Το ΔΝΤ είπε στους υπουργούς οικονομικών της ευρωζώνης ότι πρέπει άμεσα να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις για να δώσουν ανακούφιση χρέους στην Ελλάδα παρά τη γερμανική αντίδραση, δρώντας καταλυτικά στην προσεκτικά ενορχηστρωμένη διαπραγμάτευση πριν την έκτακτη συνάντηση της Δευτέρας.
Σε μια επιστολή προς όλους τους 19 υπουργούς που στάλθηκε την Πέμπτη το βράδυ και εξασφάλισαν οι Financial Times, η Κριστίν Λαγκάρντ επικεφαλής του Ταμείου λέει ότι οι «κολλημένες» διαπραγματεύσεις για να βρεθούν οι ύψους 3 δισ. ευρώ «προληπτικές» περικοπές προϋπολογισμού, οι οποίες κρατούν για ένα μήνα, έχουν γίνει άγονες και η ανακούφιση χρέους πρέπει να μπει στο τραπέζι άμεσα ή υπάρχει ρίσκο να μην συμμετέχει το ΔΝΤ στο πρόγραμμα.
«Πιστεύουμε ότι συγκεκριμένα μέτρα [οικονομικές μεταρρυθμίσεις], αναδιάρθρωση χρέους και χρηματοδότηση πρέπει τώρα να συζητηθούν ταυτόχρονα», γράφει η Λαγκαρντ. «Για να στηρίξουμε την Ελλάδα με ένα νέο πρόγραμμα (IMF arrangement) είναι ουσιώδες η χρηματοδότηση και η ανακούφιση χρέους της Ελλάδας από τους ευρωπαίους εταίρους να στηριχθούν σε δημοσιονομικούς στόχους που είναι ρεαλιστικοί γιατί στηρίζονται σε αξιόπιστα μέτρα για να επιτευχθούν».
Το ΔΝΤ έχει δεχτεί έντονη κριτική από την Αθήνα όπου υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα κατηγορούν τον Π. Τομσεν, τον επικεφαλής του ευρωπαϊκού τμήματος, για υπερβολικές απαιτήσεις λιτότητας που εμποδίζουν μια συμφωνία για την πρώτη αξιολόγηση του προγράμματος των 86 δισ. ευρώ.
Αλλά η επιστολή Λαγκάρντ ξεκαθαρίζει ότι το ΔΝΤ θέλει λιγότερη λιτότητα, υποστηρίζοντας ότι οι στόχοι πρωτογενούς πλεονάσματος που συμφωνήθηκαν πέρυσι μεταξύ ΕΕ και Αθήνας (στόχος 3,5% για το 2018) είναι μη ρεαλιστικοί και πρέπει να μειωθούν δραστικά. Το πρωτογενές πλεόνασμα προκύπτει αν δεν περιληφθούν στα έξοδα οι πληρωμές για το χρέος.
«Aπαιτείται μια διευκρίνηση για να ξεκαθαριστούν αβάσιμες κατηγορίες ότι το ΔΝΤ είναι άκαμπτο, ζητώντας αχρείαστα νέα δημοσιονομικά μέτρα προκαλώντας ως αποτέλεσμα καθυστέρηση στις διαπραγματεύσεις και την καταβολή επειγόντως απαιτούμενων κεφαλαίων», γράφει.
Αρχικά η συνάντηση της Δευτέρας -που έπρεπε να γίνει την προηγούμενη εβδομάδα, αλλά μετατέθηκε μετά τη στασιμότητα στις διαπραγματεύσεις- θεωρήθηκε ως συνάντηση «make or break», με αμφότερες τις πλευρές να χρειάζονται συμφωνία πριν η καμπάνια στη Βρετανία ενταθεί τον μήνα που προηγείται του δημοψηφίσματος της 23ης Ιουνίου.
Η Αθήνα αντιμετωπίζει πληρωμές χρέους 3,5 δισ. ευρώ τον Ιούλιο και χρειάζεται κεφάλαια από τους πιστωτές.
