Σύμφωνα με τον John Maynard Kaynes «το αναμενόμενο ποτέ δεν συμβαίνει• πάντα είναι το απρόβλεπτο». Έχοντας εμμονή με τα προβλήματα της Ελλάδας και της ευρωπεριφέρειας, οι αγορές αγνοούν τους αυξανόμενους κινδύνους του πυρήνα, και ιδιαίτερα της Ιταλίας και της Γαλλίας.
Η Ιταλία και η Γαλλία αντιμετωπίζουν αυξανόμενα προβλήματα υψηλού χρέους, χαμηλής ανάπτυξης, ανεργίας, ισχνών δημοσιονομικών, έλλειψης ανταγωνιστικότητας και ανικανότητας να προχωρήσουν στις απαραίτητες προσαρμογές. Οι μειώσεις στις τιμές της ενέργειας σε συνδυασμό με τα χαμηλά κόστη δανεισμού και το πιο αδύναμο ευρώ δεν μπορούν να κρύψουν για πάντα τα βαθιά και άλυτα προβλήματα.
Το συνολικό χρέος της πραγματικής οικονομίας της Ιταλίας (κρατικό, νοικοκυριών και επιχειρήσεων) είναι περίπου στο 259% του ΑΕΠ, αυξημένο κατά 55% έναντι του 2007. Το αντίστοιχο χρέος της Γαλλίας είναι περίπου 280% του ΑΕΠ, αυξημένο κατά 66% από το 2007. Τα στοιχεία αυτά αγνοούν τις μη χρηματοδοτούμενες συντάξεις και τις υποχρεώσεις στον τομέα της υγείας, καθώς και τις δεσμεύσεις για τα πακέτα διάσωσης της ευρωζώνης.
Η Ιταλία εμφανίζει έλλειμμα στον προϋπολογισμό ύψους 2,9%. Το δημόσιο χρέος είναι γύρω στα 2,6 τρισ. ευρώ, πλησιάζοντας το 140% του ΑΕΠ. Το γαλλικό δημόσιο χρέος ξεπερνά τα 2,4 τρισ. ευρώ, ή το 95% του ΑΕΠ. Το έλλειμμα είναι στο 4,2% του ΑΕΠ, ενώ ο γαλλικός προϋπολογισμός δεν υπήρξε ούτε μια φορά ισοσκελισμένος από το 1974.
Η οικονομία της Ιταλίας έχει συρρικνωθεί κατά περίπου 10% από το 2007, καθώς η χώρα υπέστη τριπλή ύφεση. Η ανεργία της Ιταλίας ξεπερνά το 12%, με την ανεργία των νέων γύρω στο 44%. Το γαλλικό ΑΕΠ είναι αναιμικό, με την ανεργία άνω του 10% και την ανεργία στους νέους άνω του 25%.
Οι εμπορικές επιδόσεις είναι υποτονικές. Το πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών ύψους 1,9% της Ιταλίας αντανακλά την επιδείνωση της εγχώριας οικονομίας και όχι την εξαγωγική ευρωστία. Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών της Γαλλίας ύψους περίπου 0,9% του ΑΕΠ αντανακλά μια συρρίκνωση του μεριδίου στην παγκόσμια εξαγωγική αγορά.
Τα προβλήματα της Ιταλίας και της Γαλλίας είναι δομικά και δεν μπορούν να αποδοθούν στην κρίση χρέους της ευρωζώνης. Οι υψηλοί μισθοί, η ανελαστικότητα στην αγορά εργασίας, τα γενναιόδωρα επιδόματα, οι μεγάλοι δημόσιοι τομείς και οι περιοριστικές εμπορικές πρακτικές είναι τεράστια ζητήματα.
Ιταλία και Γαλλία κατατάσσονται στην 49η και 23η θέση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ σε επίπεδο ανταγωνιστικότητας, πολύ πίσω από τη Γερμανία (4η) και τη Βρετανία (10η). Σε μελέτες της Παγκόσμιας Τράπεζας η Ιταλία και η Γαλλία κατατάσσονται στην 56η και 31η θέση σε ότι αφορά την ευκολία του επιχειρείν. Η Διεθνής Διαφάνεια κατατάσσει την Ιταλία στην 69η θέση μεταξύ 175 χωρών σε ότι αφορά τα επίπεδα της δημόσιας διαφθοράς, στα ίδια περίπου επίπεδα με τη Ρουμανία, την Ελλάδα και τη Βουλγαρία.
Η έλλειψη ανταγωνιστικότητας γίνεται εντονότερη λόγω του ενιαίου νομίσματος. Ιταλία και Γαλλία αντιμετώπιζαν ένα υπερτιμημένο κατά 15-25% νόμισμα, μέχρι την πρόσφατη πτώση του ευρώ. Καθώς δεν έχουν πλέον την δυνατότητα υποτίμησης της λίρας ή του φράγκου για να βελτιώσουν την διεθνή ανταγωνιστικότητά τους, και οι δυο χώρες βασίζονται όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια σε δημόσιες δαπάνες που χρηματοδοτούνται μέσω χρέους προκειμένου να διατηρήσουν την οικονομική τους δραστηριότητα και το βιοτικό επίπεδο.
Η πρόοδος στις προτεινόμενες δομικές αλλαγές είναι αργή. Ασχέτως αν η οικονομία βελτιώνεται ή επιδεινώνεται, οι μεταρρυθμίσεις συχνά «μπαίνουν στο ράφι» καθώς ο χρόνος δεν θεωρείται ευνοϊκός. Μια βαθιά αντιπάθεια προς τις αγορές και τις επιχειρήσεις βάζει φρένο στις αλλαγές.
Η Γαλλία και η Ιταλία μπορεί να μην καταφέρουν να αποφύγουν μια οικονομική κρίση. Το πραγματικό ΑΕΠ θα πρέπει να αυξηθεί με ρυθμό διπλάσιο του προβλεπόμενου προκειμένου να σταθεροποιηθούν και στη συνέχεια να μειωθούν τα επίπεδα του χρέους ως προς το ΑΕΠ.
Εναλλακτικά, θα χρειαστούν βαθιές μειώσεις στα δημοσιονομικά ελλείμματα, προκειμένου να αρχίσει η απομόχλευση. Η απαραίτητη δημοσιονομική προσαρμογή περίπου 2% του ΑΕΠ θα ήταν αυτοκαταστροφική, δημιουργώντας έναν γνώριμο κύκλο χαμηλότερης ανάπτυξης, αυξανόμενων ελλειμμάτων στον προϋπολογισμό και υψηλότερου δανεισμού.
Μια αδύναμη οικονομία και χαμηλός πληθωρισμός τελικά θα προκαλέσουν αύξηση του χρέους πάνω από τα κρίσιμα επίπεδα, πυροδοτώντας μια κλιμάκωση.
Ο πρόεδρος Φρανσουά Μιτεράν πίστευε πως «πρέπει να δοθεί χρόνος προκειμένου ο χρόνος να κάνει τη δουλειά του». Όμως τα τελευταία 15-20 χρόνια, η Ιταλία και η Γαλλία υπόσχονται ουσιαστική μεταρρύθμιση. Δυστυχώς, ο χρόνος τελειώνει, με σοβαρές συνέπειες για τις χώρες, το ευρωπαϊκό project και τους επενδυτές ιταλικών και γαλλικών ομοόγων και μετοχών.
* Ο Satyajit Das είναι πρώην τραπεζίτης και συγγραφέας του «Extreme Money and Traders Guns & Money»
© The Financial Times Limited 2015. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation