H πρόσφατη αναθεώρηση εκτιμήσεων για το τρέχον έτος από την Τράπεζα της Ελλάδος ήρθε να περιορίσει έτι περαιτέρω την αισιοδοξία σε ό,τι αφορά τη διαμόρφωση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος στο προσεχές διάστημα και ακολούθως τις προσδοκίες για χώρο διεύρυνσης των παροχών, ενόψει και του πιθανού ενδεχόμενου πρόωρων εκλογών.
Δεν είναι όμως μόνο η μείωση της εκτίμησης για αύξηση του ΑΕΠ 2022 από το 3,8%, στο 3,2%, είναι και το «κακό» σενάριο που επίσης περιγράφει η TτΕ. Το οποίο προβλέπει ανάπτυξη 1,8% το τρέχον έτος και μόλις 0,3% το επόμενο, αν συνεχιστεί ως τότε (το 2023) ο πόλεμος στην Ουκρανία και σταματήσει η ροή φυσικού αερίου προς την Ευρώπη. Ενδεχόμενα που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν σήμερα ως απίθανα.
Δεν μπορεί να μην επισημανθεί και η αναφορά της TτΕ ότι «σε περίπτωση ταχείας και έντονης αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής λόγω υψηλότερου του αναμενομένου πληθωρισμού ή/και μιας περαιτέρω επιδείνωσης της εμπιστοσύνης και κάμψης της δραστηριότητας στους βασικούς εμπορικούς εταίρους, θα μπορούσαν να παρατηρηθούν φαινόμενα στασιμοπληθωρισμού στην ελληνική οικονομία».
Εν ολίγοις, η διεθνής συγκυρία, για μια ακόμη φορά δεν βοηθά την Ελλάδα, που πασχίζει να περάσει σε περιβάλλον σταθερά έντονης ανάπτυξης, μετά από υπερδεκαετές διάστημα κρίσεων. Τα θετικά στοιχεία των πρώτων μηνών του τρέχοντος έτους, αλλά και η ισχυρή τουριστική κίνηση του καλοκαιριού, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι εγγυώνται τη συνέχεια, καθώς το παγκόσμιο περιβάλλον, με πολύ μεγαλύτερη έμφαση στην Ευρώπη, εισέρχεται σε περίοδο υψηλής αβεβαιότητας λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, χωρίς ακόμη να έχουν ξεπεραστεί οι παρενέργειες της πανδημίας.
Το χειρότερο είναι πως σχεδόν ουδείς αναμένει πλέον τερματισμό του πολέμου σε σύντομο χρονικό διάστημα, ενώ αρκετοί, ανάμεσά τους και ο υπογράφων, προβλέπουν μια μόνιμη αλλαγή του παγκόσμιου περιβάλλοντος, σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες, πυροδοτούμενη από τον ανταγωνισμό και τις διενέξεις των υπερδυνάμεων ΗΠΑ-Ρωσίας-Κίνας.
Διακεκριμένοι αναλυτές μιλούν ήδη για σημαντικό πλήγμα στη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης όπως την ξέραμε, για περιορισμό του ελεύθερου διεθνούς εμπορίου και για μονιμότερη άνοδο στις τιμές διαφόρων πρώτων υλών, περιλαμβανομένης και της ενέργειας, ενώ με καθυστέρηση πολλών μηνών, σχεδόν ενός έτους, οι κεντρικοί τραπεζίτες της Δύσης που αρχικά θεώρησαν ότι ο πληθωρισμός θα είναι «προσωρινό φαινόμενο», προειδοποιούν τώρα ότι η περίοδος χαμηλών επιτοκίων και ανώδυνου πληθωρισμού μάλλον έχει τελειώσει.
Και αν η συνεχιζόμενη ακρίβεια είναι εξαιρετικά σημαντικό στοιχείο για τη μελλοντική διαμόρφωση της κατανάλωσης (σ.σ. η οποία παραμένει ισχυρή ως τώρα κυρίως λόγω της στέρησης -και της αποταμίευσης- που προκάλεσαν τα λοκντάουν της πανδημίας), τη διατήρηση του βιοτικού επιπέδου και την κοινωνική συνοχή, η αύξηση των επιτοκίων για μια χώρα όπως η Ελλάδα εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους σε δύο ακόμη κύρια μέτωπα.
