Όταν κάποιοι πλούσιοι επενδυτές ανταγωνίζονται για να αγοράσουν μία ιδιοκτησία, έχουν σίγουρα μια ξεκάθαρη ιδέα της χρηματικής της αξίας; Ο Jussi Pylkkänen, πρόεδρος της Christie, ο οποίος το βράδυ της Δευτέρας δημοπράτησε το έργο «Les Femmes d'Alger» ("Οι Γυναίκες του Αλγερίου" [Εκδοχή "O"]) του Πικάσο σε έναν ανώνυμο αγοραστή για $179,4 εκατ., πιστεύει ότι έχει.
«Πολλοί πιστεύουν ότι το να αγοράσει κανείς τέχνη είναι μια επιπόλαιη ενασχόληση, αλλά οι αγοραστές αυτοί γνωρίζουν πολύ καλά τι αξίζει το αντικείμενο, και λαμβάνουν αποφάσεις με έναν εξαιρετικά προσεκτικό τρόπο», διαβεβαιώνει o κ. Pylkkänen. Τονίζει μάλιστα ότι οι τελικές προσφορές για τον Πικάσο, σε μια δημοπρασία της Νέας Υόρκης που πούλησε 34 έργα του 20ού αιώνα για συνολικά $706 εκατ., προχωρούσαν προσεκτικά, με άνοδο $500.000 κάθε φορά.
Εν μέσω δημοπρασιών που σπάνε όλα τα ρεκόρ σε Λονδίνο και Νέα Υόρκη, η τέχνη αντιμετωπίζεται όλο και περισσότερο ως επενδυτικό κεφάλαιο. Το «Swamped» (βαλτωμένος-οι), πίνακας του Peter Doig, ενός 56χρονου καλλιτέχνη από τη Σκωτία, πωλήθηκε για $25,9 εκατ. τη Δευτέρα το βράδυ. Δισεκατομμυριούχοι πετούν μέχρι το Art Basel στο Μαϊάμι για να αγοράσουν από μεγάλες γκαλερί, ιδιωτικοί τραπεζίτες συμβουλεύουν τους πελάτες τους να επενδύσουν στην τέχνη και αριστουργήματα έχουν γεμίσει τις αποθήκες των λιμανιών στη Γενεύη.
Βέβαια οι πίνακες δεν είναι ασφαλιστικά συμβόλαια. Η χρηματική αξία κάθε έργου τέχνης παραμένει άγνωστη και άυλη, όπως και το χαμόγελο της Μόνα Λίζα. Όπως άλλωστε το έθεσε και ο οικονομολόγος William Baumol πριν από 30 χρόνια, οι τιμές των έργων «ανεβοκατεβαίνουν λίγο-πολύ χωρίς λόγο... Ξεφεύγουν κατά καιρούς λόγω της δραστηριότητας εκείνων που αντιμετωπίζουν τα έργα τέχνης ως επένδυση». Αυτοί που αναζητούν εσωτερική αξία, με τη χρηματική έννοια του όρου, θα πρέπει να ψάξουν αλλού.
Ακόμα όμως κι αν δεν ξέρουμε ποιος αγόρασε τον Πικάσο, μπορούμε τουλάχιστον -πέρα από το γεγονός ότι μπορεί να πληρώσει $179 εκατ. για ένα έργο το οποίο θα ήταν μάλλον δύσκολο να πουλήσει στην ίδια τιμή σε συνθήκες πανικού- να εικάσουμε το κίνητρό του. Η αληθινή αξία της αγοράς αυτής έγκειται στο να κατέχεις ένα έργο που ξέρεις ότι η Tate ή το Getty θα ήθελαν απεγνωσμένα να επιδείξουν δημοσίως, ενώ εσύ μπορείς να το θαυμάζεις στο σπίτι σου, μόνος ή με τους φίλους σου.
Άλλωστε, ο μόνος τρόπος να αποδείξεις ότι είσαι και αρκετά καλλιεργημένος και αρκετά πλούσιος, ώστε να έχεις κάποιον σημαντικό πίνακα του Πικάσο στην ιδιωτική σου συλλογή, είναι να αγοράσεις έναν. Οι οίκοι δημοπρασίας κερδίζουν με το να τον κρατούν για λίγη ώρα μπροστά σου, ενώ ταυτόχρονα προσφέρονται να τον πουλήσουν στους ανταγωνιστές σου.
«Ξαφνικά λές: Δεν πρόκειται να ξαναέχω αυτήν την ευκαιρία και τότε είσαι έτοιμος να δώσεις όλα όσα χρειάζονται», αναφέρει ο κ. Pylkkänen για τους πιο μεγάλους συλλέκτες του κόσμου.
Τα έργα τέχνης είναι μια «πολύ ορθολογική επιλογή για αυτούς που αποκομίζουν ένα μεγάλο ποσοστό απόδοσης στην επένδυσή τους υπό τη μορφή της αισθητικής απόλαυσης», κατέληξε στην ανάλυσή του ο William Baumol. Και ο οικονομολόγος John Picard Stein έγραψε αντίστοιχα το 1977: «Οποιεσδήποτε εξαιρετικές επιδόσεις προκύπτουν από πίνακες ζωγραφικής μπορούν να αποδοθούν αποκλειστικά στην απόλαυση εκείνου που τους βλέπει, και δεν μπορεί να εκτιμηθεί από κερδοσκόπους».
Υπάρχουν τόσο κοινωνικές όσο και αισθητικές απολαβές. Η αξία σε status που έχει το να αγοράζει κανείς τέχνη -να προσκαλείται π.χ. σε δείπνα των γκαλερί και των μουσείων και να θεωρείται άτομο εξαιρετικού γούστου- είναι πολύ ελκυστική. Το 61% των συλλεκτών που ερωτήθηκαν την περασμένη χρονιά από τη λογιστική εταιρία Delloite παραδέχτηκαν αυτό τους το κίνητρο.
Παρά τις προσπάθειες να εξηγηθεί ορθολογικά η πλημμυρίδα χρήματος που εισρέει πρόσφατα στην τέχνη, οι χρηματικές απολαβές από αυτήν είναι αρκετά πιο αβέβαιες. Οι πωλήσεις στην τέχνη ανέβηκαν στα €51 δισ. πέρυσι, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Ίδρυμα Καλών Τεχνών (European Fine Art Foundation), ξεπερνώντας το προηγούμενο υψηλό του 2007, στα €48 δισ. Μπορεί να είναι απλώς σταγόνα στον ωκεανό των $294 τρισ. των παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών επενδύσεων, δεν παύουν όμως να αναζητούν μια εξήγηση.
Κι αυτό είναι ιδιαίτερα δύσκολο. Ο δείκτης Mei Moses World All Art, ο οποίος καταγράφει τις τιμές των έργων που πωλούνται στις δημοπρασίες, έχει ανέβει 7% το διάστημα 2003 - 2013 - ελάχιστα λιγότερο από το δείκτη Standard & Poor's 500 (η σύγχρονη τέχνη πέτυχε μάλιστα υψηλότερη απόδοση, δηλ. 10,5%). Σύμφωνα με αυτό, σε κάποιους δείκτες και για κάποιες δεκαετίες η τέχνη τα καταφέρνει καλύτερα από τα ομόλογα. Όμως υπάρχουν λόγοι να είναι κανείς επιφυλακτικός.
Ο ένας είναι ότι η μέτρηση αυτή περιλαμβάνει τις αποδόσεις έργων που πωλούνται κι εν συνεχεία μεταπωλούνται σε μεταγενέστερες δημοπρασίες, όμως αγνοεί όσα έργα δεν έρχονται ποτέ ξανά στην επιφάνεια, πιθανότατα επειδή έχουν πέσει σε αξία. Ένας δεύτερος λόγος είναι ότι η αγορά τέχνης είναι αρκετά στατική και ταυτόχρονα ακαθόριστη. Κανένας πίνακας, ακόμα και από τον ίδιο καλλιτέχνη, δεν είναι ακριβώς ισότιμος με έναν άλλο. Ένας τρίτος λόγος είναι ότι τα έξοδα της συναλλαγής είναι εξαιρετικά υψηλά. Οι οίκοι δημοπρασιών χρεώνουν τους αγοραστές περίπου 20%!
Η πιο παράξενη πλευρά της αγοράς είναι (μεταξύ άλλων) ότι οι πιο πλούσιοι συλλέκτες παίρνουν τα πιο απρόβλεπτα ρίσκα, τουλάχιστον όταν ποντάρουν σε δημοπρασίες κι όχι όταν αγοράζουν άμεσα από τις γκαλερί. Αριστουργήματα όπως το «Les Femmes d'Alger» συχνά χάνουν σε απόδοση μακροπρόθεσμα, ενώ λιγότερο επιφανείς πίνακες έχουν περισσότερες πιθανότητες σταθερής απόδοσης. Tα αριστουργήματα μπορεί να χάσουν τη λάμψη τους - η μεταπολεμική τέχνη σήμερα κερδίζει σε αξία, ενώ τα παλαιότερα έργα ξεθωριάζουν. Ο κ. Doig ξεπέρασε τον Damien Hirst, αλλά ο αγοραστής του Swamped δεν γνωρίζει πόσο θα κρατήσει αυτό.
Οι αναλυτές Jianping Mei και Michael Moses προειδοποίησαν σε μια μελέτη τους για τις τιμές των ετών 1955 και 2004 ότι οι επενδυτές δεν πρέπει να έχουν «εμμονές με τα αριστουργήματα κι ότι πρέπει να φυλάγονται από τις υπερβολικές προσφορές σε δημοπρασίες».
Ή ίσως κάτι τέτοιο δε χρειάζεται; Το να αψηφούν τις πιθανότητες, το να κάνουν μια γενναία δημόσια επίδειξη τόλμης και τελικά το να αποκτούν έναν σημαντικό πίνακα του Πικάσο μπορεί να είναι αρκετό. «Το να στέκεσαι μπροστά από το αντικείμενο και το να υπάρχουν άνθρωποι που ξέρουν ότι εσύ είσαι ο αγοραστής αξίζει όλα τα λεφτά στον κόσμο», λέει ο Jeff Rabin, συνιδρυτής της Artvest, μιας συμβουλευτικής εταιρίας για αγορές έργων τέχνης στη Νέα Υόρκη.
Δεν υπάρχει αμφιβολία για το ότι οι Γυναίκες του Αλγερίου είναι ένα απολύτως ξεχωριστό έργο τέχνης. Το εάν θα αποτελέσει και μία εξαιρετική επένδυση είναι άλλο ζήτημα. Για τον αγοραστή, αυτό μπορεί να μην παίζει κανένα ρόλο.
© The Financial Times Limited 2015. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation