Λέγεται, και έχει λάβει σχεδόν τις διαστάσεις μύθου, ότι οι μεγάλες πολιτικές φυσιογνωμίες που έβαλαν τα θεμέλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σχηματίζοντας τους πρώτους μηχανισμούς της, αναγνώρισαν τα ελαττώματα μιας ημιτελούς ένωσης, πίστευαν όμως ότι μια σημαντική κρίση στο μέλλον θα διευκόλυνε πολιτικά την ολοκλήρωσή της, δίνοντας σάρκα και οστά στο όνειρό τους.
Η πρώτη μεγάλη κρίση ήταν η κρίση χρέους και αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, έδωσε μια μικρή έστω ώθηση στις διαδικασίες (οικονομικής-τραπεζικής) ολοκλήρωσης, παρότι στο εσωτερικό διαφόρων χωρών- μελών, το αποτέλεσμα ήταν να ενισχυθούν πολιτικά φυγόκεντρες δυνάμεις.
Η πανδημία ήταν η επόμενη -και πολύ σημαντική- κρίση. Αντιμετωπίζοντας την πανδημία, η Ευρώπη έκανε μερικά ακόμη σημαντικά βήματα.
Το ένα ήταν βεβαίως η από κοινού αγορά των εμβολίων, που επέτρεψε την οργανωμένη και έγκαιρη παροχή τους, με ισότητα ανάμεσα στα κράτη-μέλη και απέτρεψε την εκδήλωση ανταγωνισμών για το ποιος θα εξασφαλίσει πρώτος τις ποσότητες που χρειαζόταν, εις βάρος κάποιων άλλων.
Το δεύτερο (που αφορά και τον ολοένα αυξανόμενο κίνδυνο της κλιματικής αλλαγής) ήταν η συγκρότηση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης και μάλιστα με την έκδοση ομολόγων που κάλλιστα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «ευρωομόλογα», με αποτέλεσμα να σπάσει ένα «ταμπού» των Βόρειων κρατών, που κρατά δεκαετίες. Ωστόσο, από την ώρα που έκλεισε η συμφωνία αυτή, ήταν ξεκάθαρο ότι η υπόθεση του Ταμείου θα είχε ημερομηνία λήξης και ότι δεν επρόκειτο να επαναληφθεί.
Η νέα απροσδόκητη κρίση ασφάλειας
Εντούτοις, οι κρίσεις δεν φαίνεται να σταματούν. Σειρά έχει πάρει η κρίση ασφάλειας, μια καθαρόαιμη «αμυντική» κρίση, ιστορικών διαστάσεων. Την οποία φέρεται να είχαν περισσότερο στο νου τους οι ιδρυτές της Ένωσης, όταν έλεγαν πως μια κρίση θα επιτρέψει την ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προσδίδοντάς της συν τοις άλλοις και αμυντικό-διπλωματικό χαρακτήρα, όπως είχε συμβεί υπό μια έννοια και στην περίπτωση των Ηνωμένων Πολιτειών, τον 19ο αιώνα.
Από πολλές πλευρές, αυτή η κρίση είναι και η πιο σύνθετη. Δεν αφορά μόνο τις ενέργειες της Ρωσίας αλλά και τη στάση που θα κρατήσει, τα συμπεράσματα που θα βγάλει, η δεύτερη μεγαλύτερη δύναμη του κόσμου, η Κίνα. Είναι επίσης μια κρίση που επιδεινώνει την πληθωριστική πίεση, μέσω της ενέργειας και της ευρύτερης αναταραχής στις αγορές εμπορευμάτων που προκαλεί ο πόλεμος στην Ουκρανία και ο αποκλεισμός της Ρωσίας από το διεθνές σύστημα, δημιουργεί έντονες πιέσεις στο βιοτικό επίπεδο των κατοίκων της Ευρώπης (που πρέπει να αντιμετωπιστούν, διότι υποσκάπτουν το πολιτικό κλίμα), απαιτεί πιθανότατα νέες δαπάνες από τα κράτη για αμυντικούς σκοπούς, ενώ ουδείς μπορεί να προβλέψει ποια θα είναι η επόμενη μέρα της.
Το χειρότερο όμως είναι ότι έρχεται σε μια στιγμή που μια σειρά από ευρωπαϊκά κράτη -όχι μόνο τα μικρότερα σε μέγεθος και επιρροή αλλά και κράτη που συγκροτούν τον πυρήνα της Ένωσης- κουβαλούν ήδη μεγάλο βάρος κρατικών χρεών.
Προφανώς το μεγαλύτερο πρόβλημα το έχει η χώρα μας, καθώς το ελληνικό χρέος σκαρφάλωσε στο γ' τρίμηνο του 2021 στο 200% του ΑΕΠ, όμως σε πολύ δύσκολη θέση βρίσκονται ακόμη η Ιταλία (155%), η Πορτογαλία (130%), η Ισπανία (122%), ενώ ακόμη και η Γαλλία, ο δεύτερος μεγάλος παίκτης της ΕΕ και η μόνη χώρα της που διαθέτει πυρηνικά όπλα και ισχυρές Ένοπλες Δυνάμεις, επιβαρύνεται με χρέος που φτάνει στο 118% του ΑΕΠ.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι αριθμοί αυτοί προέκυψαν μετά την πιο έντονη φάση της πανδημίας, το 2020-21, όταν τα λοκντάουν διατάραξαν το διεθνές και εθνικό εμπόριο, την παραγωγή και δημιούργησαν μεγάλες ανάγκες ενίσχυσης των πολιτών. Η Ελλάδα είδε το χρέος της να αυξάνεται από 180% το 2019 σε 200% του ΑΕΠ το γ' τρίμηνο του 2021, καθώς και το ακαθάριστο εθνικό προϊόν κατέρρευσε το 2020 υπό την πίεση της πανδημίας.
Το ίδιο συνέβη και στις άλλες χώρες. Ενδεικτικά, στην Ιταλία η αύξηση για το ίδιο διάστημα ήταν από 134% σε 155%, στη Γαλλία από 97,5% σε 118%.
Η ανάληψη κοινού ευρωπαϊκού χρέους έρχεται ξανά στο προσκήνιο
Υπό αυτές τις συνθήκες, με την απειλή του πληθωρισμού, των υψηλότερων επιτοκίων και του περιορισμού της ανάπτυξης, η ικανότητα πολλών κρατών-μελών της ΕΕ, μεταξύ αυτών και της Ελλάδας, να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις της κλιματικής αλλαγής, του αμυντικού αναπροσανατολισμού, των πιθανώς επερχόμενων διαταραχών στη διεθνή κυκλοφορία χρήματος και αγαθών, αλλά και της αποτελεσματικής προστασίας του βιοτικού επιπέδου των πολιτών τους, φαντάζει έως και αδύνατη.
Για αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι πλέον απαραίτητη η εκ νέου λήψη αποφάσεων ιστορικής σημασίας, όπως η ανάληψη κοινού χρέους, στο όνομα της Ένωσης, σε συνδυασμό με τη λήψη μέτρων πολιτικής και την ανάδειξη οργάνων που θα αρχίσουν να αποτυπώνουν μια κοινή αμυντική και εξωτερική στρατηγική κατεύθυνση.
Τυχόν εξαίρεση των τομέων της ενέργειας και της άμυνας από τις απαιτήσεις του συμφώνου σταθερότητας, παρότι είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, δεν αποτελεί επαρκές μέτρο αλλά… ασπιρίνη. Οι δαπάνες είναι πραγματικές και τα χρέη που δημιουργούν θα πρέπει να εξυπηρετηθούν, είτε περιλαμβάνονται στο σύμφωνο σταθερότητας είτε όχι. Αυτό δεν το ξεχνούν οι εκάστοτε εθνικές κυβερνήσεις.
Όπως δεν ξεχνούν ότι στις δημοκρατίες, αν ο πληθυσμός αρχίσει να υποφέρει εξαιτίας εξωτερικών γεγονότων, δεν θα πάνε να ζητήσουν τον «λογαριασμό» από τον Πούτιν αλλά από την κυβέρνηση που εξέλεξαν. Και συνάμα, ότι η υποστήριξη για πολιτικά ή και στρατιωτικά γεγονότα που επιφανειακά δεν τους αφορούν άμεσα, μπορεί να αρχίσει να κλονίζεται.
Ώρα για χειραφέτηση της Ευρώπης
Στην πραγματικότητα βέβαια, όσα συμβαίνουν μας αφορούν άμεσα. Ο πλανήτης αλλάζει μπροστά στα μάτια μας, καθώς τα συμφέροντα των υπερδυνάμεων, των ΗΠΑ, της Ρωσίας και της Κίνας, βρίσκονται σε τροχιά σύγκρουσης. Και ο υπόλοιπος κόσμος (κι εδώ δεν εννοούμε την Ευρώπη, αλλά την Ινδία, τη Βραζιλία, τη Μέση Ανατολή, κ.α.) παρακολουθεί και επεξεργάζεται πώς θα κινηθεί σε ένα πεδίο που θέτει υπό αμφισβήτηση τις νόρμες της Δύσης. Την ίδια την παγκοσμιοποίηση και την «οικονομία των ελεύθερων αγορών».
Οι συνέπειες μπορεί να είναι τεράστιες, όμως η ΕΕ δεν έχει προς το παρόν ούτε μία θεσμοθετημένη «θέση στο τραπέζι» ως ενιαία οντότητα. Αποτελεί δευτεραγωνιστή, ο οποίος ακολουθεί τις πρωτοβουλίες των ΗΠΑ, κι αυτό μπορεί να αποβεί εναντίον των συμφερόντων της.
Οι κίνδυνοι αλλαγής στη στρατηγική των Αμερικανών, με μια νέα εκλογική νίκη Τραμπ, ή κάποιου σαν τον Τραμπ, το ενδεχόμενο επικράτησης στην Αμερική νέων τάσεων «υποχωρητισμού» από το διεθνές σκηνικό, ουδόλως μπορεί να αποκλειστεί, όπως καλά γνωρίζουν οι περισσότεροι Ευρωπαίοι ηγέτες.
Αν όχι για άλλους λόγους λοιπόν, ενόψει αυτών των κινδύνων, η Ευρώπη οφείλει να ξεκινήσει την προσπάθεια χειραφέτησής της, αμυντικά αλλά και διπλωματικά, έναντι της Κίνας, της Ρωσίας και των αναδυόμενων μεγάλων δυνάμεων όπως η Ινδία.
Είναι πράγματι εξαιρετικά δυσάρεστο ότι η Ευρώπη κι εμείς οι πολίτες της βρισκόμαστε συνεχώς αντιμέτωποι με τόσο σύνθετες και μεγάλες προκλήσεις. Η πραγματικότητα όμως δεν αλλάζει, οπότε πρέπει να αλλάξουν οι πολιτικές, προκειμένου να φτάσουμε σε μια καλύτερη επόμενη μέρα.
Αν δεν ήρθε λοιπόν τώρα η ώρα της Ευρώπης να σηκώσει το γάντι, να κάνει τα μεγάλα βήματα που απαιτούνται, τώρα που το φάσμα των απειλών αποκτά πλέον και ξεκάθαρα ιδεολογικά χαρακτηριστικά, τότε μάλλον δεν θα έρθει ποτέ.