Οι αξιωματούχοι της ΕΕ ανέφεραν στην ελληνική κυβέρνηση πως δεν επιθυμούν οι διαπραγματεύσεις να συνεχιστούν την περίοδο της ψηφοφορίας για το Brexit, κάτι που σημαίνει πως αν δεν επέλθει συμφωνία αυτό το μήνα οι συζητήσεις δεν θα επανεκκινήσουν παρά λίγες μόνο εβδομάδες πριν μια πιθανή πτώχευση.
Τον προηγούμενο χρόνο οι διαπραγματεύσεις της τελευταίας στιγμής κλυδώνισαν την οικονομία και προκάλεσαν ερωτηματικά για την παραμονή της χώρας στο ευρώ.
Οι ήδη τεταμένες σχέσεις Ελλάδας-ΔΝΤ βρέθηκαν στο ναδίρ μετά τη διαρροή από το Wikileaks της τηλεδιάσκεψης μεταξύ Τόμσεν και Βελκουλέσκου, τις οποίες η ελληνική πλευρά χρησιμοποίησε ως επιχείρημα ότι το ΔΝΤ διαπραγματεύεται κακόπιστα.
Ο Θ. Παπαχριστόπουλος, βουλευτής των ΑΝΕΛ, δήλωσε ότι η μαγνητοφώνηση της συνομιλίας έγινε από την ελληνική κυβέρνηση και παραδόθηκε στα Wikileaks. Ωστόσο αργότερα ο ίδιος έσπευσε να δηλώσει ότι οι αναφορές του παρερμηνεύτηκαν.
Στην επιστολή της η Κ. Λαγκάρντ αναφέρει πως όλες οι πλευρές έχουν σχεδόν συμφωνήσει σε μια σειρά μεταρρυθμίσεων που θα μειώσουν τον προϋπολογισμό κατά περίπου 2,5% του ΑΕΠ έως το 2018. Ορισμένοι αξιωματούχοι εκτιμούν πως η λίστα θα ολοκληρωθεί τη Δευτέρα στο Eurogroup.
Ωστόσο η Κ. Λαγκάρντ επιμένει στην θεώρηση του ΔΝΤ ότι αυτές οι μεταρρυθμίσεις θα οδηγήσουν σε πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% το 2018 και όχι 3,5% που επιθυμεί η ΕΕ. Η ίδια καλεί την ΕΕ να αλλάξει το στόχο στο 1,5%, δεδομένο που σημαίνει πως το Ταμείο θεωρεί ότι οι Βρυξέλλες ζητούν μεγάλη λιτότητα από την Ελλάδα.
«Δεν πρέπει να υπάρχει καμία αμφιβολία πως η επίτευξη αυτού του στόχου δεν θα είναι μόνο δύσκολο να επιτευχθεί αλλά πιθανότατα θα είναι και αντιπαραγωγική», γράφει.
«Δεν θεωρούμε ότι θα είναι εφικτό ένα πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ μέσω της αύξησης ήδη υψηλών φόρων που επιβάλλονται σε περιορισμένη βάση, της υπερβολικής μείωσης δαπανών αλλά και προσμετρώντας έκτακτα μέτρα, όπως έχει προταθεί τις προηγούμενες εβδομάδες» (σ.σ. πρόκειται για θέση που ουσιαστικά μεταφράζεται σε απαίτηση για γενναία ρύθμιση του χρέους από τους Ευρωπαίους).
Τα προληπτικά μέτρα μελετώνται ως ένας τρόπος να γεφυρωθεί το χάσμα του 1,5% του ΔΝΤ και του 3,5% της ΕΕ. Αυτά τα μέτρα θα εφαρμοστούν μόνο αν η Αθήνα δεν καταφέρει να πετύχει το στόχο του 3,5%.
Αλλά το ΔΝΤ, με τη στήριξη της Γερμανίας, επιμένει ότι τα προληπτικά μέτρα πρέπει να περιλαμβάνουν συγκεκριμένα μέτρα και περικοπές, κάτι που η Αθήνα (έχοντας τη στήριξη της ΕΕ) δηλώνει ότι είναι αδύνατο να νομοθετήσει.
Η επικεφαλής του ΔΝΤ στην επιστολή της αναφέρει ότι η αντιπρόταση της Αθήνας (ένας μηχανισμός που θα προβλέπει περικοπές) δεν θα λειτουργήσει, υπονοώντας πως οι διαπραγματεύσεις γύρω από τα προληπτικά μέτρα πρέπει να εγκαταλειφθούν.
«Δυστυχώς ο μηχανισμός που προτείνει η Αθήνα δεν περιλαμβάνει συγκεκριμένες [οικονομικές] μεταρρυθμίσεις», γράφει.
«Με βάση την προηγούμενη εμπειρία τα ad hoc μέτρα δεν είναι πολύ αξιόπιστα, ενώ είναι επίσης και ανεπιθύμητα καθώς προσθέτουν αβεβαιότητα και αποτυγχάνουν να λύσουν τις ανισορροπίες».
Δείτε όλη την επιστολή
Dear minister:
Program discussions between Greece and the institutions have made progress in recent weeks, but significant gaps remain to be bridged before an agreement can be reached that would include the IMF under one of our program facilities. I think it is time for me to clarify our position, and to explain the reasons why we believe that specific measures, debt restructuring, and financing must now be discussed simultaneously.
In particular, a clarification is needed to clear unfounded allegations that the IMF is being inflexible, calling for unnecessary new fiscal measures and – as a result – causing a delay in the negotiations and the disbursement of urgently needed funds.
First, together with the other institutions we have negotiated in good faith with our Greek partners on a package of fiscal measures yielding 2.5 per cent of GDP – close to being agreed – that will in our view be sufficient to reach a primary surplus of 1.5 per cent of GDP by 2018. Our assessment is based on realistic assumptions informed by Greece’s track record, the international environment, and the latest data released by Eurostat.
Second, this target falls short of what Greece promised its European partners in July last year – namely that it would achieve a primary surplus of 3.5 per cent of GDP in 2018. If the Eurogroup decided to hold Greece to this target, we could support an additional effort to temporarily reach this level, although it is higher than what we consider economically and socially sustainable in the long-run (see below).
However, let there be no doubt that meeting this higher target would not only be very difficult to reach, but possibly counterproductive. Greece’s fiscal adjustment has in the past fallen short of what was needed because of the lack of structural reforms underlying the adjustment effort. We do not believe that it will be possible to reach a 3.5 per cent of GDP primary surplus by relying on hiking already high taxes levied on a narrow base, cutting excessively discretionary spending, and counting on one-off measures as has been proposed in recent weeks. The additional adjustment effort of 2 per cent of GDP would only be credible based on long overdue public sector reforms, notably of the pension and tax system.
Unfortunately, the contingency mechanism that Greece is proposing does not include such reforms. Instead, the authorities have offered to make short-term across-the-board cuts in discretionary spending – which has already been compressed to the point where the provision of public service is severely compromised – or transitory cuts in pension and wages not supported by fundamental parametric reforms. Based on past performance, such ad-hoc measures are not very credible, but they are also undesirable as they add to uncertainty and fail to resolve the underlying imbalances. I should also add that Greece has legislated a dozen contingency-type mechanisms in the past that have largely not worked.
Third, going forward, we do not expect Greece to be able to sustain a primary surplus of 3.5 per cent of GDP for decades to come. Only a few European countries have managed to do so, carried by a strong social consensus that is not in evidence in Athens. It would be unrealistic to expect future governments to resist pressure to relax fiscal policy over political cycles stretching far into the future. The recent experience – when first a center-right and then a center-left government quickly succumbed to easing pressures once a small primary surplus was achieved – should inform us against making such exceptional assumptions in the case of Greece. In our view, maintaining a primary surplus of 1.5 per cent of GDP over the foreseeable future may be achievable in the context of a successful program and strong European budget surveillance for many years to come thereafter.
I understand the urgency of the situation in the case of Greece and Europe as a whole, and our common objective is to quickly agree on a way forward. This requires compromises from all sides, and we have contributed our part by focusing conditionality on what we see as the absolute minimum, leaving important structural reforms to a later stage. However, for us to support Greece with a new IMF arrangement, it is essential that the financing and debt relief from Greece’s European partners are based on fiscal targets that are realistic because they are supported by credible measures to reach them. We insist on such assurances in all our programs, and we cannot deviate from this basic principle in the case of Greece. The IMF must apply the same standard to Greece as to other members of our institution.
Sincerely,
Christine Lagarde
© The Financial Times Limited 2016. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation