Οι αγορές για άλλη μια φορά αναμένουν με αγωνία μια πιθανή αύξηση επιτοκίου από την Fed.
Η συζήτηση για το αν η κεντρική τράπεζα θα κάνει ή όχι την κίνηση έχει φουντώσει, συνοδευόμενη από επικρίσεις για την σύγχυση που προκάλεσαν διάφοροι αξιωματούχοι της Fed, οι οποίοι εξέφρασαν αντικρουόμενες απόψεις για το πότε είναι η κατάλληλη χρονική στιγμή.
Αυτό είναι εν μέρει απόρροια της νέας ορθοδοξίας ότι οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να είναι απολύτως ανοιχτές στην επικοινωνία. Το αποτέλεσμα είναι πως εκτός από περισσότερη πληροφόρηση υπάρχει και μεγαλύτερη σύγχυση.
Η διαφάνεια έχει οδηγήσει στην εντύπωση ότι οι κεντρικές τράπεζες ελέγχουν το μέλλον των οικονομιών και των χρηματοπιστωτικών αγορών και ότι υπάρχει ξεκάθαρη συσχέτιση ανάμεσα στα μέτρα νομισματικής πολιτικής, τα οικονομικά αποτελέσματα και αντίστροφα.
Η χρηματοπιστωτική κρίση και οι επιπτώσεις της ενίσχυσαν αυτόν τον μύθο. Οι δράσεις της Fed και άλλων μεγάλων κεντρικών τραπεζών απέτρεψαν μια οικονομική και χρηματοπιστωτική κατάρρευση. Οι κεντρικές τράπεζες προσπαθούν σχεδόν από μόνες τους να ενισχύουν την οικονομική ανάπτυξη, να αποτρέψουν τον αποπληθωρισμό και να εξασφαλίσουν την χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Η ιδέα ότι οι κεντρικές τράπεζες είναι οι οικονομικοί μας σωτήρες έχει επικρατήσει. Οπότε όταν η πραγματικότητα διαψεύδει αυτό το ιδεώδες, οι κεντρικοί τραπεζίτες έρχονται αντιμέτωποι με την γενική κατακραυγή.
Σε μια εποχή αυξημένης οικονομικής αβεβαιότητας, οι χρηματοοικονομικές αγορές έχουν το βλέμμα στραμμένο στις κεντρικές τράπεζες αναζητώντας σιγουριά. Η πρόκληση για τους κεντρικούς τραπεζίτες είναι να προσφέρουν όση πληροφόρηση μπορούν, αλλά χωρίς να δημιουργήσουν μη ρεαλιστικές προσδοκίες για το τι γνωρίζουν και τι μπορούν να επιτύχουν.
Οι κεντρικές τράπεζες στις αναδυόμενες αγορές αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες προκλήσεις. Έχουν μικρότερη αξιοπιστία και λιγότερα περιθώρια λάθους. Τον Αύγουστο του 2015, η κεντρική τράπεζα της Κίνας απελευθέρωσε το ρενμίνμπι για να επιτρέψει στις δυνάμεις της αγοράς να παίξουν μεγαλύτερο ρόλο στον καθορισμό της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Η κίνηση αυτή προκάλεσε πανικό στις αγορές συναλλάγματος και μετοχών σε όλο τον κόσμο. Δύο ημέρες μετά την αλλαγή πολιτικής δόθηκε μια συνέντευξη τύπου, περίοδος που για τις αγορές φάνηκε σαν μια αιωνιότητα. Στο ενδιάμεσο, οι αγορές φοβόντουσαν για το χειρότερο.
Είναι βέβαιο πως η αποτελεσματική και έγκαιρη επικοινωνία είναι σημαντική. Μερικές φορές, μπορεί να αντικαταστήσει ακόμα και την ανάληψη δράσης. Αλλά η υπερβολική διαφάνεια κρύβει τα δικά της ρίσκα. Μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες για ασφαλή στοιχήματα στα ομόλογα ή στα νομίσματα, κάνοντας ακόμα πιο περίπλοκη μια ήδη σύνθετη διαδικασία εξισορρόπησης μεταξύ πολλαπλών παραμέτρων.
Για να αποτρέψει μια βουτιά στην αξία του νομίσματος της, η κεντρική τράπεζα έχει δύο επιλογές – να αυξήσει τα επιτόκια ή να χρησιμοποιήσει τα συναλλαγματικά της αποθέματα για την στήριξη του νομίσματος. Μόνο η ιδέα ότι η κεντρική τράπεζα μπορεί να αυξήσει με επιθετικό τρόπο τα επιτόκια ώστε να προστατέψει το νόμισμα, βοηθάει στην αντιμετώπιση των κερδοσκόπων. Όπως μου είπε κάποτε ένας αξιοσέβαστος κεντρικός τραπεζίτης, μια δόση «δημιουργικής ασάφειας» για την αντίδραση της κεντρικής τράπεζας δημιουργεί περιθώρια ελιγμών.
Η πρόκληση της επικοινωνίας γίνεται ακόμα μεγαλύτερη όταν δεν υπάρχει ένα ξεκάθαρο μήνυμα. Στην περίπτωση της Fed, τα αντικρουόμενα μηνύματα για την χρονική στιγμή της επόμενης αύξησης επιτοκίου αντανακλούν τα αντικρουόμενα μηνύματα που στέλνει η αμερικάνικη οικονομία. Η χαμηλή ανεργία δείχνει μια υγιή αγορά εργασίας, αλλά τα στοιχεία για τους μισθούς και τον πληθωρισμό δείχνουν κάτι διαφορετικό.
Οι κεντρικοί τραπεζίτες δεν πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα αφηγήματα των μέσων ενημέρωσης, που συχνά βασίζονται στους βραχυπρόθεσμους ορίζοντες των χρηματιστών, των διαχειριστών hedge funds και των διαχειριστών επενδυτικών κεφαλαίων. Έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία το κατά πόσον μια κεντρική τράπεζα διασφαλίζει την σταθερότητα των τιμών και του χρηματοπιστωτικού συστήματος στον μακροπρόθεσμο ορίζοντα που επηρεάζει τις ζωές των απλών ανθρώπων.
Η σωστή διαχείριση της επικοινωνίας είναι μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για τους κεντρικούς τραπεζίτες. Γιατί επηρεάζει τόσο την αξιοπιστία τους, όσο και την αποτελεσματικότητα τους, που έχουν να κάνουν τόσο με την διαχείριση των προσδοκιών όσο και με τις άμεσες επιπτώσεις στην οικονομία και στις χρηματοοικονομικές αγορές.
Η σωστή προσέγγιση μπορεί να είναι να διευκρινίσουν οι κεντρικοί τραπεζίτες που θέλουν να πάνε την οικονομία, αλλά όχι πως σχεδιάζουν να φτάσουν εκεί.
*Ο αρθρογράφος είναι καθηγητής στο πανεπιστήμιο Cornell και ερευνητής στο Brookings.
© The Financial Times Limited 2016. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation