Ο Γιάννης Βαρουφάκης, ο επιδεικτικός αριστερός υπουργός Οικονομικών της Ελλάδας, θα απολάμβανε να διαβάσει την έκθεση της McKinsey & Co που δημοσιεύθηκε αυτή την εβδομάδα για την «απομόχλευση» - ή μάλλον για την απουσία απομόχλευσης.
Η έρευνα της συμβουλευτικής εταιρείας έγινε σε 47 χώρες και υποδεικνύει πώς τα χρέη αυξήθηκαν πολύ περισσότερο σε σύγκριση με την οικονομική ανάπτυξη από το 2007, ενώ παράλληλα επιχειρηματολογεί υπέρ των «φρέσκων προσεγγίσεων» για να μειωθούν οι κίνδυνοι μελλοντικών χρηματοοικονομικών κρίσεων.
Αυτό που είναι ωστόσο εντυπωσιακό στην έκθεση της McKinsey – τουλάχιστον για τους μη Έλληνες αναγνώστες – είναι πως, στον απόηχο της χρηματοοικονομικής κρίσης και της κατάρρευσης της Lehman Brothers, η ανησυχία μετατοπίζεται σε άλλες γεωγραφικές περιοχές
Η Ελλάδα ούτε καν αναφέρεται. Ούτε και το χρέος των ΗΠΑ. Αντιθέτως, η έκθεση βλέπει κίνδυνο στην Κίνα, ειδικότερα στο real estate και τις «σκιώδεις» τράπεζες της χώρας, που θα μπορούσε να εξοστρακιστεί στις αναδυόμενες αγορές.
Εξίσου σημαντική – πιθανώς – είναι η προειδοποίηση για το υψηλό χρέος των νοικοκυριών – κυρίως των ενυπόθηκων δανείων – σε χώρες που πέρασαν σχεδόν αλώβητες την κρίση μετά το 2007, όπως η Αυστραλία, η Νότιος Κορέα, η Σουηδία και η Ολλανδία. Αυτή η γεωγραφική μετατροπή στις ανισορροπίες είναι σημαντική για τους επενδυτές που φοβούνται ένα νέο χτύπημα χρηματοοικονομικής αναταραχής.
Η McKinsey δεν είναι η μόνη που ανησυχεί ότι οι πιστωτικές φούσκες οι οποίες έσπασαν το 2007, δημιουργούνται τώρα αλλού. Παρόμοιες παρατηρήσεις έκαναν πρόσφατα και οι αναλυτές της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (BIS), η οποία λειτουργεί περίπου ως think tank για τις κεντρικές τράπεζες.
Η έκθεση της BIS το Σεπτέμβριο προειδοποιούσε ότι «τα ανησυχητικά σημάδια για τη δημιουργία χρηματοοικονομικών ανισορροπιών σε αρκετές χώρες οι οποίες επηρεάστηκαν λιγότερο από τη Μεγάλη Χρηματοοικονομική Κρίση, υποδεικνύουν τον κίνδυνο να σπάσουν κι άλλες φούσκες προκαλώντας αναστάτωση.
Ο κ. Βαρουφάκης θα είχε χαρεί επίσης από την πρόταση της McKinsey για «νέα προσέγγιση» με στόχο την αποτροπή αυτών των κρίσεων. Όπως υποδεικνύει η έρευνα, είναι μάλλον απίθανο να υπάρξει αντιστροφή της τάσης στην παγκόσμια μόχλευση σύντομα – με την χαμηλή οικονομική ανάπτυξη οι δείκτες χρέους προς ΑΕΠ πιθανότατα θα αυξηθούν περαιτέρω.
Οι προτάσεις της McKinsey περιλαμβάνουν καλύτερη κατανομή κινδύνου μεταξύ δανειζομένων και πιστωτών, για παράδειγμα με υποθήκες που διαφοροποιούνται ανάλογα με τις συνθήκες κάθε νοικοκυριού. Σε ότι αφορά τον επιχειρηματικό δανεισμό, η βελτίωση και η επέκταση της αγοράς εταιρικών ομολόγων θα μειώσει την εξάρτηση από τον τραπεζικό δανεισμό, ειδικότερα στην Ευρώπης.
Η πιο αντικρουόμενη πρόταση, βεβαίως, να υπάρξουν περισσότερες διαγραφές δημόσιου χρέους. Η McKinsey όμως, προχωρά ένα βήμα παραπέρα, προτείνοντας ακόμη και τη διαγραφή των ομολόγων που κρατούν οι κεντρικές τράπεζες. Στις περιπτώσεις όπου χρησιμοποιήθηκε «ποσοτική χαλάρωση» ή αγορές ομολόγων μεγάλης κλίμακας, ο αντίκτυπος θα μπορούσε να είναι δραματικός. Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ της Ιαπωνίας θα μπορούσε να μειωθεί άμεσα στο 94% από 234%.
