Το μυστικό της επιτυχίας του Warren Buffett

Μπορεί να μιμηθεί κανείς τον Warren Buffett; Μπορεί να γίνει κλωνοποίηση του Προφήτη της Όμαχα; Ποια είναι τα μυστικά της επιτυχίας του και τι αποκαλύπτουν οι πιο στενοί του συνεργάτες για τον τρόπο που λειτουργεί. Πώς μετέτρεψε μία επιχειρηματική αποτυχία σε κολοσσό.

  • Του John Gapper
Το μυστικό της επιτυχίας του Warren Buffett

Στην 50ή επέτειο της Berkshire Hathaway, του επενδυτικού και πλέον βιομηχανικού κολοσσού που πλέον απασχολεί 341.000 εργαζομένους και είναι η τέταρτη εταιρεία με τη μεγαλύτερη κεφαλαιοποίηση στις ΗΠΑ, το ερώτημα είναι: Μπορεί να μιμηθεί κανείς τον Γ. Μπάφετ; Μπορεί να γίνει κλωνοποίηση του Προφήτη της Όμαχα;

Ο Τσάρλι Μάνγκερ, ο εδώ και χρόνια εταίρος του, εκτιμά πως ελάχιστοι άνθρωποι μπορούν να τον μιμηθούν. «Πιστεύω ότι μπορούν να εφαρμοστούν διαφορετικές εκδοχές του συστήματος Berkshire» αναφέρει ο ίδιος στην ετήσια επιστολή του προς του μετόχους. Το «σύστημα» δεν είναι τίποτε άλλο από μία ήπια δικτατορία «που εξαρτάται πολύ από τον ηγέτη εδώ και πολύ-πολύ καιρό καθώς ο ίδιος συνεχώς βελτιώνεται».

Δεν μπορούμε όλοι να γίνουμε 84χρονοι – όχι τώρα τουλάχιστον – αλλά είναι περίεργο πώς τόσο λίγα funds ή επιχειρήσεις λειτουργούν όπως η Berkshire Hathaway, δεδομένης της τεράστιας επιτυχίας της.   

Έχοντας επίγνωση του χρόνου που περνά, οι κύριοι Μπάφετ και Μάνγκερ αναπτύσσουν επί μακρόν στην επιστολή τους πώς εκείνος λειτουργεί. Μου φαίνεται ότι όσα λένε συνοψίζονται σε τρεις συμβουλές. Τις δύο μπορούν να τις εφαρμόσουν και άλλοι, αλλά όχι την τρίτη.

Πρώτον, υπομονή. Όπως το θέτει ο κ. Μάνγκερ, ο κ. Μπάφετ πάντα υπεδείκνυε «μία σχεδόν υπεράνθρωπη υπομονή». Η ίδια η Berkshire Hathaway ήταν μία αποτυχία – ένα αμερικανικό εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας που σταδιακά κατέρρευσε. Ο Γουόρεν Μπάφετ, κατά την πρώτη δεκαετία, αγόρασε μία - δύο άλλες επιχειρήσεις. Αρνήθηκε να βιαστεί για χάρη της ανάπτυξης, περιμένοντας να του προσφερθούν «καταπληκτικές επιχειρήσεις σε δίκαιες τιμές».  

Έχει πολύ μεγαλύτερο χρονικό ορίζονται από οποιονδήποτε άλλον. Ακόμη και τώρα, σε έναν κόσμο όπου τα στελέχη και οι διαχειριστές κεφαλαίων κρίνονται με βάση την τριμηνιαία τους απόδοση, τα hedge funds προσπαθούν να κάνουν τις εταιρείες να καταβάλλουν μετρητά και οι τραπεζίτες ωθούν συγχωνεύσεις και εξαγορές, τρία με πέντε χρόνια θεωρείται «μακροπρόθεσμος ορίζοντας». Τόσο καιρό χρειάζεται για ένα private equity fund να αγοράσει, να φτιάξει και να πουλήσει μια εταιρεία.

Για τον κ. Μπάφετ όμως, όπως και για οποιονδήποτε θέλει να αποταμιεύσει για τη συνταξιοδότησή του, είναι μόλις μία ριπή οφθαλμού. Τα καλύτερα αποτελέσματα προέρχονται από την αγορά και τη διακράτηση τοποθετήσεων για δεκαετίες, όταν οι συνολικοί τόκοι και τα μερίσματα που έχουν επανεπενδυθεί κάνουν τα μαγικά τους. Όπως αναφέρει και η επιστολή, ο δείκτης Standard & Poor’s 500, περιλαμβανομένων μερισμάτων, έχει κερδίσει 11,196% τις τελευταίες 5 δεκαετίες της ύπαρξης της Berkshire.

Στη μεγάλη εικόνα, οι περισσότερες οικονομικές δραστηριότητες και συμφωνίες είναι κυρίως χάσιμο χρημάτων καθώς εξυπηρετούν μόνο για τον πλουτισμό των συμβούλων και των στελεχών, χωρίς να ευνοούν τους επενδυτές. «Συχνά, η καλύτερη απόφαση είναι να μην κάνεις τίποτα» γράφει ο κ. Μπάφετ. Αγόρασε, απομακρύνσου από τη φασαρία της αγοράς και μείνει εκεί.

Δεύτερον, απέφυγε τη δημόσια εγγραφή. Η Berkshire έχει προχωρήσει σε δημόσια εγγραφή, είναι μία εισηγμένη επιχείρηση, αλλά από πολλές πλευρές εξακολουθεί και λειτουργεί σαν να μην είναι. Είναι ένα περίεργο κράμα ομίλου private equity, γιγαντιαίου επενδυτικού fund και – όπως το θέτει ο κ. Μπάφετ – «εκτεταμένης κοινοπραξίας». Δεν χωράει σε κάποιον από τους συνηθισμένους επιχειρηματικούς όρους.

Η λειτουργική της αρχή, ωστόσο, είναι σαφής. Ο κ. Μπάφετ προσπαθεί να αγοράσει επιχειρήσεις ή μετοχές σε επιχειρήσεις, με ισχυρά brand και franchise που δεν μπορούν να υπονομευθούν εύκολα και τα οποία έχουν υψηλότερα margin. Κατά συνέπεια, η Berkshire ελέγχει σιδηροδρομικές εταιρίες, επιχειρήσεις leasing, κατασκευαστικές και πολλές ακόμη στέρεες και σταθερές επιχειρήσεις.

Αυτές δημιουργούν ρευστότητα, η οποία επανεπενδύεται στις επιχειρήσεις ή επιστρέφεται στον ίδιο για να την επενδύσει αλλού. Έχει 20 δισ. δολάρια σε ρευστότητα και Treasuries, για έκτακτες περιπτώσεις, και μπορεί να δανειστεί ακόμη περισσότερα εάν θέλει (ετοιμάζεται έκδοση ομολόγου σε ευρώ). Οι μέτοχοι της Berkshire δεν παίρνουν μετρητά – δεν πληρώνει μέρισμα – αλλά οι μετοχές με δικαίωμα ψήφου αξίζουν 219.000 εκάστη.

Για τις επιχειρήσεις που ανήκουν στην Berkshire, είναι θετικό να μην υπάρχει δημόσια εγγραφή. Δεν χρειάζεται να δημοσιεύουν αποτελέσματα, να απαντούν σε αναλυτές, να εξηγούν τις βραχυπρόθεσμες διακυμάνσεις στην απόδοση, ή να απαντούν σε οποιονδήποτε άλλον πέρα από το «δικτάτορα» της Όμαχα. Ο κ. Μπάφετ θέτει το ρυθμό του διευθύνοντος συμβούλου και κατά περίπτωση τον –ή την– απολύει. Σε αντίθετη περίπτωση, τους αφήνει να κάνουν τη δουλειά τους.

Με τη διακυβέρνηση του δικού του επιχειρηματικού βασιλείου, ο κ. Μπάφετ έχει ένα σημαντικό πλεονέκτημα όταν θέλει να πείσει άλλους ιδιοκτήτες – μάνατζερ να του πουλήσουν τις επιχειρήσεις του. Μπορεί να μην πάρουν την υψηλότερη τιμή αλλά μπορούν να πουλήσουν με καλές προοπτικές, καθώς μπορούν να πλουτίσουν αλλά και να παραμείνουν επικεφαλής στις επιχειρήσεις που ίδρυσαν.

Τρίτον: Να είσαι ασυνήθιστος. Αυτή είναι η λιγότερο χρήσιμη συμβουλή επειδή, αν και όλοι είμαστε περίεργοι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, κανείς δεν έχει αυτό που ο Μάνγκερ χαρακτηρίζει «εποικοδομητικές ιδιαιτερότητες» του κ. Μπάφετ. Δεν τον ενδιαφέρουν πολλά πέρα από τις επενδύσεις, να βρίσκει συμφωνίες και να διοικεί την Berkshire. Ένας από τους βιογράφους του, ο Ρότζερ Λόουενστιν, κάνει λόγο για «ιδιοφυή χαρακτήρα, υπομονής, πειθαρχίας και λογικής».

Όλοι μπορούν να συνειδητοποιήσουν ότι χρειάζεται να βρίσκουν και να αγοράζουν επιχειρήσεις με ισχυρά brand που θα υπάρχουν και μετά από 30 χρόνια. Δεν μπορούν όμως, να το κάνουν με τη συνέπεια και την ικανότητα που το πράττει ο κ. Μπάφετ. Ο κ. Μάνγκερ γράφει ότι οι δεξιότητες του κ. Μπάφετ «βελτιώνονταν συνεχώς με την πάροδο αυτών των 50 ετών, αντί να επιδεινώνονται όπως θα συνέβαινε ίσως με κάποιον μπασκετμπολίστα».

Είχε επίσης το παράδοξο πλεονέκτημα να βάλει ένα μακροπρόθεσμο στοίχημα στην αμερικανική οικονομία κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου. Ακόμη κι αν κάποιος στην Κίνα ή την Αφρική είχε σήμερα όλες τις ικανότητες του Μπάφετ, θα έπρεπε η χώρα – ή ήπειρος – στην οποία δραστηριοποιείται να έχει την αντίστοιχη πορεία με τις ΗΠΑ για δεκαετίες.

Κανείς δεν μπορεί να γίνει Μπάφετ, αλλά ο κ. Μάνγκερ έχει δίκιο: Έχουμε πολλά να μάθουμε από αυτόν και υπάρχει ακόμη χρόνος. 

© The Financial Times Limited 2015. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v