Δεν θα έπρεπε να βρισκόμαστε σε αυτό το σημείο. Η νομισματική τόνωση -είτε μέσω χαμηλότερων επιτοκίων είτε μέσω της ποσοτικής χαλάρωσης- είχε σχεδιαστεί για να ανεβάσει τις τιμές των στοιχείων ενεργητικού με την ελπίδα ότι τελικά θα τόνωνε την οικονομική ανάπτυξη και τον πληθωρισμό.
Τρία ήταν τα υποτιθέμενα κανάλια μετάδοσης. Πρώτον, οι υψηλότερες τιμές των στοιχείων ενεργητικού θα ενθάρρυναν τις εταιρείες να αντλήσουν πόρους από τις αγορές κεφαλαίου -παρακάμπτοντας το αδύναμο τραπεζικό σύστημα και αυξάνοντας τις κεφαλαιακές δαπάνες. Δεύτερον, θα έκαναν τα νοικοκυριά να αισθανθούν πλουσιότερα και λιγότερο πνιγμένα στο χρέος, δίνοντάς τους το περιθώριο να ξοδέψουν περισσότερο.
Τρίτον, οι υψηλότερες τιμές θα μείωναν τον κίνδυνο χρεοκοπιών και εξώσεων, στηρίζοντας την ανάκαμψη του τραπεζικού δανεισμού.
Υπήρχε και ένα τέταρτο κανάλι, για το οποίο οι κεντρικοί τραπεζίτες επέλεξαν κατά κύριο λόγο να κρατήσουν το στόμα τους κλειστό: η πιο χαλαρή νομισματική πολιτική θα οδηγούσε χαμηλότερα τη συναλλαγματική ισοτιμία.
Κανένας κεντρικός τραπεζίτης δεν θέλει να κατηγορηθεί ότι μετέχει σε «νομισματικούς πολέμους», οπότε δεν αναφερόταν ποτέ σε αυτό.
Σε κάθε περίπτωση, δεδομένου ότι τα τρία πέμπτα της παγκόσμιας οικονομίας προσπάθησαν να υποτιμηθούν έναντι των υπόλοιπων δύο πέμπτων, υπάρχουν λίγες ενδείξεις ότι η υποτίμηση έφερε πραγματικά αποτελέσματα: η στερλίνα, το γεν και το ευρώ βούτηξαν κατά τη διάρκεια εφαρμογής των αντίστοιχων QE, αλλά ο πληθωρισμός και στις τρεις περιπτώσεις παραμένει σχεδόν μηδενικός. Οι νομισματικοί πόλεμοι έχουν αποδειχθεί μια ευκαιρία για να παίξουν οι χώρες την αποπληθωριστική κολοκυθιά.
Τα καλά νέα είναι πως οι μεγάλες ποσότητες νομισματικής τόνωσης απέτρεψαν η κρίση του 2008 να μετατραπεί σε ένα νέο κραχ σαν και αυτό του 1929. Οι οικονομικές και χρηματοοικονομικές απώλειες των τελευταίων ετών είναι ελάχιστες σε σχέση με αυτές της δεκαετίας του 1930. Τα άσχημα νέα είναι πως τα κανάλια μέσω των οποίων υποτίθεται ότι θα μεταδιδόταν η νομισματική πολιτική έχουν διαβρωθεί.
Αν και οι κεντρικοί τραπεζίτες πέτυχαν να οδηγήσουν αρκετά υψηλότερα τις τιμές των στοιχείων ενεργητικού, ο σύνδεσμος ανάμεσα στην άνοδο αυτή και τις οικονομικές επιδόσεις αποδείχθηκε πολύ πιο αδύναμος από ό,τι αναμενόταν αρχικά. Μετά την κρίση, οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι σε συντριπτικό βαθμό χαμηλότεροι από ό,τι στον προ κρίσης κόσμο, ο πληθωρισμός έχει πλησιάσει πολλές φορές στο να μετατραπεί σε αποπληθωρισμό και παρά τις συζητήσεις για απομόχλευση, το χρέος είναι πιθανότατα ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα τώρα από ό,τι ήταν στην έναρξη της κρίσης που πυροδότησε η κατάρρευση της Lehman.
Tο πρόβλημα του χρέους έχει μετατοπιστεί γεωγραφικά. Αμέσως μετά το ξέσπασμα της κρίσης, καθώς τα δολάρια έπεφταν από τον ουρανό, καταγράφηκαν εισροές προς τις αναδυόμενες αγορές. Αρχικά, αυτό δεν φαινόταν σαν πρόβλημα: σε αντίθεση με προηγούμενα επεισόδια, δεν υπήρχαν προκλήσεις για το ισοζύγιο πληρωμών που να σχετίζονται με αυτή την ξαφνική αύξηση στη μόχλευση στις αναδυόμενες αγορές.
Από ό,τι φαίνεται ωστόσο, το πρόβλημα αυτό απλά δεν είχε γίνει ορατό. Η κατασκευαστική έκρηξη στην Κίνα -μια απάντηση στην ξαφνική απώλεια εσόδων από εξαγωγές- βοήθησε να ανέβουν οι παγκόσμιες τιμές των εμπορευμάτων.
Για πολλές αναδυόμενες αγορές αυτό πρόσφερε μια ευχάριστη ώθηση στις εξαγωγές, η οποία με τη σειρά της, σήμαινε ότι μπορούσαν να δανειστούν και να εισάγουν σαν τρελές, χωρίς να ανησυχούν πολύ για την ανάγκη διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, υψηλότερη παραγωγικότητα ή ουσιαστικές βελτιώσεις στο μέτωπο της ανταγωνιστικότητας.
Με την Κίνα να επιβραδύνεται και τη νομισματική πολιτική των ΗΠΑ να έχει αλλάξει πορεία, οι καλές εποχές έχουν φτάσει στο τέλος. Η κατάρρευση στις τιμές των εμπορευμάτων έχει φέρει στο φως μεγάλες αδυναμίες που σε ορισμένες περιπτώσεις -ειδικά στη Βραζιλία- μετέτρεψαν μια ισχυρή ανάπτυξη σε βαθιά ύφεση. Και καθώς η ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορίου έχει επιβραδυνθεί, ο ανεπτυγμένος κόσμος ανακαλύπτει ότι όποια και αν είναι τα κέρδη για τους καταναλωτές και τις μη πετρελαϊκές επιχειρήσεις από τις χαμηλότερες τιμές στο αργό, η οικονομική ανάπτυξη συνεχίζει να μένει πίσω από την αδύναμη επίδοση στις εξαγωγές, κάτι που οφείλεται στην τρομακτική πτώση του ρυθμού μεγέθυνσης των αναδυόμενων αγορών.
Για να το θέσω με διαφορετικό τρόπο, αν το χρέος ήταν ένα από τα μεγάλα προβλήματα που οδήγησαν στην κρίση του 2008, είναι ένα πρόβλημα που δεν έχει λυθεί. Ακόμα χειρότερα, στον βαθμό που οι χαμηλότερες τιμές των εμπορευμάτων μπορεί να σηματοδοτούν μια συνέχιση των αποπληθωριστικών τάσεων στην παγκόσμια οικονομία, το πρόβλημα του χρέους κινδυνεύει να γίνει χειρότερο σε πραγματικούς όρους, ανεξάρτητα από τα πειράματα μείωσης των επιτοκίων κάτω από το μηδέν.
Υπό το πρίσμα αυτό πρέπει να εξεταστούν τα οικονομικά τραύματα που έχουν εμφανιστεί από την έναρξη της χρονιάς. Θα ήταν ηλίθιο να υποστηρίξει κανείς πως οι επενδυτές ανακάλυψαν ξαφνικά την αλήθεια. Μοιάζει περισσότερο με μια αντίδραση πανικού παρά μια ορθολογική αποτίμηση των δεδομένων. Ωστόσο οι συνθήκες για το ξέσπασμα του πανικού διαμορφώθηκαν πριν πολύ καιρό. Η νομισματική τόνωση δημιούργησε ένα χάσμα ανάμεσα στην ελπίδα -όπως έχει εκφραστεί στις τραβηγμένες αποτιμήσεις- και στην οικονομική πραγματικότητα.
Σε κάποιο σημείο, το χάσμα αυτό ήταν κοντά στο να κλείσει. Οι αισιόδοξοι πίστεψαν ότι θα γίνει μέσω μιας παρατεταμένης επιτάχυνσης της ανάπτυξης και του πληθωρισμού. Ωστόσο, ο πληθωρισμός και η ανάπτυξη έχουν επιβραδυνθεί σε παγκόσμιο επίπεδο. Με την οικονομική πραγματικότητα να παραμένει ζοφερή, η οικονομική ελπίδα φαίνεται να ξεθωριάζει γρήγορα. Και με τα επιτόκια να παραμένουν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, οι κεντρικές τράπεζες δεν έχουν πλέον τα πυρομαχικά για να αλλάξουν το κλίμα στις αγορές. Μπορεί για άλλη μια φορά να ανακαλύψουμε ότι η αύξηση των τιμών των στοιχείων ενεργητικού για την τόνωση της ανάπτυξης δεν πρόκειται να έχει αίσιο τέλος.
*Ο Stephen King είναι επικεφαλής ανάλυσης της HSBC και συγγραφέας του ‘When the Money Runs Out’.
© The Financial Times Limited 2016. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation