Όταν είναι γεμάτα τα απογεύματα στο οικογενειακό ξενοδοχείο του Jonny Sauerwein στη Σαξονία, εκείνος μπορεί να απασχολήσει περισσότερα εργατικά χέρια. Ανάμεσα στα εννέα μέλη του δυναμικού του υπάρχουν δύο «mini-jobbers», που δεν δουλεύουν με σταθερό ωράριο αλλά μόνο όταν προκύπτει ανάγκη.
«Σχεδιάζουμε εκ των προτέρων και όταν έχουμε συγκεκριμένες εκδηλώσεις στο ημερολόγιο -όπως ένα οικογενειακό πάρτι ή μια συγκέντρωση συναδέλφων-, μπορούμε τότε να απασχολήσουμε τους mini-jobbers», είπε ο κ. Sauerwein.
Πριν από μία δεκαετία, η υψηλή ανεργία και η ασθενής ανάπτυξη κατέστησαν τη Γερμανία τον «άρρωστο της Ευρώπης», αλλά σήμερα η ακμάζουσα οικονομία της προβλέπεται να αναπτυχθεί κατά 2,1 φέτος και το ποσοστό της ανεργίας της, του 4,7%, προκαλεί τον φθόνο στους Ευρωπαίους γείτονές της.
Οι mini-jobs είναι εμβληματικές των μεταρρυθμίσεων στην εργασία, οι οποίες έχουν βοηθήσει στο να ανακουφιστεί η ανεργία και να τονωθεί η παραγωγικότητα στη Γερμανία, παρέχοντας, λένε οι υποστηρικτές τους, μια απαραίτητη δικλείδα ασφαλείας για μία ιδιαίτερα οργανωμένη οικονομία. Περισσότεροι από 6 εκατ. άνθρωποι, πολλοί από αυτούς φοιτητές και συνταξιούχοι που εργάζονται στον τομέα των υπηρεσιών, κερδίζουν μέχρι και 450 ευρώ τον μήνα, χωρίς φορολογία και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης.
Αυτές οι μεταρρυθμίσεις έχουν γίνει πρότυπο για την υπόλοιπη Ευρώπη: Οι mini-jobs έχει εξαχθεί στην Ισπανία ως los minijobs. «Η Γερμανία έχει θεσπίσει μία τάση όταν πρόκειται για τη διαρθρωτική μεταρρύθμιση στην αγορά εργασίας», είπε ο Andreas Rees, Γερμανός οικονομολόγος στην τράπεζα UniCredit.
Αλλά εδώ και περισσότερα από 10 χρόνια από την εισαγωγή των μεταρρυθμίσεων Hartz του καγκελάριου Gerhard Schroeder, ακόμη μαίνεται η διαμάχη σχετικά με τον αντίκτυπό τους. Καθώς η εργασία γίνεται πιο επισφαλής στην Ευρώπη και οι χτυπημένες από την κρίση οικονομίες αντλούν την έμπνευσή τους από την εμπειρία της Γερμανίας, κάποιες από τις πλέον χαρακτηριστικές μεταρρυθμίσεις του Βερολίνου μπορεί να καταργηθούν.
Οι μεταρρυθμίσεις του 2003 κάλυψαν μία αλλαγή στις εργασιακές σχέσεις της Γερμανίας, η οποία ξεκίνησε όταν έπεσε το Τείχος του Βερολίνου και αυξήθηκε η ανεργία. Οι μεταρρυθμίσεις περιλάμβαναν την εισαγωγή των mini-jobs και τη χαλάρωση των περιορισμών στην προσωρινή εργασία. Έγινε ευκολότερο για τις μικρές επιχειρήσεις να προσλαμβάνουν και να απολύουν, και οι άνεργοι μπορούσαν να διεκδικήσουν τα επιδόματα μόνο 12 μηνών, ενώ πριν ήταν στα τρία έτη.
Την ίδια στιγμή, η άφιξη του ανταγωνισμού από την ανατολική Ευρώπη δυνάμωσε τη διαπραγματευτική ισχύ των εργοδοτών. Ο Jörg Krämer, οικονομολόγος της Commerzbank, είπε: «Οι συμφωνίες χτυπήθηκαν με τα συμβούλια των εργαζομένων -μπορούμε να μετατοπίσουμε την παραγωγή μας στην ανατολική Ευρώπη, ή μπορούμε να συμφωνήσουμε για ελαστικότητα στην εργασία και σε αντάλλαγμα να εγγυηθούμε την απασχόληση».
Αλλά καθώς εισήχθησαν οι μεταρρυθμίσεις, άνοιξε ένα χάσμα ανάμεσα στους λιγότερο καταρτισμένους εργαζομένους και τους περισσότερο καταρτισμένους ομολόγους τους. Οι καλύτερα αμειβόμενοι είδαν τον μισθό τους να ανεβαίνει κατά 25% μεταξύ 1999 και 2000, ενώ το χαμηλότερο πέμπτο των εργαζομένων σε θέσεις πλήρους απασχόλησης με κοινωνική ασφάλιση είδε το δικό του να αυξάνεται κατά 7,5%, σύμφωνα με την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Εργασίας της Γερμανίας. Την ίδια στιγμή, τα γερμανικά αγαθά έγιναν πιο ανταγωνιστικά στην τιμή, σημείωσε ο ΟΟΣΑ, συνδράμοντας μία αύξηση της παραγωγικότητας της τάξης του 1,1% ετησίως, μεταξύ 2000 και 2012.
«Το συνολικό αποτέλεσμα (αυτών των μεταρρυθμίσεων) ήταν: α) Περιορισμός στους μισθούς, β) μία διάκριση μισθών και γ) μια τεράστια ελαστικοποίηση των ωρών εργασίας», είπε ο κ. Krämer. «Αυτό είχε τη μεγαλύτερη επιτυχία του (κατά τη διάρκεια της κρίσης) το 2008, 2009, όταν οι επιχειρήσεις μετά βίας απέλυαν κάποιον, αλλά μείωναν τις κατά κεφαλήν ώρες εργασίας».
Ενώ ο ΟΟΣΑ λέει ότι η προστασία της απασχόλησης στη Γερμανία, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στους εργαζόμενους σε μόνιμες θέσεις, παραμένει υψηλότερη σε σχέση με τη Γαλλία και την Ισπανία, αυτές οι μεταρρυθμίσεις επιτεύχθηκαν, λένε οι κριτικοί, με το κόστος μίας αυξανόμενα άνισης κοινωνίας. Ο τομέας των χαμηλόμισθων της Γερμανίας –που ορίζεται ως εκείνους που κερδίζουν δύο τρίτα του μέσου μισθού- αυξήθηκε από 16% του εργατικού δυναμικού στα μέσα της δεκαετίας του 1990, στο 22% μέχρι το 2009.
Η Annelie Buntenbach, μέλος του συμβουλίου της GDB, της Συνομοσπονδίας Γερμανικών Συνδικάτων, είπε: «(Οι μεταρρυθμίσεις) οδήγησαν σε μισθούς με τους οποίους δεν μπορεί να ζήσει κάποιος και σε εργασιακές σχέσεις που είναι αβέβαιες».
Ο δημόσιος διάλογος σχετικά με την ανισότητα άφησε το στίγμα του στις τελευταίες ομοσπονδιακές εκλογές και είχε ως αποτέλεσμα την εισαγωγή φέτος ενός κατώτατου μισθού 8,50 ευρώ την ώρα, ένα επίπεδο αμοιβής που καθιστά κάποιους mini-jobbers ικανούς να έχουν κοινωνική ασφάλιση.
Ο αριθμός των mini-jobs μειώθηκε κατά 200.000, από 6,85 εκατ. στα τέλη του περασμένου έτους σε 6,6 εκατ. τον φετινό Μάρτιο, είπε ο Karl Brenke, οικονομολόγος με ειδίκευση στην αγορά εργασίας, στο οικονομικό ινστιτούτο DIW.
Περαιτέρω αλλαγές στις μεταρρυθμίσεις Hartz είναι πιθανό να γίνουν. Η υπουργός Εργασίας της Γερμανίας, Andrea Nahles, σοσιαλδημοκράτης, ετοιμάζεται να εισάγει νομοθεσία για να περιορίσει τις συμβάσεις προσωρινής εργασίας. Η υπουργός είπε ότι ο συνασπισμός της κ. Merkel «θα κάνει την προσωρινή εργασία, καλή εργασία».
Για τη Monika Riechel, 60 ετών, μία συνταξιούχο πρώην τραπεζική υπάλληλο στο Βερολίνο, μία mini-job ήταν ένας τρόπος για να επιστρέψει στη δουλειά ενώ θα της έμενε αρκετός χρόνος για να δει τα εγγόνια της και να φροντίσει την ηλικιωμένη μητέρα της. Είπε: «Είναι περισσότερα χρήματα για ελεύθερο χρόνο. Τα χρησιμοποιώ για να πάω σε συναυλίες, για να φάω έξω και να πάω σινεμά. Κάνω πολλά από αυτά, οπότε είναι χρήσιμα».
Αλλά για κάποιους, η εμπειρία της εργασίας με συμβάσεις μειωμένων ωρών είναι βαθιά αποκαρδιωτική».
Ένας φοιτητής που εργάζεται part time σε μία νέα τεχνολογική επιχείρηση στο Βερολίνο είπε ότι πολλοί από τους συναδέλφους του παλεύουν σκληρά για να τα βγάλουν πέρα.
Ο υπάλληλος στη νέα επιχείρηση, ο οποίος ζήτησε να παραμείνει ανώνυμος, είπε: «Είμαστε με βραχυπρόθεσμες συμβάσεις ορισμένου χρόνου που ανανεώνονται -ή όχι- κάθε έξι μήνες. Ο εργοδότης μου το κάνει αυτό για να διατηρήσει ένα ευέλικτο εργατικό δυναμικό (...) Όπως μπορείτε να φανταστείτε, βάζει τους εργαζόμενους σε μία πολύ επισφαλή κατάσταση».
© The Financial Times Limited 2015. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation