεγάλους κλάδους της οικονομίας.

Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί ο Τραπεζικός Κλάδος, με την επίλυση των προβλημάτων για τη σύναψη κλαδικής ΣΣΕ εξαιτίας της κακόπιστης άρνησης της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών να διαπραγματευθεί με την ΟΤΟΕ (άρθρο 31 Ν. 3846/2010). Επίσης χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί ο κλάδος παροχής υπηρεσιών στον τομέα καθαριότητας και φύλαξης σχετικά με την εφαρμογή των κατωτάτων ορίων προστασίας των οικείων ΣΣΕ στις συμβάσεις εργολαβίας εταιριών παροχής αυτών των υπηρεσιών (άρθρο 68 Ν. 3863/2010).

Δεν πρέπει δε να παραγνωρισθεί, ανάμεσα στους άλλους, και ο κλάδος του επισιτισμού-τουρισμού, στον οποίο εφόσον απογυμνωθεί από τα κατώτατα όρια προστασίας, τα οποία παρέχουν σε εθνικό επίπεδο οι εθνικές κλαδικές ΣΣΕ, θα επικρατήσουν συνθήκες εργασιακής ζούγκλας.

Εξάλλου, η απορρύθμιση των κανόνων που διέπουν τη δεσμευτική ισχύ των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και ιδιαίτερα η αποδυνάμωση της ισχύος των κλαδικών ΣΣΕ, θα έχει ως συνέπεια τον κατακερματισμό και την αποδυνάμωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, θα προκαλέσει έναν ιδιότυπο και επικίνδυνο ανταγωνισμό των κατωτάτων ορίων αμοιβής και εργασίας τόσο σε κλαδικό όσο και σε εθνικό επίπεδο, και θα οδηγήσει σε νόθευση του υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων.

Στην διαφαινόμενη σε ευρωπαϊκό επίπεδο ασύδοτη διαμόρφωση των όρων εργασίας σε βάρος των εργαζομένων και στον αθέμιτο ανταγωνισμό που βασίζεται σε χαμηλά κοινωνικά πρότυπα αντέδρασε ήδη από το 2008 με ψήφισμά του το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (Ψήφισμα της 22ας-10-2008). Στο Ψήφισμα, ανάμεσα σε άλλα, τονίζεται ότι «δεν πρέπει να τεθεί σε κίνδυνο η άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως αναγνωρίζονται στα κράτη μέλη, στις συμβάσεις της ΔΟΕ και στο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος διαπραγμάτευσης, σύναψης και εφαρμογής συλλογικών συμβάσεων και του δικαιώματος εργατικών κινητοποιήσεων», ότι πρέπει να καταστεί σαφές ότι οι κανόνες της ευρωπαϊκής νομοθεσίας «δεν απαγορεύουν στα κράτη μέλη και τους κοινωνικούς εταίρους να απαιτούν ευνοϊκότερους όρους, με στόχο την ισότιμη μεταχείριση των εργαζομένων και ότι υπάρχουν διαβεβαιώσεις ότι η κοινοτική νομοθεσία μπορεί να εφαρμοσθεί με βάση όλα τα υφιστάμενα μοντέλα της αγοράς εργασίας» και ότι «τα θεμελιώδη κοινωνικά δικαιώματα δεν είναι υποδεέστερα των οικονομικών δικαιωμάτων σε μια ιεράρχηση θεμελιωδών ελευθεριών».

Επισημαίνουμε ότι αποδεδειγμένα με τα μέτρα αυτά δεν υπάρχει καμία εύλογη σχέση, ούτε μετρήσιμο οικονομικό αποτέλεσμα, ανάμεσα στην έκταση, την ένταση και τη διάρκεια των περιορισμών αυτών σε βάρος της συλλογικής αυτονομίας και των κατωτάτων ορίων προστασίας των εργαζομένων με τον επιδιωκόμενο σκοπό που είναι η λήψη των ενδεικνυόμενων μέτρων δημοσιονομικής πολιτικής για την αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος της χώρας (μείωση του εθνικού χρέους και ελλείματος), την υλοποίηση του προγράμματος σταθερότητας και την εδραίωση της εμπιστοσύνης των ευρωπαίων εταίρων και των διεθνών αγορών προς την Ελλάδα.

