Το αποτέλεσμα των τελευταίων εκλογών δείχνει εν πολλοίς τα μικρά και μεγάλα αδιέξοδα στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, το οποίο, χωρίς αμφιβολία, βρίσκεται στα πρόθυρα και νέων αλλαγών, αντικατοπτρίζοντας και τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζει η κοινωνία.
Καθαρός νικητής των εκλογών αναδείχτηκε ο «νέος» ΣΥΡΙΖΑ, ή για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, το κόμμα… Τσίπρα. Η νίκη όμως αυτή δεν σημαίνει ότι έχουν τελειώσει τα προβλήματά του. Τουναντίον, σημαίνει ότι αρκετά προβλήματα θα έρθουν αργά ή γρήγορα στο προσκήνιο.
Το ένα είναι ιδεολογικό και αφορά στο πολιτικό στίγμα του κόμματος. Αίσθηση πολλών, κι όχι άδικα όπως αποδείχτηκε από τα ανοίγματα που έγιναν σε επίπεδο κυβέρνησης, είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ 2.0 θα διεκδικήσει πλέον ξεκάθαρα τον χώρο που προνομιακά είχε κάποτε το ΠΑΣΟΚ, ήτοι την κεντροαριστερά και την εντεύθεν του ΚΚΕ αριστερά, με ευρωπαϊκό προσανατολισμό.
Ωστόσο, είναι σαφές ότι μέσα από την ταχύρρυθμη άνοδο του κόμματος στην εξουσία υφίσταται και πρόβλημα προσώπων στον κυβερνητικό μηχανισμό, από τα υψηλά έως τα χαμηλά επίπεδα, γεγονός που κατέστη ολοφάνερο και στο προηγούμενο διάστημα της «πρώτης φοράς αριστερά». Κι αυτό το κενό δεν πρόκειται να καλυφθεί εύκολα με πρόσωπα του πάλαι ποτέ «Παπανδρεϊκού» ΠΑΣΟΚ, όχι μόνο από πλευράς φρεσκάδας κι εντυπώσεων, αλλά και από πλευράς ικανοτήτων και σύγχρονης αντίληψης. Οπως δεν πρόκειται να καλυφθεί βέβαια με σπασμωδικές υπουργοποιήσεις λόγω πολιτικών συμμαχιών, όπως φάνηκε ξεκάθαρα με τον τραγέλαφο της ορκωμοσίας και παραίτησης Δημήτρη Καμμένου μέσα στην ίδια μέρα.
Αυτό θα είναι ίσως το μεγαλύτερο πρόβλημα του κυβερνητικού κόμματος το επόμενο διάστημα. Η εύρεση ικανών προσώπων που θα δώσουν την αίσθηση του «νέου» έναντι του «παλαιού», με την παρουσία και τις πράξεις τους, αλλά και το στίγμα της διαφοράς μιας κυβέρνησης με κοινωνικό πρόσημο, σε περιβάλλον μνημονίου.
Στην περίπτωση της Νέας Δημοκρατίας, το πρόβλημα είναι πιο πολυσύνθετο. Υπάρχει θέμα, όχι μόνο σε ό,τι αφορά τα «άφθαρτα» νέα πρόσωπα, αλλά και σε σχέση με την ιδεολογική ταυτότητα του βασικού εκπρόσωπου του λεγόμενου «συντηρητικού» χώρου.
Κατόπιν και τούτων των εκλογών, καθώς η Ν.Δ. έμεινε για δεύτερη φορά στο 28% (δημιουργώντας αυτό που λέμε «ταβάνι»), έγινε σε πολλούς προφανές ότι χρειάζεται όχι μόνον αλλαγή προσώπων (που προωθείται ήδη, ίσως με μεγαλύτερη ταχύτητα απ' ό,τι θα έπρεπε, δεδομένων των κρίσιμων ζητημάτων που έρχονται στη Βουλή), αλλά και μια ριζική αλλαγή στρατηγικής.
Προσώρας, όμως, αυτό που βλέπουμε από ένα μέρος της παράταξης μοιάζει με πανικό: Βλέπουμε την αναζήτηση ενός νέου και φωτογενούς προσώπου, για να παίξει τον ρόλο του αντι-Τσίπρα, αλλά και μια διολίσθηση προς την εποχή των… Ζαππείων, με ορισμένα στελέχη να λένε το τραγελαφικό «εμείς ψηφίσαμε τη συμφωνία, όχι τα… μέτρα», λες και δεν είναι το ένα και το αυτό, εκτιμώντας ίσως ότι μια αντιπολίτευση αλά ΣΥΡΙΖΑ του 2010-13 ή Σαμαρά εποχής 2010-11 θα τους ανεβάσει τα ποσοστά.
Λησμονούν ίσως ότι κάτι τέτοιο θα ήταν έως και καταστροφικό για μεγάλο μέρος της παραδοσιακής και διαχρονικής βάσης του κόμματος.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, η μάχη των προσώπων που θα διεξαχθεί προσεχώς θα είναι και μάχη ιδεολογικού στίγματος, χωρίς να αποκλείεται στην πορεία, παρά τις τεράστιες προσπάθειες που γίνονται περί του αντιθέτου, να επέλθει και κάποια διάσπαση.
