Είναι γεγονός ότι μεγάλη μερίδα των πολιτών αισθάνεται ένα είδος απέχθειας για τους «επαγγελματίες» της πολιτικής. Δύσκολο να πούμε ότι έχει άδικο. Το αποτέλεσμα της διακυβέρνησης των τελευταίων δεκαετιών το ζήσαμε και το ζούμε στο πετσί μας.
Ωστόσο, το αποτέλεσμα αυτής της απέχθειας μάλλον χειροτερεύει την κατάσταση.
-Η Χρυσή Αυγή, ένα κόμμα ακραίο και περιθωριακό, έφτασε να πρωταγωνιστεί στις εξελίξεις, διατηρώντας μεγάλο μέρος της ισχύος του, ακόμη και μετά τις διώξεις που ασκήθηκαν σχεδόν σε όλα τα πρωτοκλασάτα στελέχη του. Κι αν ρωτήσετε πολλούς από τους «συμπαθούντες» γιατί, θα σας πουν ορθά-κοφτά «γιατί αυτούς φοβούνται οι πολιτικοί». Τόσο απλά.
-Στον ιστορικό Δήμο του Πειραιά, έναν από τους σημαντικότερους της χώρας, κατεβαίνει υποψήφιος Δήμαρχος ο Γιάννης Μώραλης, παλαιόθεν γνωστό στέλεχος του Ολυμπιακού, με υποψήφιο δημοτικό σύμβουλο τον… πρόεδρο της ομάδας, Βαγγέλη Μαρινάκη. Γεγονός που σηματοδοτεί -πλαγίως μεν, σαφέστατα δε- ότι στoν (προεκλογικό) αγώνα κατεβαίνει εν τέλει η… ομάδα.
Κάποτε μιλούσαμε για την ανάμειξη της πολιτικής στα γήπεδα. Τώρα φαίνεται ότι περάσαμε στη φάση της ανάμιξης (ή μήπως …ανάδειξης;) των γηπέδων στην πολιτική! Το χειρότερο δε είναι ότι ως ηγέτης αυτής της κίνησης δεν εμφανίζεται ο ηγέτης της ομάδας, αλλά κάποιος άλλος, προκειμένου, υποθέτουμε, ο τελευταίος να χρεωθεί τυχόν «ήττα» στο όνομα του «αρχηγού».
Μέσα σε όλα αυτά, το Ποτάμι δείχνει ως τώρα να είναι ό,τι σημαντικότερο έχει προκύψει ως δείγμα «πολιτικής χωρίς πολιτικούς» (σλόγκαν που αν δε μας απατά η μνήμη καθιέρωσε η «Δημιουργία Ξανά» του Θάνου Τζήμερου προσπαθώντας να πιάσει τον σφυγμό του δυσαρεστημένου πολίτη).
Ωστόσο και σε αυτήν την περίπτωση οι ελλείψεις είναι χτυπητές. Για πρώτη ίσως φορά, ένα κόμμα κέρδισε τα φώτα της δημοσιότητας (αλλά και σημαντικά ποσοστά στις δημοσκοπήσεις) όχι τόσο για τις ιδέες του (που σε μεγάλο βαθμό παραμένουν ελαφρώς… απροσδιόριστες), όσο διότι ο αρχηγός του, ο Σταύρος Θεοδωράκης, είναι «διάσημος» και «συμπαθής».
Σημεία των καιρών, θα πείτε, συμβαίνουν με παραπλήσιο τρόπο και σε χώρες του εξωτερικού. Γιατί να το κάνουμε θέμα; Είναι αποτέλεσμα της κρίσης, των μεταναστών, της δύναμης που έχει η τηλεόραση, της «απολιτίκ» προσέγγισης των νέων.
Πολλές αιτίες θα μπορούσαν να περιγραφούν, αλλά δε λύνουν το πρόβλημα.
Ποιο είναι το πρόβλημα; Ότι η πολιτική είναι τελικά αυτή που καθορίζει τις εξελίξεις, τόσο στην κοινωνία όσο και στην οικονομία. Κι ότι ειδικά σε μια εποχή αυξημένης διεθνοποίησης, επαναστατικών τεχνολογικών μεταβολών (που αλλάζουν άρδην και τη μορφή της κοινωνίας), αλλά και γεωπολιτικών ανακατατάξεων, η αξία της «ιδεολογίας», αλλά και της εφαρμοσμένης πολιτικής και της διπλωματίας, είναι ίσως μεγαλύτερη από ποτέ άλλοτε.
Σε τέτοιες συνθήκες, των ώρα που έχουμε ανάγκη τους «άριστους», το να καταλήξουμε να ρωτάμε ο ένας τον άλλον «θα ψηφίσεις την… ομάδα μου;» μάλλον είναι επικίνδυνο.
Επίσης, είναι αποκαρδιωτικό ότι μέχρι στιγμής τα μεγάλα «κατεστημένα» κόμματα, είτε είναι παραδοσιακά (όπως η Νέα Δημοκρατία) είτε είναι νέα (όπως ο ΣΥΡΙΖΑ), αδυνατούν να επανεφεύρουν τον εαυτό τους, να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες. Συνεχίζουν λίγο-πολύ τις κομματικές νόρμες του παρελθόντος.
Κατά την άποψη του υπογράφοντος, όλα αυτά οφείλονται στην περιθωριοποίηση της «ιδεολογίας», που μας προέκυψε τις τελευταίες δεκαετίες. Δεν υπάρχουν -προς το παρόν- νέες ιδέες που να συνεγείρουν, να δημιουργούν «ρεύμα» στην κοινωνία.
Κι έτσι η «έλξη» του ψηφοφόρου στηρίζεται κυρίως είτε στα αναγνωρίσιμα πρόσωπα, είτε στους εγκατεστημένους μηχανισμούς», είτε στην εκτόνωση της δυσφορίας του.
Έως ότου προκύψει κάτι πραγματικά καινούργιο.