Γιώργος Παπανικολάου

Διευθυντής του Euro2day.gr και της Media2day, σκοπευτής, σύζυγος και πατέρας. Στο χρόνο που περισσεύει, σκέφτομαι, συζητάω και διαβάζω, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.

Αποποίηση ευθυνών
Ιαν 17 2022

Η κυβέρνηση, οι εκλογές και ο παράγων... Ανδρουλάκης

Πολλάκις έχουμε αναφέρει ότι η κυβέρνηση, πέραν της ατυχίας της να πρέπει να αντιμετωπίσει αλλεπάλληλες και σοβαρές κρίσεις, πάσχει και από ένα «εκ γενετής» ελάττωμα: Βάζει μόνη της πολύ ψηλά τον πήχη, ακόμη κι όταν δεν χρειάζεται, με αποτέλεσμα να περνάει συχνά από κάτω. Και μετά, προσπαθεί μανιωδώς να πείσει ότι τα κατάφερε, συνήθως με δηλώσεις αρμόδιων και αναρμόδιων υπουργών, οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις εγγίζουν και τα όρια της ανοησίας.

Το χειρότερο ίσως είναι ότι η τάση αυτή εκνευρίζει αφόρητα μεγάλο αριθμό πολιτών, καθώς εκλαμβάνεται ως αλαζονεία, ενίοτε και ως κοροϊδία.

Έως πρότινος, είχε τη δυνατότητα να το πράττει, αφενός, διότι είχε απέναντί της μια «ξεκούρδιστη» συχνά και απολύτως ελλειμματική αξιωματική αντιπολίτευση και αφετέρου, διότι ουδέποτε σταμάτησε να παίζει με το «αντι-ΣΥΡΙΖΑ» συναίσθημα που δημιούργησαν τα γεγονότα του 2015 κι άλλες πτυχές της τότε κυβερνητικής πολιτικής, σε σημαντικό τμήμα του εκλογικού σώματος. Κοινώς, έπαιζε σε γήπεδο που γνώριζε ότι για τη συντριπτική πλειονότητα των ψηφοφόρων της δεν υπήρχε αντίπαλος.

Μετά όμως την εκλογή Ανδρουλάκη στην ηγεσία του ΚΙΝΑΛ και την αναλογική εκτόξευση των ποσοστών της παράταξής του, τα πράγματα δείχνουν να αλλάζουν. Κι όχι προς όφελος της κυβέρνησης, τουλάχιστον στον βαθμό που θέλει να ελπίζει σε αυτοδυναμία.

Υπό αυτή την έννοια, η πρόσφατη ανάλυση του επικοινωνιολόγου κ. Λούλη, κατά την οποία ο Ανδρουλάκης δεν χρειάζεται να κάνει κάτι το ιδιαίτερο για να επωφεληθεί πολιτικά από την υπάρχουσα κατάσταση, πλην του να έχει μια λελογισμένη αντιπολιτευτική γραμμή, με επιχειρήματα και ψυχραιμία, χωρίς να «εκτίθεται» σε ευαίσθητα θέματα, δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα.

Το πρόβλημα για τη Νέα Δημοκρατία είναι ότι εφόσον η «κεντροαριστερά» συσπειρωθεί γύρω από τον Ανδρουλάκη, διεμβολίζοντας τη μεγάλη προσπάθεια που έκανε ο Κυριάκος Μητσοτάκης να κυριαρχήσει στον μεσαίο χώρο, αυτόματα τα περιθώρια αναπλήρωσης μεταφέρονται προς τα δεξιά της. Κι αυτό, βαθμηδόν θα έχει σοβαρή επίδραση στις εσωτερικές ισορροπίες κόμματος και κυβέρνησης.

Μην ξεχνάμε ότι η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη στηρίχθηκε στην, ας τη χαρακτηρίσουμε, «δημιουργική συνύπαρξη» στελεχών και ψηφοφόρων από ευρύ πολιτικό φάσμα, που ξεκινά από τους πασοκογενείς και φτάνει μέχρι ένα μέρος της υπερπατριωτικής και θρησκόληπτης ακροδεξιάς.

Μια συνύπαρξη ούτως ή άλλως δύσκολη, η οποία ήδη δοκιμάζεται από υπαρκτά διλήμματα (ελληνοτουρκικά, πανδημικά μέτρα για εκκλησία και ένστολους, μεταναστευτικό κ.λπ.), τώρα πια και από τη μεταβολή του πολιτικού τοπίου.

Για αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι δηλωμένα φιλοκυβερνητικά Μέσα έχουν ήδη αρχίσει να γράφουν για τον κίνδυνο ανατροπής του επενδυτικού κλίματος και της πολιτικοοικονομικής σταθερότητας που θα επιφέρει το ενδεχόμενο διπλών ή και… τριπλών εκλογών, στο πλαίσιο της «συγκράτησης» απωλειών.

Ο ίδιος ο πρωθυπουργός, στην τελευταία συνέντευξή του, έσπευσε να επαναλάβει ότι εκλογές θα γίνουν το 2023. Διόλου απίθανο, με δεδομένο ότι οι αμέσως επόμενοι μήνες, με την πανδημία παρούσα και την ακρίβεια να κορυφώνεται προσεχώς, δεν προσφέρονται, ενώ οι όποιες θετικές επιδράσεις στην τσέπη του πολίτη από τις επενδύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης (στις οποίες ποντάρει δυνατά η κυβέρνηση) είναι έως και απίθανο να εμφανιστούν εντός του τρέχοντος έτους. Ωστόσο, η αναγγελία του -στην ίδια συνέντευξη- για νέα αύξηση στον βασικό μισθό (αρχής γενομένης από τον Μάιο) πυροδότησε εκ νέου τη σχετική φημολογία.

Κατά την άποψή μας πάντως, πολύ δύσκολα θα προχωρήσει ο κ. Μητσοτάκης σε πρόωρες εκλογές, αν δεν είναι βέβαιο ότι θα επικρατήσει ή αν δεν έχει λόγο να παραδώσει άρον άρον την εξουσία, όπως έκανε ο Κώστας Καραμανλής το 2009.

Το ερώτημα είναι πώς θα αντεπεξέλθει στις εν τω μεταξύ προκλήσεις η κυβέρνηση. Παρότι η μέχρι τώρα φθορά της εμφανίζεται στα γκάλοπ έως και ασήμαντη σε σχέση με τα όσα κλήθηκε να διαχειριστεί, το τελευταίο διάστημα είναι έκδηλα τα σημάδια ότι έχει χάσει τον βηματισμό της, ενώ ολοένα και περισσότερο ορατή γίνεται η «παραφωνία» στις δηλώσεις κορυφαίων στελεχών, που συχνά αλληλοαναιρούνται πλήρως.

Δεδομένου ότι το 2022 και το 2023 δεν αναμένεται να είναι ανέφελα, ακόμη κι αν η πανδημία περάσει σε σημαντική υποχώρηση, πολλά θα εξαρτηθούν από τις ικανότητες του περίφημου «επιτελικού κράτους» του Μαξίμου να επαναφέρει σε τάξη την κυβέρνηση, αλλά και από τις προσωπικές φιλοδοξίες στελεχών. Ιδίως εκείνης της μερίδας που παρακολουθεί από καιρό το πολιτικό κενό σε σχέση με την Ευρώπη, ως προς την ύπαρξη μιας «σοβαρής» ακροδεξιάς παράταξης στην Ελλάδα.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v