Γιώργος Παπανικολάου

Διευθυντής του Euro2day.gr και της Media2day, σκοπευτής, σύζυγος και πατέρας. Στο χρόνο που περισσεύει, σκέφτομαι, συζητάω και διαβάζω, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.

Αποποίηση ευθυνών
Σεπ 24 2018

Γιατί δεν είναι εφικτή η επιστροφή στην «κανονικότητα»

Πολλές φορές ακούμε και διαβάζουμε για τη σταδιακή επιστροφή της χώρας στην περίφημη «κανονικότητα», μετά το επίσημο τέλος του τελευταίου μνημονίου. Δυστυχώς, όμως, τόσο για την Ελλάδα όσο και για τις υπόλοιπες χώρες που πέρασαν είτε δια πυρός και σιδήρου είτε πιο μαλακά την κρίση των τελευταίων ετών, η επιστροφή στην κανονικότητα δεν είναι εφικτή.

Διότι η «κανονικότητα» που ξέραμε, πολύ απλά έχει πάψει να υπάρχει!

Κι έχει πάψει να υπάρχει διότι εξέλειπαν οι μοναδικές εκείνες συνθήκες που επικρατούσαν στο παρελθόν. Ανατράπηκαν όχι μόνο από την ίδια την κρίση (που ανέδειξε τα ελαττώματα εκείνης της κανονικότητας) αλλά και από τη συνεχή μεταβολή τεχνολογικών, οικονομικών και γεωπολιτικών παραγόντων, που άλλαξαν (και συνεχίζουν να αλλάζουν) το «περιβάλλον» στο οποίο είχε στηριχθεί.

Παραδόξως , όπως εύστοχα καυτηριάζει ο διάσημος αρθρογράφος των Financial Times (κι όχι κάποιου αντισυστημικού εντύπου) Martin Wolf σε πρόσφατο άρθρο του που δημοσίευσε το Euro2day.gr, οι διάφορες «ελίτ» στις χώρες της Ευρώπης (περιλαμβανομένης και της Ελλάδος αναμφίβολα) μέχρι στιγμής επιδιώκουν την επιστροφή σε μια κάπως βελτιωμένη εκδοχή του παρελθόντος, ωσάν να μην αντιλαμβάνονται, αφενός, ότι μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης, της κοινωνίας, θέλει κάτι αισθητά καλύτερο, κι αφετέρου, ότι η επιστροφή στο παρελθόν είναι κατά κανόνα μια μάταιη επιθυμία.

Η πρόσφατη κρίση, που ξεκίνησε το 2008 κι εξελίχθηκε με ακόμη πιο σφοδρό τρόπο στην Ελλάδα, δεν πρόκειται να ξεπεραστεί με δειλές προσπάθειες «βελτίωσης» των παλαιών μοντέλων.

Αυτό που χρειάζεται είναι μια νεωτεριστική οικονομική και πολιτική προσέγγιση, που να λύνει διαπιστωμένα πλέον «νέα» προβλήματα (κι όχι απλώς να τα… μπαλώνει), προσφέροντας όραμα για ένα καλύτερο μέλλον. Κι αυτό αφορά τόσο την οικονομία και τις επιχειρηματικές πρακτικές, όσο και την κοινωνία και τους θεσμούς της.

Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο κ. Wolf, ότι αυτό το «κενό» πολιτικής το εκμεταλλεύονται οι λαϊκιστές, επιβεβαιώνεται ήδη από την πραγματικότητα.

Ελλείψει τέτοιου είδους πολιτικών, κι ενώ στα μάτια του απλού πολίτη τίποτα ουσιαστικό δεν φαίνεται να αλλάζει προς το καλύτερο (με χαρακτηριστικότερα ίσως παραδείγματα την ανισότητα, την αδυναμία της Ενωμένης Ευρώπης να «πείσει» μεγάλο μέρος των πολιτών της, αλλά και το μεταναστατευτικό), ολοένα και μεγαλώνει η απήχηση λαϊκιστικών, κυρίως ακροδεξιών πολιτικών σχηματισμών, με τελευταίο παράδειγμα την ανάδειξη του ακροδεξιού AfD σε δεύτερο κόμμα της Γερμανίας, όπως προκύπτει από τελευταία δημοσκόπηση).

Δεν είναι τυχαία, ούτε ανεξήγητη η άνοδος αυτών των πολιτικών σχηματισμών και μορφωμάτων, που προβλέπεται ότι θα «σκιάσει» τις ευρωεκλογές του 2019. Κι αν κάποιος εκτιμά ότι αυτές οι τάσεις δεν πολυαφορούν την Ελλάδα, μάλλον θα πρέπει να το ξανασκεφτεί. Διότι τα όσα έχουν συμβεί σε επίπεδο κοινής γνώμης και πολιτικής πρακτικής, σε σχέση με τη συμφωνία για την ονομασία της πΓΔΜ, φανερώνουν πόσο ευάλωτο σε αντίστοιχα φαινόμενα είναι ένα μέρος της ελληνικής κοινωνίας, ιδίως εφόσον βρεθεί το κατάλληλο έναυσμα.

Με αυτά τα δεδομένα, το ερώτημα είναι εάν και κατά πόσον θα αντιληφθούν τα μεγάλα κόμματα, τόσο στην εγχώρια όσο και -κυρίως- στη διεθνή σκηνή, το αδιέξοδο στο οποίο κινδυνεύουν να περιέλθουν όσο εμμένουν σε πολιτικές και ιδεολογήματα του παρελθόντος.

Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, υπάρχουν ενδείξεις ότι η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, κατόπιν και της βίαιης προσαρμογής της στα δεδομένα που ενέχει η άσκηση εξουσίας (εντελώς διαφορετικά από το στάδιο της διεκδίκησής της, όπως αποδείχθηκε), αντιλαμβάνεται τις κοινωνικές εξελίξεις που συντελούνται πανευρωπαϊκά και τα πολιτικά τους επακόλουθα. Κι αυτό φαίνεται να είναι κι ένα από τα πιο σημαντικά ερείσματα που διαθέτει ο κ. Τσίπρας στην ευρωπαϊκή αριστερά και τη σοσιαλδημοκρατία.

Χωρίς ωστόσο να έχει έως στιγμής αποκρυσταλλωθεί στους κόλπους του κόμματος μια νέα -πραγματιστική- πολιτική πλατφόρμα, ενδεχομένως εναρμονισμένη με αντίστοιχες κινήσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με στόχο την αναζήτηση μιας νέας «ριζοσπαστικής σοσιαλδημοκρατίας».

Ακόμη πιο πίσω -δυστυχώς- φαίνεται να βρίσκονται τα κόμματα της μείζονος συστημικής αντιπολίτευσης, ίσως διότι σε μεγάλο βαθμό, αντίθετα με τον ΣΥΡΙΖΑ, αφενός, διαθέτουν ιστορικό μακράς κυβερνητικής εξουσίας, με τις τότε δομές και «δοκιμασμένες συνταγές», κι αφετέρου, διότι οι ηγέτες τους κάθε άλλο παρά κυρίαρχοι είναι εντός των κομμάτων τους, κάτι που ενισχύει κατά κανόνα τη δυναμική της «αδράνειας».

Οι ευρωεκλογές ωστόσο, αποτελούν κρίσιμο, αν όχι κομβικό σημείο, όχι μόνο για τις ελληνικές πολιτικές εξελίξεις (όπου ενδέχεται να λειτουργήσουν καταλυτικά σε σχέση με τις εθνικές εκλογές, αν δεν επιβεβαιωθεί το σενάριο της ταυτόχρονης διεξαγωγής), αλλά ως ένα βαθμό και για το μέλλον της Ευρώπης.

Η στιγμή για τη δημιουργία μιας νέας πλατφόρμας, ικανής να πείσει τους πολίτες, στην Ελλάδα αλλά και την Ευρώπη, ότι υπάρχουν κι άλλες λύσεις πέραν του στείρου λαϊκισμού, δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερη.

Αυτό που μάλλον λείπει μέχρι τώρα, ίσως υπό την επίδραση κατεστημένων αντιλήψεων αλλά και «βολεμένων» ισχυρών συμφερόντων, είναι η τόλμη στην επεξεργασία νέων τομών και λύσεων.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v