Μετοχές οι οποίες θα αγοραστούν μετά την 1η Απριλίου 2009 αφορά η φορολόγηση της υπεραξίας με συντελεστή 10%, ενώ κατά την πώληση μετοχών των οποίων η αγορά έγινε σε προγενέστερο χρόνο θα εξακολουθεί να επιβάλλεται φόρος 1,5 τοις χιλίοις.
Αυτό ξεκαθαρίζει με σχετική εγκύκλιό του το υπουργείο Οικονομικών, στην οποία περιγράφεται παράλληλα βήμα προς βήμα, η διαδικασία επιβολής και απόδοσης του νέου φόρου.
Με τον τελευταίο φορολογικό νόμο επιβάλλεται αυτοτελής φορολόγηση με συντελεστή 10% στα κέρδη που αποκτούν φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις οποιασδήποτε μορφής που τηρούν βιβλία Α΄ ή Β΄ κατηγορίας του ΚΒΣ ή ξένες επιχειρήσεις που δεν έχουν μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα, από την πώληση μετοχών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών (Χ.Α.).
Ο φόρος αφορά και στις μεγάλες επιχειρήσεις με βιβλία Γ΄ κατηγορίας, με ουσιαστικές διαφοροποιήσεις όμως ως προς την αποτύπωση κερδών και ζημιών στον ισολογισμό και τον προσδιορισμό του κόστους κτήσης των μετοχών.
Αρχικά, ο φόρος προβλεπόταν να επιβληθεί από την 1η Ιανουαρίου, μετατέθηκε όμως για την 1η Απριλίου. Έτσι, αν οι πωλούμενες μετοχές έχουν αποκτηθεί μέχρι και την 31 Μαρτίου 2009, κατά την πώλησή τους δεν επιβάλλεται ο φόρος υπεραξίας. Για τις μεταβιβάσεις των μετοχών αυτών οφείλεται φόρος 1,5‰ επί της αξίας πωλήσεώς τους.
Σε περίπτωση που έχουν αποκτηθεί μετοχές της ίδιας εταιρίας πριν και μετά την 1η/4/2009, θεωρείται ότι η πώλησή τους λαμβάνει χώρα με τη χρονολογική σειρά που αποκτήθηκαν. Κατά συνέπεια, μέχρι την εξάντληση των μετοχών που έχουν αποκτηθεί πριν από την 1/4/2009 οφείλεται φόρος συναλλαγών (1,5‰) και στη συνέχεια για τις υπόλοιπες που αποκτώνται από τον ως άνω χρόνο και μετά επιβάλλεται φόρος υπεραξίας (10%).
Φόρος και στις "κληρονομούμενες" μετοχές
Για την επιβολή του φόρου 10% επί της υπεραξίας δεν ερευνάται ο τρόπος απόκτησης των μετοχών, καθόσον ο νόμος αναφέρεται σε μετοχές που αποκτώνται και όχι μόνο σε αυτές που έχουν αποκτηθεί με επαχθή αιτία.
Επομένως, και όταν οι μετοχές έχουν αποκτηθεί από την 1η/ 4/2009 και έπειτα από χαριστική αιτία, κληρονομιά κ.λπ. και στη συνέχεια πωλούνται, οφείλεται φόρος 10% επί της υπεραξίας που προκύπτει. Αντίθετα, δεν οφείλεται φόρος για τις λοιπές συναλλαγές επί μετοχών κατά τις οποίες δεν λαμβάνει χώρα πώληση (π.χ. μεταφορά μετοχών του ίδιου δικαιούχου από χειριστή σε χειριστή, σύσταση ενεχύρου επί μετοχών, δανεισμός μετοχών).
Κόστος κτήσης
Για τον υπολογισμό της υπεραξίας, ως κόστος κτήσης των μετοχών λαμβάνεται η μέση τιμή απόκτησής τους. Παρά το γεγονός ότι δεν ορίζεται ρητά στον νόμο, η μέση τιμή απόκτησης αναφέρεται σε μετοχές της ίδιας εταιρίας, αναφέρεται στην εγκύκλιο.
Επίσης, επειδή δεν προβλέπεται ρητά απαλλαγή από τον φόρο υπεραξίας για τις εισηγμένες στο Χ.Α. μετοχές που μεταβιβάζονται χωρίς τη μεσολάβηση "χειριστή" συνάγεται από τις υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών ότι και για την υπεραξία που προκύπτει από τις μεταβιβαζόμενες με τον τρόπο αυτόν μετοχές που θα αποκτηθούν από την 1/4/2009 και μετά, οφείλεται φόρος υπεραξίας 10%.
Επειδή στον νόμο δεν αναφέρεται τρόπος σχετικά με τον υπολογισμό της υπεραξίας, στην περίπτωση αυτή για λόγους ενιαίας αντιμετώπισης με την εγκύκλιο του υπουργείου Οικονομικών γίνονται δεκτά τα εξής:
α) Ως έσοδο λαμβάνεται αυτό που προκύπτει βάσει της τιμής κλεισίματος της μετοχής, εκτός αν δηλώνεται τιμή μεγαλύτερη, οπότε λαμβάνεται η δεύτερη.
β) Ως κόστος απόκτησης λαμβάνεται αυτό που προκύπτει με βάση την τιμή κλεισίματος της μετοχής κατά την ημέρα αγοράς, αν η αγορά τους έγινε χωρίς τη μεσολάβηση χειριστή. Στην περίπτωση αυτή, ο δικαιούχος του εισοδήματος (φυσικό πρόσωπο ή επιχείρηση) έχει την υποχρέωση να καταβάλει ο ίδιος το ποσό του οφειλόμενου φόρου στην ΕΧΑΕ, η οποία στη συνέχεια θα τον αποδώσει στο Δημόσιο.
Stock οptions
Η αυτοτελής φορολογία 10% ισχύει και κατά την πώληση εισηγμένων μετοχών που αποκτώνται μέσω προγραμμάτων stock options από μέλη διοικητικού συμβουλίου ελληνικής ανώνυμης εταιρίας ή από το προσωπικό, καθώς και από το προσωπικό ή από στελέχη υποκαταστήματος ξένης εταιρίας που λειτουργεί στην Ελλάδα. Στην περίπτωση αυτή, για τον προσδιορισμό του κέρδους, ως τιμή κτήσης λαμβάνεται η χρηματιστηριακή τιμή των μετοχών κατά τον χρόνο χορήγησης του δικαιώματος.
Ο φόρος που βαρύνει τον πωλητή των μετοχών αποδίδεται από την Ελληνικά Χρηματιστήρια Α.Ε. εφάπαξ με δήλωση που υποβάλλεται στη ΔΟΥ ΦΑΕΕ Αθηνών, μέχρι το τέλος του πρώτου δεκαπενθημέρου μετά το κλείσιμο κάθε ημερολογιακού τριμήνου για τις πωλήσεις μετοχών που ενεργήθηκαν μέσα σε αυτό.
Όταν ο πωλητής είναι κάτοικος χώρας με την οποία υπάρχει σύμβαση για την αποφυγή της διπλής φορολογίας, δεν επιβάλλεται φόρος υπεραξίας.
Πώς γίνεται ο συμψηφισμός ζημιών
Όταν από την πώληση μετοχών προκύπτει ζημία, αυτή συμψηφίζεται με τα κέρδη που προέκυψαν κατά το ίδιο έτος (ημερολογιακό). Για τον λόγο αυτόν, προβλέπεται ότι ο πωλητής των μετοχών υποχρεούται να υποβάλει στη ΔΟΥ που ανήκει ιδιαίτερη δήλωση επιστροφής φόρου εντός της αποκλειστικής προθεσμίας των τριών μηνών από τη λήξη κάθε έτους για τις συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν εντός αυτού, προκειμένου να του επιστραφεί ολόκληρο το ποσό του παρακρατηθέντος φόρου (όταν το τελικό αποτέλεσμα είναι ζημία) ή μέρος αυτού, κατά περίπτωση. Επομένως, αν η αίτηση υποβληθεί μετά την παρέλευση του τριμήνου, αυτή δεν λαμβάνεται υπόψη και δεν επιστρέφεται κανένα ποσό φόρου.
Η ΕΧΑΕ υποχρεούται να χορηγεί μέχρι το τέλος του μηνός Φεβρουαρίου βεβαίωση προς τους επενδυτές, στην οποία θα αναγράφεται το ποσό της υπεραξίας καθώς και της ζημίας που προέκυψε από την πώληση των μετοχών όλων των εταιριών, το τελικό αποτέλεσμα, καθώς και το ποσό φόρου 10% που παρακρατήθηκε, προκειμένου στη συνέχεια ο φορολογούμενος να υποβάλει στη ΔΟΥ που ανήκει την πιο πάνω δήλωση και να ζητήσει την επιστροφή του φόρου που καταβλήθηκε επιπλέον.
Η εν λόγω βεβαίωση μπορεί να χρησιμοποιείται από τον φορολογούμενο για τις ανάγκες υποβολής της ετήσιας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος (π.χ. για λόγους κάλυψης τεκμηρίων κ.λπ.). Για τον σκοπό αυτό μπορεί να χρησιμοποιείται αντίγραφο νόμιμα επικυρωμένο.
Μεγάλες επιχειρήσεις - ειδικό αποθεματικό
Η φορολόγηση της υπεραξίας αφορά και στις μεγάλες επιχειρήσεις οι οποίες τηρούν υποχρεωτικά ή προαιρετικά βιβλία Γ΄ κατηγορίας του ΚΒΣ και πάντα για μετοχές που θα αποκτηθούν από την 1η Απριλίου 2009 και μετά.
Για αυτές που θα αποκτηθούν μέχρι και την 31 Μαρτίου 2009 η υπεραξία απαλλάσσεται της φορολογίας με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στις σχετικές διατάξεις του κώδικα φορολογίας εισοδήματος (εμφάνιση σε λογαριασμό ειδικού αποθεματικού κ.λπ.). Επί της αξίας των πωλουμένων αυτών μετοχών εξακολουθεί να ισχύει η επιβολή του φόρου 1,5‰.
Τα κέρδη από την πώληση των εισηγμένων στο Χ.Α. μετοχών εμφανίζονται σε λογαριασμό ειδικού αποθεματικού. Επειδή όμως οι ισολογισμοί των επιχειρήσεων και ιδιαίτερα των ανωνύμων εταιριών, ΕΠΕ, δημόσιων επιχειρήσεων κ.λπ. πρέπει να απεικονίζουν την πραγματική εικόνα τους και επιπλέον επειδή η αποτίμηση των μετοχών που κατέχουν στο χαρτοφυλάκιό τους γίνεται με βάση τις διατάξεις του ΚΒΣ, που επηρεάζει στη συνέχεια το ύψος της υπεραξίας (κέρδος) που προκύπτει από την πώληση των μετοχών αυτών, με την εγκύκλιο του υπουργείου Οικονομικών γίνεται δεκτό ότι στον λογαριασμό του ειδικού αποθεματικού που προβλέπει ο νόμος πρέπει να εμφανίζονται τα πραγματικά κέρδη που αποκτούν οι επιχειρήσεις λαμβάνοντας υπόψη το πραγματικό κόστος απόκτησής τους και όχι τη μέση τιμή στην οποία αποκτήθηκαν.
Σε περίπτωση μεταγενέστερης διανομής ή κεφαλαιοποίησης του υπόψη αποθεματικού από ανώνυμη εταιρία, ΕΠΕ, συνεταιρισμό κ.λπ. τα κέρδη φορολογούνται σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις και από τον οφειλόμενο φόρο εκπίπτει ο φόρος 10% που ήδη καταβλήθηκε κατά την πώληση.
Τυχόν ζημία που θα προκύψει μέσα στην ίδια διαχειριστική χρήση από πώληση εισηγμένων στο Χ.Α. μετοχών (που έχουν αγοραστεί από την 1η/4/2009 και μετά) δεν συμψηφίζεται με τα κέρδη από την ίδια αιτία.
Η ζημία που προκύπτει σε κάθε χρήση μεταφέρεται προκειμένου να συμψηφιστεί στο αφορολόγητο αποθεματικό της παραγράφου 1 του άρθρου 38 του ΚΦΕ στον οποίο εμφανίζονται κέρδη από την πώληση μετοχών που έχουν απαλλαγεί από τον φόρο εισοδήματος, γιατί είχαν αποκτηθεί πριν από την 1η/4/2009 και σε περίπτωση που αυτό δεν επαρκεί ή δεν υφίσταται, εμφανίζεται σε ειδικό λογαριασμό και δεν εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης. Το ποσό αυτό συμψηφίζεται με κέρδη που τυχόν θα προκύψουν στο μέλλον από πώληση μετοχών εισηγμένων στο Χ.Α.
Μερίσματα
Με τις νέες διατάξεις του τελευταίου φορολογικού νόμου επιβάλλεται παρακράτηση φόρου με συντελεστή 10% στα κέρδη που διανέμουν οι ελληνικές ανώνυμες εταιρίες με οποιαδήποτε μορφή.
Δηλαδή στις εκτός μισθού αμοιβές και στα ποσοστά που καταβάλλουν στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, σε διευθυντές και στο εργατοϋπαλληλικό προσωπικό, καθώς και στα μερίσματα ή προμερίσματα που καταβάλλουν σε ημεδαπά και αλλοδαπά φυσικά ή νομικά πρόσωπα, σε ενώσεις προσώπων ή σε ομάδες περιουσίας, ανεξάρτητα αν η καταβολή των εν λόγω εισοδημάτων γίνεται με τη μορφή μετρητών ή μετοχών.