Το πρώτο αφορά το χρέος και τα δημοσιονομικά πλεονάσματα, καθώς η υπόσχεση της ΕΚΤ για προστασία του ευάλωτου Νότου (κυρίως Ιταλία και Ελλάδα) από τις επιπτώσεις στα κρατικά ομόλογα συνοδεύτηκε από προειδοποίηση ότι θα πρέπει να μην ξεφύγει στις χώρες που θα ευργετηθούν ο δημοσιονομικός έλεγχος. Και ο νοών νοείτω.
Το δεύτερο μέτωπο αφορά το κόστος του χρήματος στον ιδιωτικό τομέα, καθώς λόγω χώρας αλλά και μικρού συγκριτικά μεγέθους επιχειρήσεων, η ελληνική επιχειρηματικότητα υποφέρει σταθερά από τη συγκεκριμένη «αχίλλειο πτέρνα». Κι όσο ανεβαίνουν τα επιτόκια, ενώ παράλληλα ανεβαίνει και το κόστος της πλειονότητας των υλικών, τόσο περιορίζεται η διάθεση για ρίσκο και επενδύσεις.
Οι ευκαιρίες της νέας περιόδου
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι όλα είναι «μαύρα», ιδίως στη χώρα μας, που ξεκινά με πολύ χαμηλότερο πήχη σε σχέση με τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, αφού στην Ελλάδα το ελατήριο της οικονομίας παραμένει πιεσμένο από τα όσα προηγήθηκαν. Άλλωστε ανακατατάξεις όπως αυτές που αναμένονται, εκτός από προβλήματα, δημιουργούν και ευκαιρίες.
Η Ελλάδα έχει διαλέξει ξεκάθαρα στρατόπεδο στην παγκόσμια διένεξη που εκτυλίσσεται, κάτι που σημαίνει ότι θα μπορούσε δυνητικά να ωφεληθεί από διαδικασίες τύπου “friend-shoring” (σε αντιδιαστολή με το offshoring), δηλαδή επενδύσεις και μεταφορά δραστηριοτήτων από μεγάλες χώρες της Δύσης σε φιλικές/συμμαχικές χώρες, αντί σε χώρες με κυριότερο προσόν τα χαμηλότερα κόστη, όπως και από την υποκατάσταση προϊόντων που σήμερα είτε προέρχονται από «μη φιλικές» ή ασταθείς χώρες πολύ χαμηλού κόστους είτε διανύουν πολύ μεγάλες αποστάσεις για να φτάσουν στον προορισμό τους.
Το Ταμείο Ανάκαμψης λειτουργεί ακόμη στα πρώτα του στάδια, οπότε η θετική επίπτωσή του θα έρθει στο προσεχές μέλλον, ενώ δεν αποκλείεται να προκύψουν και νέα προγράμματα για τις πιο ευάλωτες χώρες. Παράλληλα η επώδυνη διαπίστωση ότι για να φτάσουμε στην καθαρή ενέργεια, πρέπει να περάσουμε με ασφάλεια τα ενδιάμεσα στάδια, φαίνεται να αναζωογονεί τις ελληνικές προοπτικές στον συγκεκριμένο τομέα. Ο τουρισμός θα συνεχίσει να αποτελεί στυλοβάτη της οικονομίας, με την εξαίρεση περαιτέρω σοβαρών γεωπολιτικών απροόπτων.
Εντούτοις, οι δυσκολίες που αναπόφευκτα θα βρεθούν μπροστά μας βραχυπρόθεσμα είναι μεγάλες. Κάτι που φαίνεται να γνωρίζει και η κυβέρνηση, αφού βαδίζει ολοταχώς σε πρόωρες εκλογές, ελπίζοντας ότι έτσι θα εξασφαλίσει έγκαιρα μια νέα τετραετία.
Σε κάθε περίπτωση, πολλά θα κριθούν από την ευελιξία του ιδιωτικού τομέα, τη συνεχιζόμενη ικανότητα των επιχειρήσεων να κινούνται αποτελεσματικά σε συνθήκες αβεβαιότητας, αλλά και τη στρατηγική της όποιας κυβέρνησης, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις και αξιοποιηθούν οι ευκαιρίες που θα προκύψουν. Όλα αυτά, σε ένα περιβάλλον που δεν αποκλείεται να εμπεριέχει ακόμη μεγαλύτερες κοινωνικές δυσκολίες, από τον ερχόμενο χειμώνα, με επακόλουθες πολιτικές αναταράξεις.