Τα πράγματα δεν είναι όμως απλά και για το εναπομείναν ΠΑΣΟΚ, που μαζί με τη ΔΗΜΑΡ κατάφερε να ενισχύσει κάπως τα ποσοστά του Ιανουαρίου, μια εικόνα όμως που είναι και ελαφρώς απατηλή, αν συνυπολογιστεί ότι στις εκλογές δεν κατέβηκε το ΚΙΔΗΣΟ του Γιώργου Παπανδρέου. Στην πραγματικότητα, φαίνεται ότι υπάρχει μια στασιμότητα, υπό τη σκιά και της «επίθεσης φιλίας» που πραγματοποιεί ο ΣΥΡΙΖΑ ακόμη και μέσω… ενδιαμέσων όπως ο Πάνος Καμμένος.
Όπως και το ΠΟΤΑΜΙ, έτσι και το ΠΑΣΟΚ κινδυνεύει να μην έχει σύντομα λόγο αυτόνομης ύπαρξης, ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία και τον ΣΥΡΙΖΑ, ιδίως αν η πρώτη έρθει ακόμη περισσότερο προς το κέντρο (ή διασπαστεί) κι ο δεύτερος συνεχίσει την ήδη διαφαινόμενη στροφή προς ένα είδος σοσιαλδημοκρατίας.
Τόσο το ΠΑΣΟΚ όμως όσο και το ΠΟΤΑΜΙ διαθέτουν στελέχη που θα μπορούσαν να «μπολιάσουν» με τρόπο θετικό (κατά την ταπεινή μου άποψη) τα άλλα δύο κόμματα, στελέχη εγνωσμένης αξίας, που διαθέτουν εμπειρία και ικανότητες.
Προβλήματα όμως δεν αντιμετωπίζουν μόνο τα κόμματα του «ευρωπαϊκού τόξου». Το ίδιο συμβαίνει και με το ΚΚΕ, που παρά την πρωτοφανή κρίση των τελευταίων πέντε ετών, δεν έχει καταφέρει να πυκνώσει τις τάξεις του. Που σημαίνει ότι εάν δεν αφυπνιστεί και δεν κοιτάξει γύρω του, προκειμένου να αντιληφθεί τι συμβαίνει διεθνώς, είναι καταδικασμένο σε ένα είδος συμπαθητικού «ντεκόρ» του πολιτικού συστήματος.
Η εκλογική συντριβή της ΛΑΕ είναι η άλλη όψη του ίδιου, με το ΚΚΕ, νομίσματος. Απεικονίζει πλήρως το γεγονός ότι η τριχοτόμηση αποδυναμώνει την άκρα αριστερά, με ιδεολογικές αντιπαραθέσεις που δεν έχουν κανένα νόημα για τους περισσότερους πολίτες, ακόμη και για τους ταξικά υποψήφιους ψηφοφόρους τους.
Αφανής κερδισμένος των τελευταίων εκλογών (πέραν του κ. Λεβέντη, που μάλλον αντιπροσωπεύει απηυδησμένους ψηφοφόρους που αποφάσισαν να κάνουν μαύρο χιούμορ με το πολιτικό σύστημα) είναι η Χρυσή Αυγή, η οποία φαίνεται τελευταία ότι προσπαθεί να κάνει μια πιο mainstream στροφή, για να προσελκύσει περισσότερο κόσμο. Όπως και να έχει, τα μελλοντικά της ποσοστά (και η φυσιογνωμία της) θα εξαρτηθούν κυρίως από την κοινωνική και οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα, εν μέρει όμως και από το αποτέλεσμα της δίκης που έχει ξεκινήσει.
Αστάθμητος παράγοντας, που μπορεί να επηρεάσει τις εσωτερικές εξελίξεις, σε όλα τα κόμματα, είναι το ενδεχόμενο αλλαγής εκλογικού συστήματος σε μια μορφή απλής, ή έστω… απλούστερης αναλογικής, που από τη μία, θα επέτρεπε τη δημιουργία κομμάτων με σαφέστερα ιδεολογικά χαρακτηριστικά, κι από την άλλη, θα έφερνε στο προσκήνιο το μέγα θέμα (τουλάχιστον για την Ελλάδα) των «προγραμματικών συγκλίσεων» για τον σχηματισμό πολυκομματικών κυβερνήσεων.
Δεδομένου όμως ότι ως τώρα πολλοί την υποσχέθηκαν αλλά κανένας δεν την εφάρμοσε, το ενδεχόμενο αυτό εξακολουθεί να φαντάζει απόμακρο.
Όπως απόμακρη, κι όχι μόνο για την ελληνική πραγματικότητα, δείχνει να είναι η ανάδειξη νέων ιδεολογικο-πολιτικών σχημάτων, που θα ανήκουν όχι στον 20ό αλλά στον 21ο αιώνα. Κι εκεί, εντέλει, βρίσκεται και το μεγάλο πρόβλημα όλων των κομμάτων, πρόβλημα που δεν λύνεται μεσοπρόθεσμα, όσο κι αν αλλάξουν τα πρόσωπα και η εκάστοτε προεκλογική ρητορική.
Στο ότι αδυνατούν να εκπροσωπήσουν με τρόπο γνήσιο τις νέες ανάγκες της κοινωνίας, όπως αυτές διαμορφώνονται μέσα από τον ασταθή, ανασφαλή και παγκοσμιοποιημένο κόσμο στον οποίο ζούμε σήμερα (με επιπτώσεις στον ανταγωνισμό, στα ωράρια, στο κοινωνικό κράτος και βεβαίως στα εισοδήματα), διότι χρησιμοποιούν κατά κόρον «εργαλεία» που είτε ανήκουν, είτε σταδιακά περνούν στο παρελθόν.