Ακόμα και αν η Κυβέρνηση προβεί στη λήψη μέτρων για ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, εκκρεμούντος του «Κοινωνικού Συμβολαίου» που εξίσου προβλέπεται στο αρχικό Μνημόνιο, τα μέτρα αυτά δεν θα μπορούν αποτελεσματικά να αντιμετωπίσουν το βαρύ πλήγμα που θα έχουν ήδη υποστεί στα εργασιακά και οικονομικά τους συμφέροντα οι εργαζόμενοι (και κυρίως οι ευάλωτοι) από τη διασάλευση των κατωτάτων ορίων προστασίας.

Η πολιτική εξόδου από την οικονομική κρίση δεν πρέπει να αποτελεί μια αμιγώς δημοσιονομική και λογιστική δέσμη μέτρων, αλλά πρέπει να εξασφαλίζει, μέσω δημοκρατικών διαδικασιών την κοινωνική πρόοδο και να επιδιώκει τη διαρκή βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας. Οι κοινωνικοί στόχοι, που περιλαμβάνουν την πλήρη και αξιοπρεπή απασχόληση με όρους ισότητας, την κοινωνική ένταξη, την κοινωνική προστασία και την κοινωνική πρόοδο συνδέονται αναπόσπαστα με τους οικονομικούς στόχους και είναι καθοριστικοί για την αποτελεσματικότητα των οικονομικών στόχων. Η οικονομική συνοχή στηρίζεται στην κοινωνική συνοχή. Η επιχειρούμενη αποδυνάμωση των συνδικάτων και η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων δεν θα εισφέρει στην οικονομική ανάπτυξη, αλλά θα οδηγήσει με βεβαιότητα στην κατάρρευση της κοινωνικής συνοχής και τη διασάλευση της κοινωνικής Ειρήνης σε μία κρίσιμη για τη χώρα συγκυρία.

ΙΙ. Νομική τεκμηρίωση αντισυνταγματικότητας.

Οι δεσμεύσεις της Κυβέρνησης για αναμόρφωση του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων και συμβάσεων στον ιδιωτικό Τομέα, που περιέχονται στο Κεφάλαιο των «διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση των θεσμών της αγοράς εργασίας» του Επικαιροποιημένου Μνημονίου Συνεννόησης της 6ης Αυγούστου 2010 είναι ασύμβατες με το Σύνταγμα.

Ειδικότερα, στο νέο Επικαιροποιημένο Μνημόνιο προβλέπεται ότι η Κυβέρνηση πρέπει, μεταξύ άλλων, να διασφαλίσει ότι οι συμβάσεις σε επίπεδο επιχείρησης υπερισχύουν των κλαδικών συμβάσεων, που με τη σειρά τους υπερισχύουν έναντι των συμβάσεων σε επίπεδο επαγγελματικών ενώσεων. Η Κυβέρνηση ακόμη πρέπει να αποσύρει τη διάταξη που επιτρέπει στο Υπουργείο εργασίας να επεκτείνει όλες τις κλαδικές συμβάσεις και σε αυτούς που δεν εκπροσωπούνται στις διαπραγματεύσεις.

Με τον τρόπο αυτό επιβεβαιώνεται η επελθούσα ήδη με το ν. 3845/2010 (άρθρο 2 παρ.7) κατάλυση της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης , η οποία έχει και συνταγματικό θεμέλιο στη ρύθμιση του άρθρου 22 παρ. 2 Σ, καθώς επίσης και στο άρθρο 4 παρ. 1 Σ (αρχή της ισότητας).

Α. 1. Το άρθρο 22 παρ. 2Σ κατοχυρώνει τη συλλογική αυτονομία και ορίζει ότι «με νόμο καθορίζονται οι γενικοί όροι εργασίας, που συμπληρώνονται από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας συναπτόμενες με ελεύθερες διαπραγματεύσεις και, αν αυτές αποτύχουν, με κανόνες που θέτει η διαιτησία».

