Η χώρα μας βρέθηκε, δυστυχώς, στην οπισθοφυλακή των εξελίξεων κατά τη διάρκεια της βιομηχανικής εποχής και δεν κατάφερε ούτε με την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη να καταστεί ανταγωνιστική, με τα γνωστά πλέον σε όλους αποτελέσματα.
Το ερώτημα τώρα είναι πόσο νόημα έχει να κινηθούμε επιζητώντας τη βιώσιμη ανάπτυξη με όρους του 20ού αιώνα, αντί να καταβάλουμε κάθε προσπάθεια να γίνουμε με κάποιο τρόπο πρωταγωνιστές της αποκαλούμενης «μετα-βιομηχανικής» εποχής, της εποχής δηλαδή της «πληροφορίας». Του 21ου αιώνα.
Για να μην παρεξηγηθούμε, αυτό δεν σημαίνει ότι η βιομηχανία, η πρωτογενής παραγωγή γενικότερα, θα πρέπει να αφεθεί στην τύχη της. Σημαίνει όμως ότι θα πρέπει να καταβληθεί κάθε προσπάθεια, ώστε η χώρα μας να αντιπαρέλθει την οπισθοδρόμηση που ήδη παρατηρείται στην υιοθέτηση της σύγχρονης τεχνολογίας και στην αξιοποίηση της «πληροφορίας».
Ετσι, ακόμα και οι μικρότερου μεγέθους ελληνικές επιχειρήσεις θα μπορούν να ανταγωνιστούν τους ισχυρότερους ευρωπαϊκούς ομίλους. Είτε πρόκειται για τον τουρισμό, είτε για το εμπόριο και τις υπηρεσίες, είτε για τη βιομηχανία, η στρατηγική επιλογή της υιοθέτησης σύγχρονων τεχνολογιών μπορεί να αποτελέσει βασικό σημείο αύξησης της ανταγωνιστικότητας, ιδίως σε μια χώρα που χαρακτηρίζεται από υψηλού μορφωτικού επιπέδου ανθρώπινο δυναμικό.
Και ταυτόχρονα, είναι ίσως ο μόνος παράγοντας που μπορεί να αυξήσει δραστικά την παραγωγικότητα, κλείνοντας το χάσμα της ανταγωνιστικότητας, χωρίς να συμπιέζει τις αμοιβές.
Γιατί όμως δεν συμβαίνει ήδη αυτό;
Διότι μέχρι σήμερα, παρά τα όσα λέγονται για το «ελληνικό δαιμόνιο», η ελληνική κοινωνία και η οικονομία χαρακτηρίζονται από ισχυρές αντιστάσεις στην αλλαγή και από δειλούς ρυθμούς υιοθέτησης της καινοτομίας, με εξαίρεση κάποια πράγματα που γίνονται μόδα και σχετίζονται με άλλου είδους ελληνικές ιδιομορφίες.
Για να δώσουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, τουλάχιστον πριν την έλευση των capital controls, η Ελλάδα διέθετε ένα από υψηλότερα επίπεδα διείσδυσης του… Facebook, σε σχέση με τον πληθυσμό, κι ένα από τα χαμηλότερα σε ό,τι αφορά στις on line τραπεζικές συναλλαγές!
Εξίσου παράλογο είναι και το γεγονός ότι εξακολουθούμε να μην έχουμε υψηλά ποσοστά διείσδυσης του Internet (σε σχέση με άλλα κράτη), παρά το γεγονός ότι η χώρα μας χαρακτηρίζεται από δύσκολη μορφολογία και πολύ μεγάλο αριθμό νησιών, άρα και από μεγαλύτερη ανάγκη «διασύνδεσης» σε σχέση με άλλες χώρες.
Η απάντηση βρίσκεται εν μέρει και στην απουσία ηλεκτρονικών υπηρεσιών από το Δημόσιο, ώστε να έχουν και κίνητρα οι πολίτες να χρησιμοποιήσουν το Διαδίκτυο.
Πώς μπορεί να αλλάξει αυτή η «καθυστέρηση» στην καινοτομία; Μόνο με την εφαρμογή ενός συγκεκριμένου στρατηγικού σχεδίου εκ μέρους της πολιτείας, που θα περιλαμβάνει όχι μόνο μεγάλες επενδύσεις στις αντίστοιχες υποδομές και ηλεκτρονικές υπηρεσίες, σε συνεργασία και με τον ιδιωτικό τομέα, αλλά και αντίστοιχα σοβαρές επενδύσεις στον χώρο της παιδείας και της «δια βίου εκπαίδευσης», στην καλλιέργεια, εντέλει, αντίστοιχης κουλτούρας στην ίδια την κοινωνία.