Κατά συνέπεια, αν η διανομή μερισμάτων στους μετόχους γίνεται με τη μορφή μετοχών αντί της καταβολής μετρητών, η εταιρία έχει υποχρέωση για παρακράτηση φόρου με συντελεστή 10%. Διευκρινίζεται ότι παρακράτηση φόρου 10% ενεργείται και όταν δικαιούχος των μερισμάτων είναι το ελληνικό δημόσιο ή οποιοδήποτε άλλο νομικό πρόσωπο με εξαίρεση αυτά που αναφέρονται πιο κάτω. Η ίδια υποχρέωση υπάρχει και όταν χορηγεί στο εργατοϋπαλληλικό προσωπικό της κέρδη με τη μορφή μετοχών, με τη διαδικασία του π.δ. 30/1988 ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο.
Επειδή με τις διατάξεις της παρ. 14 του άρθρου αυτού ορίζεται ότι οι υπόψη διατάξεις έχουν εφαρμογή για διανεμόμενα κέρδη που εγκρίνονται από γενικές συνελεύσεις από την 1η/1/2009 και μετά, συνάγεται ότι σε παρακράτηση φόρου υπόκεινται και τα κέρδη ή αποθεματικά παρελθουσών χρήσεων που διανέμονται ή κεφαλαιοποιούνται με απόφαση της γενικής συνέλευσης που λαμβάνεται από την 1η Ιανουαρίου 2009 και μετά.
Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι σύμφωνα με την 950/1977 γνωμοδότηση της ολομέλειας του ΝΣΚ, που έχει γίνει αποδεκτή από τη διοίκηση, όταν η έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων αποφασίζει τη διανομή ή κεφαλαιοποίηση έκτακτων αποθεματικών παλαιότερων εταιρικών χρήσεων, χρόνος κτήσης του εισοδήματος από τους μετόχους είναι ο χρόνος κατά τον οποίο η τακτική γενική συνέλευση των μετόχων επικυρώνει, είτε ρητά είτε έμμεσα, την απόφαση της έκτακτης γενικής συνέλευσης για διανομή ή κεφαλαιοποίηση του αποθεματικού αυτού (Ε. 1058/288/ΠΟΛ.13/1978).
Επομένως, αν εντός του έτους 2008, μετά την τακτική γενική συνέλευση που ενέκρινε τα αποτελέσματα της διαχ. περιόδου 2007, διανεμήθηκαν (ή κεφαλαιοποιήθηκαν) με απόφαση έκτακτης γενικής συνέλευσης μερίσματα τα οποία προέρχονται από κέρδη παρελθουσών χρήσεων, αυτά υπόκεινται στην αυτοτελή φορολόγηση 10%, καθόσον χρόνος απόκτησής τους είναι ο χρόνος απόφασης από την τακτική γενική συνέλευση που θα εγκρίνει τις οικονομικές καταστάσεις της 31ης/12/2008, η οποία κατ’ ανάγκην συνέρχεται από την 1η/1/2009 και μετά.
Επειδή όμως ενδέχεται η διανομή (ή κεφαλαιοποίηση) να έχει γίνει πριν από την ψήφιση του Ν. 3697/2008, δηλαδή σε χρόνο κατά τον οποίο για τις ανώνυμες εταιρίες που διένειμαν αυτά, δεν υπήρχε υποχρέωση βάσει νόμου ή διαταγής της διοίκησης, για παρακράτηση φόρου, με την παρούσα γίνεται δεκτό ότι οι διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν έχουν εφαρμογή για τα μερίσματα που διανεμήθηκαν από τα κέρδη παρελθουσών χρήσεων μέχρι την προηγούμενη ημέρα από αυτή που δημοσιεύτηκε ο νόμος (δηλαδή μέχρι και τις 24/9/2008), καθόσον σε αντίθετη περίπτωση ο φόρος θα έπρεπε να βαρύνει τις εταιρίες και μάλιστα χωρίς δυνατότητα έκπτωσης από τα ακαθάριστα έσοδά τους.
Τα ίδια ισχύουν και για τα κέρδη παρελθουσών χρήσεων τα οποία κεφαλαιοποιήθηκαν με απόφαση έκτακτης γενικής συνέλευσης μέχρι τις 24/9/2008.
Τα ανωτέρω θα πρέπει να επιβεβαιώνονται και με επίσημα στοιχεία (τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας που προβλέπονται από τον Κ.Ν. 2190/1920, όπως δημοσίευση της πρόσκλησης στο τεύχος Α.Ε. και ΕΠΕ, σε πολιτική ή οικονομική εφημερίδα, επίδοση της πρόσκλησης με συστημένη επιστολή, υποβολή πρακτικών στη νομαρχία κ.λπ.).
Επίσης, όλα όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω δεν έχουν εφαρμογή για κεφαλαιοποιήσεις αποθεματικού υπέρ το άρτιον, καθόσον ο νόμος αναφέρεται ρητά σε αποθεματικά που προέρχονται από κέρδη, ενώ όπως είναι γνωστό η κεφαλαιοποίηση του αποθεματικού αυτού δεν συνιστά εισόδημα για τον μέτοχο.