Η συνταγματική αυτή επιταγή περιορίζει την παντοδυναμία του νομοθέτη αναγνωρίζοντας τις συλλογικές διαπραγματεύσεις ως κύριο ρυθμιστικό παράγοντα των όρων των εργασιακών σχέσεων. Ο κρατικός νομοθέτης αφού προβεί στη θεσμική διάπλαση ενός πλαισίου γενικών όρων εργασίας, οφείλει να λειτουργεί μόνο επικουρικά στις περιπτώσεις που η συλλογική αυτονομία δεν λειτουργεί. Η επικουρικότητα της κρατικής ρύθμισης αποτελεί έναν από τους βασικούς όρους για τη λειτουργία της συλλογικής αυτονομίας (Α. Καζάκου, Η Διαιτησία Συλλογικών Διαφορών Συμφερόντων, 1998, σελ./ 37), που αναδεικνύεται ιδίως στις περιπτώσεις της αρμοδιότητας του Υπουργού Εργασίας να κηρύσσει γενικά υποχρεωτική για όλους τους εργαζόμενους του κλάδου ή του επαγγέλματος συλλογική σύμβαση εργασίας η οποία δεσμεύει ήδη το 51% των εργαζομένων του κλάδου ή του επαγγέλματος (άρθρο 11 παρ. 2 του ν.1876/90) Η επικουρική ρυθμιστική αρμοδιότητα του κράτους ανακύπτει και στις περιπτώσεις που τα μέρη (εργατική και εργοδοτική πλευρά) δεν μπορούν να ασκήσουν την κανονιστική εξουσία που τους αναθέτει το Σύνταγμα. Εδώ ανήκει και η περίπτωση του άρθρου 19 παρ. 2 του ν. 1876/90, σύμφωνα με το οποίο σε περίπτωση αδυναμίας υπογραφής ΣΣΕ, λόγω έλλειψης συνδικαλιστικής οργάνωσης εργαζομένων, οι όροι εργασίας καθορίζονται με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του αρμόδιου Υπουργού. Με την κατάργηση της δυνατότητας του Υπουργού Εργασίας να επεκτείνει την ισχύ των κλαδικών ΣΣΕ σε όλο τον κλάδο με την κήρυξή τους ως γενικά υποχρεωτικών (σύστημα που έχει ήδη κριθεί από τα δικαστήριά μας ως απόλυτα συμβατό με το Σύνταγμα και την επικουρικότητα της κρατικής ρύθμισης του άρθρου 22 παρ. 1 Σ) θα κλονιστεί η αποτελεσματικότητα των συλλογικών ρυθμίσεων και θα ανατραπεί η ισορροπία του συστήματος διαπραγματεύσεων.

Όπως είναι γνωστό, ο έλληνας νομοθέτης με το ν. 1876/90 με κανόνες δημόσιας τάξης (άρθρο 8) καθιέρωσε ένα μικτό σύστημα δέσμευσης των σσε. Για τις Εθνικές Γενικές ΣΣΕ και τις επιχειρησιακές επέλεξε τη γενική δέσμευση στο πεδίο εφαρμογής τους, ενώ για τις κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές τον κανόνα της δέσμευσης των μελών. Η πρόβλεψη και κατοχύρωση των κατώτατων μισθών και ημερομισθίων μέσω της γενικής δέσμευσης της Εθνικής Γενικής ΣΣΕ καθιερώνει την προστασία της μισθωτής εργασίας για το σύνολο των εργαζομένων και αποτελεί, καθ΄ υποκατάσταση του κράτους, άσκηση κοινωνικής πολιτικής σε απόλυτη εναρμόνιση με τη συνταγματική τάξη (Ι Κουκιάδη, Εργατικό Δίκαιο Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις , τόμος 2, σελ. 276).

Στις επιχειρησιακές ΣΣΕ η γενική εφαρμογή των όρων τους σε όλο το προσωπικό της επιχείρησης διασφαλίζει την ενότητα στις διαπραγματεύσεις στην ίδια παραγωγική μονάδα και την ισότητα στη μεταχείριση του προσωπικού. Υπό την έννοια αυτή ο κανόνας της γενικής δέσμευσης των επιχειρησιακών ΣΣΕ εξυπηρετεί το γενικό συμφέρον και την εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης ενώ εναρμονίζεται πλήρως με την αρχή της μιας διαπραγμάτευσης με την πλέον αντιπροσωπευτική συνδικαλιστική οργάνωση της επιχείρησης.

Εφόσον (ειδικά για τις κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ) ισχύει ο κανόνας της δέσμευσης μόνο των μελών, χωρίς τη δυνατότητα κήρυξής τους ως γενικά υποχρεωτικών οι εργοδότες θα έχουν την ευχέρεια, με αποχώρησή τους από τις αντίστοιχες εργοδοτικές οργανώσεις, να αποκλείουν τη δέσμευσή τους από τη ΣΣΕ, γεγονός που συνακόλουθα θα δημιουργήσει όρους αθέμιτου ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων αλλά και ιδιότυπο ανταγωνισμό των μη συνδικαλισμένων εργαζομένων έναντι των συνδικαλισμένων.

Α. 2. Η κεντρική σημασία της συλλογικής αυτονομίας αναδεικνύεται και σε περίπτωση συρροής σσε με νόμο, με την επικράτηση ευνοϊκότερων όρων ΣΣΕ που υπερισχύουν των νόμων, εκτός αν πρόκειται για διατάξεις αναγκαστικού δικαίου με αμφιμερή ενέργεια. Πρόκειται για την εκδήλωση της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης, που απορρέει από τη γενική προστατευτική αρχή, της οποίας αποτελεί ειδικότερη έκφανση. Η προστατευτική αρχή αποτελεί το ακρογωνιαίο δομικό στοιχείο για τη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων. Το Εργατικό Δίκαιο δεν μπορεί να υπάρχει παρά μόνο ως δίκαιο προστασίας των εξαρτημένων μισθωτών. Η προστατευτική αρχή βρίσκει συνταγματικά στηρίγματα στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 22 παρ. 2 και 23 του Συντάγματος.

Η κατοχύρωση της συλλογικής αυτονομίας (άρθρο 22 παρ. 2 Σ) στηρίζεται στη διαπίστωση ότι στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων η ιδιωτική αυτονομία και η ατομική σύμβαση δεν αποτελούν εργαλεία εξισορρόπησης αντιτιθέμενων συμφερόντων αλλά υποδούλωσης των αδυνάτων. Στο πλαίσιο αυτό η ενίσχυση και ουσιαστικοποίηση της συλλογικής αυτονομίας , μέσω και της κατοχύρωσης των συνδικαλιστικών ελευθεριών, αποτελεί το αναγκαίο αντίβαρο στην εγγενή ανισότητα των μερών (Α. Καζάκου, Η Διαιτησία Συλλογικών Διαφορών Συμφερόντων κατά το ν. 1876/1990, 1998, σελ. 38, 51 και του ίδιου, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, τ. Ι, 2009, σελ. 42 επ. και ιδίως 46 επ.).

Α. 3. Ο ν. 1876/1990 αποκατέστησε τη συλλογική αυτονομία στις φυσικές της διαστάσεις με τη διαμόρφωση ενός αποκεντρωμένου συστήματος διαπραγματεύσεων και συγχρόνως ενός συστήματος επάλληλης διαπραγμάτευσης σε αντικατάσταση του προϊσχύσαντος συγκεντρωτικού και ιεραρχικά δομημένου συστήματος που είχε καθιερώσει ο νόμος 3239/1955. Ιεραρχική εξάρτηση μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχει, σύμφωνα με το ν. 1876/90, μόνο ανάμεσα στην εθνική γενική ΣΣΕ και τις λοιπές ΣΣΕ, γιατί η πρώτη καθορίζει ελάχιστους όρους εργασίας για όλους τους εργαζόμενους Η ελευθερία διαπραγμάτευσης σε όποιο επίπεδο επιλέγουν ως σκοπιμότερο τα ενδιαφερόμενα μέρη αποτελεί, εκτός όλων των άλλων, μέσο ενδυνάμωσης του κοινωνικού διαλόγου αλλά και συγκεκριμένη επιλογή άσκησης της συλλογικής αυτονομίας.

Παράλληλα το προβάδισμα των κλαδικών έναντι των ομοιοεπαγγελματικών σσε, που εκφράστηκε με την υπερίσχυση των πρώτων έναντι των δεύτερων, σε περίπτωση συρροής, υποβοήθησε την ανάπτυξη των αρχών της αλληλεγγύης, μέσω της δυνατότητας σφαιρικής αντιμετώπισης των θεμάτων της εργασίας χωρίς προσκόλληση σε στενές συντεχνιακές αντιλήψεις (Ι. Κουκιάδη, Εργατικό Δίκαιο Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις , τόμος 2 σελ. 62 επ.).