Μόνον έτσι θα τονωθεί η καινοτομία αλλά και η εφαρμογή της καινοτομίας στην οικονομία. Σημειωτέον ότι η διάκριση που έγινε στην προηγούμενη πρόταση είναι σημαντική.
Διότι, σημασία για τη μετάβαση σε μια «μετα-βιομηχανική» οικονομία δεν έχει μόνο η ενθάρρυνση της έρευνας και των startups που δημιουργούν καινοτόμα προϊόντα.
Εξίσου μεγάλη -αν όχι μεγαλύτερη- σημασία έχει και η ενθάρρυνση της ενσωμάτωσης ήδη υφιστάμενων τεχνολογιών, που μπορεί να «ανήκουν» σε εταιρίες του εξωτερικού, από ελληνικές εταιρίες και οργανισμούς, προκειμένου να καταστούν περισσότερο παραγωγικές και ανταγωνιστικές. Και βεβαίως, η συστηματική εκπαίδευση του προσωπικού τους, στην αξιοποίησή τους.
Για παράδειγμα, μια ελληνική μικρή εξαγωγική εταιρία που θέλει να δημιουργήσει ένα online shop για να απευθυνθεί σε διεθνείς πελάτες ανά τον κόσμο, έχει πολύ μεγαλύτερη ανάγκη από ενίσχυση για να κινηθεί στον χώρο του online marketing και του Search Engine Optimization, παρά για την ανάπτυξη ενός δήθεν «καινοτόμου» μηχανισμού παρουσίασης των προϊόντων της, που μπορεί να έχει αναπτυχθεί στην Ελλάδα, αλλά στην ουσία δεν είναι παρά μια αντιγραφή πρακτικών του εξωτερικού.
Ομοίως για ένα ξενοδοχείο, πολύ μεγαλύτερη σημασία θα έχει η παροχή κινήτρων για τη δημιουργία ενός virtual tour εντός του ξενοδοχείου αλλά και στη γύρω περιοχή του, στηριγμένου σε μια ήδη υπάρχουσα πλατφόρμα, παρά η χρηματοδότησή του για την ανάπτυξη μιας τέτοιας «νέας» εφαρμογής από ελληνική εταιρία, όταν υπάρχουν τόσες και τόσες έτοιμες στο εξωτερικό!
Αυτό λοιπόν που χρειάζεται, τώρα, μια και διαθέτουμε πλέον και Υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής, είναι μια πρακτική αντίληψη για το πώς η χώρα μας μπορεί να εξελιχθεί σε περιφερειακό κόμβο εφαρμογής σύγχρονων τεχνολογιών, σε όλο το φάσμα της οικονομίας και της κοινωνίας.
Έτσι θα έχει τη δυνατότητα, στη συνέχεια, να γίνει πόλος έλξης εταιριών υψηλής τεχνολογίας (για τις περισσότερες εκ των οποίων η τοποθέτηση της «έδρας» τους, κεντρικής ή περιφερειακής, περισσότερη σχέση έχει με τους φορολογικούς συντελεστές, τις τεχνολογικές υποδομές και την ποιότητα του περιβάλλοντος, παρά με οτιδήποτε άλλο), αλλά και να εξελιχθεί εν μέρει και σε φυτώριο νέων καινοτομικών προϊόντων και υπηρεσιών.
Διότι, είτε μας αρέσει είτε όχι, η καινοτομία αναπτύσσεται εκεί που υπάρχουν ευρύτερα οι απαραίτητες προϋποθέσεις, από πλευράς κουλτούρας, υποδομής, αντίληψης, ακόμη και ενθάρρυνσης, για να ανθήσει και όχι σε νησίδες που περιβάλλονται από την αδράνεια, την αδιαφορία και την άγνοια.
Τυχόν εξαιρέσεις απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα!
ΥΓ: Λόγω καλοκαιρινών διακοπών, η στήλη ανανεώνει το ραντεβού της με τους αναγνώστες για τις αρχές Σεπτεμβρίου, χωρίς να αποκλείεται όμως και το ενδεχόμενο σχολιασμού ενδιαμέσως, εάν το απαιτήσει η επικαιρότητα.