Στο πλαίσιο αυτό, η υπερίσχυση της επιχειρησιακής ΣΣΕ έναντι της κλαδικής, ανεξάρτητα από το αν είναι ή όχι ευνοϊκότερη, θα διαταράξει το ισχύον ισορροπημένο σύστημα διαπραγματεύσεων του ν. 1876/90 ενώ η επιχειρούμενη ιεράρχηση των ΣΣΕ ουσιαστικά θα μεταθέσει τη διαπραγμάτευση στο χώρο της επιχείρησης, που παραδοσιακά αποτελεί το προνομιακό χώρο δράσης και επιρροής του εργοδότη.

Συγχρόνως θα ευνοήσει τον κατακερματισμό της διαπραγμάτευσης, αφού θα μεταθέσει το κέντρο βάρους από το γενικό κλαδικό στο ειδικό και περιορισμένο πεδίο της επιχείρησης. Αντίθετα θα υποβαθμιστεί η διαπραγμάτευση σε κλαδικό επίπεδο όπου υπάρχει ευρύτερη κοινότητα συμφερόντων και κατά κανόνα αντιμετωπίζονται γενικότερα ζητήματα παραγωγικών τομέων λαμβάνοντας υπόψη τη συνολική εικόνα των πραγμάτων και την κατάσταση του κλάδου για τον οποίο κάθε φορά πρόκειται.

Είναι φανερό ότι δεν πρόκειται μόνο για επιλογή πεδίου διαπραγμάτευσης αλλά και για συγκεκριμένη αποτελεσματική άσκηση συλλογικής αυτονομίας σε κλαδικό επίπεδο. Επομένως, κάθε ρύθμιση που πλήττει την επιλογή κλαδικής διαπραγμάτευσης πλήττει συγχρόνως και τη συλλογική αυτονομία στον πυρήνα της.

Το αποτέλεσμα θα είναι η διαμόρφωση διαφορετικών όρων εργασίας για τους εργαζόμενους του ίδιου κλάδου, ανάλογα με το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων στις επιμέρους επιχειρήσεις. Με τον τρόπο αυτό θα ευνοείται ο εργοδοτικός συνδικαλισμός ενώ η προνομιακή διαμόρφωση των όρων εργασίας σε επιχειρησιακό επίπεδο θα χρησιμοποιείται από τους επιμέρους εργοδότες ως ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, που με βεβαιότητα θα νοθεύσει τον ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων του ίδιου κλάδου και θα μεταθέσει τα βάρη του πολέμου ανταγωνιστικότητας μεταξύ επιχειρήσεων στους εργαζομένους.

Β. 1. Η ανατροπή στο σύστημα των συλλογικών διαπραγματεύσεων δεν παραβιάζει μόνο τη συλλογική αυτονομία, όπως προαναφέραμε, αλλά επιπλέον πλήττει καθοριστικά και τη συνδικαλιστική ελευθερία. Με την προσβολή της συλλογικής αυτονομίας πλήττεται και η συνδικαλιστική ελευθερία, που κατοχυρώνει το άρθρο 23 παρ. 1 του Συντάγματος («το κράτος λαμβάνει τα προσήκοντα μέτρα για τη διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και την ανεμπόδιστη άσκηση των συναφών με αυτή δικαιωμάτων εναντίον κάθε προσβολής τους μέσα στα όρια του νόμου») .

Όπως είναι γνωστό, σκοπός των συνδικαλιστικών οργανώσεων είναι η προαγωγή των εργασιακών, οικονομικών, ασφαλιστικών, κοινωνικών και συνδικαλιστικών συμφερόντων των εργαζομένων (άρθρο 4 ν. 1264/1982). Κορυφαία εκδήλωση άσκησης των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων και ελευθεριών αλλά και υλοποίησης της συνδικαλιστικής δράσης αποτελεί η δυνατότητα των συνδικαλιστικών οργανώσεων για σύναψη συλλογικών συμβάσεων εργασίας και η τήρησή τους από τα αντισυμβαλλόμενα μέρη.

Με άλλα λόγια, το δικαίωμα των ελεύθερων διαπραγματεύσεων με σκοπό την σύναψη συλλογικών συμβάσεων εργασίας ή την έκδοση διαιτητικών αποφάσεων, αποτελεί κύρια εκδήλωση της συνδικαλιστικής ελευθερίας. Η ματαίωση της δυνατότητας να συμφωνούνται ευνοϊκότεροι όροι εργασίας σε κλαδικό επίπεδο και να υπερισχύουν έναντι των δυσμενέστερων όρων επιχειρησιακών ΣΣΕ καταλύει τη συνδικαλιστική ελευθερία των κλαδικών οργανώσεων, οι οποίες και όταν ακόμη συμφωνούν ευνοϊκούς όρους εργασίας δεν θα είναι σε θέση να επιβάλλουν την εφαρμογή τους.

Επιπλέον προσβάλλει και τη συνδικαλιστική ελευθερία των επιχειρησιακών συνδικαλιστικών οργανώσεων, αφού ο εργοδότης θα μπορεί, μέσω της διαπραγμάτευσης σε επίπεδο επιχείρησης, να επιβάλλει ευκολότερα τους όρους του, καθόσον διαθέτει, κατά κανόνα, αυξημένη διαπραγματευτική ισχύ, ενώ έχει στη διάθεσή του και μέσα αθέμιτης πίεσης (κλείσιμο της επιχείρησης, μεταφορά της σε άλλη χώρα, απειλή απολύσεων και εισαγωγής μερικής ή εκ περιτροπής απασχόλησης κ.ο.κ.). Με δεδομένα μάλιστα τα ελλείμματα διαπραγματευτικής ισότητας των μερών των συλλογικών διαφορών στη χώρα μας η συλλογική αυτονομία δεν θα μπορεί να λειτουργήσει ομαλά.

Β. 2. Επιπλέον, η κατά τα παραπάνω δυνατότητα του εργοδότη να επιβάλει ευκολότερα τους όρους εργασίας που επιθυμεί θα οδηγήσει αναπότρεπτα σε χειροτέρευση ή και σε «πάγωμα» των αποδοχών και επομένως σε μείωση του πραγματικού εισοδήματος των εργαζομένων. Συνακόλουθα, αυτό θα έχει ως συνέπεια, μεταξύ άλλων, να αναιρείται και η βιοποριστική λειτουργία του μισθού και κατ επέκταση να πλήττεται η εθνική οικονομία που στηρίζεται στη δυνατότητα κατανάλωσης όλων (Α. Καζάκου Συλλογική αυτονομία , δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία και ΔΟΕ, ΕΕργΔ , 2004, σελ. 457) . Θα έχουμε ακόμη παραβίαση του άρθρου 1 εδ. α΄του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ , για την προστασία της περιουσίας, αφού η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης σε περίπτωση συρροής συλλογικών ρυθμίσεων συνιστά υλοποίηση του κοινωνικού δικαιώματος εργασίας (άρθρο 22 παρ. 1 εδ. α΄ Σ) το οποίο στην προκειμένη περίπτωση προσβάλλεται.

Τέλος, ένα ισορροπημένο σύστημα διαπραγμάτευσης, όπως το ισχύον, προστατεύει και τον υγιή ανταγωνισμό των ελληνικών επιχειρήσεων μεταξύ τους, αφού δεν επιτρέπει την απόκτηση ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος μέσω του ανταγωνισμού συμπίεσης ad infinitum του μισθολογικού κόστους.

Γ. 1. Η επιχειρούμενη ανατροπή στο σύστημα των συλλογικών διαπραγματεύσεων του ν. 1876/90 είναι φανερό ότι δεν σχετίζεται με το δημοσιονομικό μας πρόβλημα. Ούτε το μέτρο συμβάλλει με οποιονδήποτε τρόπο στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας , αφού οι μισθοί στην Ελλάδα, κατά γενική ομολογία, δεν είναι υψηλοί.

Άλλωστε η ανάληψη της σχετικής υποχρέωσης με το επικαιροποιημένο μνημόνιο έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το Σύνταγμα της χώρας μας, το οποίο υπερισχύει του μνημονίου. Στο πλαίσιο αυτό, είναι αυτονόητο ότι με τις προωθούμενες ρυθμίσεις παραβιάζεται και η αρχή της αναλογικότητας και της προσφορότητας των μέτρων, αφού οι προωθούμενες ρυθμίσεις επιφέρουν τροποποιήσεις μόνιμου χαρακτήρα, χωρίς, όπως ήδη αναφέραμε, η έκταση, ένταση και διάρκεια του περιορισμού/κατάλυσης της συλλογικής αυτονομίας να βρίσκεται σε αντιστοιχία με τον επιδιωκόμενο σκοπό, που είναι η λήψη μέτρων δημοσιονομικής πολιτικής για την αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος της χώρας και την εφαρμογή του προγράμματος σταθερότητας της ελληνικής οικονομίας.

Αντίθετα θα οδηγήσουν ευθέως σε συρρίκνωση των μισθών και στο συνακόλουθο περιορισμό της αγοραστικής αξίας τους, πράγμα που δευτερογενώς θα βαθύνει την ύφεση και θα περιορίσει ακόμη περισσότερο τα έσοδα του κράτους.

Γ. 2. Ούτε βέβαια η επίκληση λόγων δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος μπορεί να νομιμοποιήσει την κατάλυση θεμελιωδών διατάξεων του Συντάγματος (απόλυτη προστασία του πυρήνα των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων - άρθρα 22 παρ. 2 και 23 παρ. 1). Αλλά, εντελώς επικουρικά, ακόμη και αν η επίκληση λόγων δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος ήταν βάσιμη, η όποια επέμβαση στη συλλογική αυτονομία, θα έπρεπε να συνιστά μέτρο όλως εξαιρετικό, να μην υπερβαίνει μια εύλογη χρονική περίοδο και να συνοδεύεται από επαρκείς εγγυήσεις για την προστασία του επιπέδου ζωής των εργαζομένων (σχετικό και το πόρισμα της Επιτροπής Συνδικαλιστικής Ελευθερίας που εγκρίθηκε στην 132η σύνοδο του ΔΣ της ΔΟΕ, το Μάρτιο του 1986). Και όλα αυτά ανεξαρτήτως του ότι λόγοι που ανάγονται, γενικώς, σε ταμειακά συμφέροντα (του Δημοσίου ή ιδιωτών) δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τον περιορισμό συνταγματικών δικαιωμάτων σύμφωνα και με την πάγια νομολογία των δικαστηρίων μας.

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως είναι γνωστό, ο δραστικός περιορισμός της συλλογικής αυτονομίας, που φαίνεται ότι προωθείται ως μέτρο μόνιμου χαρακτήρα, συνεπάγεται μείωση ή και πάγωμα των αποδοχών, δεν συνοδεύτηκε από αντίστοιχα μέτρα παγώματος των τιμών, αλλά αντίθετα, μέσω αυξήσεων του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ανάμεσα σε άλλες, αύξηση των τιμών των καταναλωτικών αγαθών, των καυσίμων και των τιμολογίων των υπηρεσιών. Συνακόλουθα, είναι σαφές ότι τα μέτρα που ελήφθησαν είναι μέτρα μονομερούς λιτότητας και δυσανάλογα επαχθή σε βάρος των εργαζομένων.

ΙΙΙ. Συμπεράσματα.

Η επέμβαση στο σύστημα των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων που καθιέρωσε επί είκοσι συνεχή χρόνια εφαρμογής του ο ν. 1876/90, σύμφωνα με τους όρους του επικαιροποιημένου μνημονίου, θα καταλύσει το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της συλλογικής αυτονομίας. Επιπλέον θα επιφέρει πλήγμα στην άσκηση της συνδικαλιστικής ελευθερίας των συνδικαλιστικών οργανώσεων, ενισχύοντας την διαπραγματευτική ανισότητα προς όφελος των εργοδοτών.

Η συνακόλουθη υποβάθμιση του επιπέδου προστασίας των εργαζομένων μέσω της αναμενόμενης χειροτέρευσης των όρων εργασίας τους θα οδηγήσει αναπόδραστα στην περαιτέρω απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και στη διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής, θέτοντας ευθέως σε αμφισβήτηση την αποτελεσματικότητα των μέτρων.

Τα μέτρα αυτά σε συνδυασμό και με τις υπόλοιπες ρυθμίσεις που έχουν ή πρόκειται να υλοποιηθούν (μείωση της αποζημίωσης απόλυσης μέσω της μείωσης του χρόνου προειδοποίησης, αύξηση του ορίου των ομαδικών απολύσεων, προωθούμενη μείωση υπερωριακών αμοιβών, ενισχυμένη ευελιξία στη διαχείριση των ωρών εργασίας, γενίκευση της χρήσης συμβάσεων προσωρινής και μερικής απασχόλησης) συνθέτουν ένα τοπίο συνολικής απορρύθμισης της αγοράς εργασίας, ενώ η έλλειψη αναγκαιότητας και προσφορότητας των μέτρων, πέραν της προφανούς αντισυνταγματικότητάς τους, τα καθιστά ακόμη πιο άδικα κοινωνικά.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

v
Απόρρητο