Οι διεθνείς πιστωτές της Ελλάδας θα αντισταθούν σθεναρά σε μία κίνηση τόσο ωμά φιλική προς το δανειζόμενο – και στη «νομισματική χρηματοδότηση» ή χρηματοδότηση μίας κυβέρνησης από την κεντρική τράπεζα, η οποία απαγορεύεται από τις συνθήκες της ΕΕ. Η προσφορά του κ. Βαρουφάκη ήταν να αναζωπυρωθεί η συζήτηση που είχε μόλις ξεκινήσει για το πώς οι οικονομίες μπορούν να ευδοκιμήσουν με υψηλό επίπεδο χρέους.
Αυτή η συζήτηση προς το παρόν έχει διαφύγει της προσοχής των αγορών, λόγω της ποσοτικής χαλάρωσης – που προσφάτως ανακοίνωσε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα – η οποία έχει κρατήσει σε χαμηλά επίπεδα το κόστος δανεισμού για ιδιώτες και δημόσιο.
Η έκθεση της McKinsey
Ο πλανήτης έχει κατακλυστεί από χρέη και μάλιστα περισσότερα από τα χρέη που είχε πριν ξεσπάσει η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση το 2007, με το λόγο χρέους της Κίνας να ξεπερνά εκείνο της ΗΠΑ.
Σύμφωνα με την έκθεση της McKinsey, το παγκόσμιο χρέος αυξήθηκε κατά 57 τρισ. δολ. από το 2007 αγγίζοντας σχεδόν τα 200 τρισ. δολ., ξεπερνώντας κατά πολύ την οικονομική ανάπτυξη. Ως ποσοστό του παγκόσμιου ΑΕΠ, το χρέος αυξήθηκε από 270% σε 286%.
Η έκθεση της McKinsey διεξήχθη σε 47 χώρες και δείχνει πόσο άστοχες είναι οι ελπίδες ότι η αναταραχή των τελευταίων 8 ετών θα οδηγούσε σε ευρεία «απομόχλευση» προς με στόχο την προσαρμογή σε ασφαλέστερα επίπεδα χρέους.
«Συνολικά, το χρέος συγκριτικά με το ΑΕΠ είναι τώρα υψηλότερο στα περισσότερα κράτη από ότι ήταν πριν την κρίση» αναφέρει η McKinsey και συμπληρώνει: «Το υψηλότερο χρέος δημιουργεί ερωτήματα αναφορικά με την χρηματοοικονομική σταθερότητα».
Συνολικά, σχεδόν το ήμισυ αυτής της αύξησης του παγκόσμιου χρέους από το 2007 αφορά τις αναπτυσσόμενες οικονομίες, αν και το ένα τρίτο είναι αποτέλεσμα της αύξησης του δημοσίου χρέους στις προηγμένες οικονομίες. Επίσης αυξήθηκε σε πολλές οικονομίες το επίπεδο των χρεών για τα νοικοκυριά – με πιο σημαντικές εξαιρέσεις τις χώρες που επλήγησαν σημαντικά από την κρίση όπως η Ιρλανδία και οι ΗΠΑ.
«Ελάχιστες είναι ενδείξεις ότι η τρέχουσα πορεία αύξησης της μόχλευσης θα αλλάξει» αναφέρει η έκθεση και συμπληρώνει: «Αυτό όμως, θέτει υπό αμφισβήτηση τις βασικές εκτιμήσεις αναφορικά με το χρέος και την απομόχλευση και την επάρκεια των διαθέσιμων εργαλείων για το χειρισμό του χρέους ώστε να αποφευχθούν μελλοντικές κρίσεις» αναφέρει.
Η McKinsey προειδοποιεί ότι οι χώρες που αντιμετωπίζουν «πιθανά τρωτά σημεία» λόγω των υψηλών χρεών στα νοικοκυριά είναι η Ολλανδία, η Νότιος Κορέα, ο Καναδάς, η Σουηδία, η Αυστραλία, η Μαλαισία και η Ταϊλάνδη. «Είναι σαν μπαλόνι. Εάν πιέσεις το χρέος σε ένα μέρος, τότε φουσκώνει κάπου αλλού στο σύστημα» εξηγεί ο Richard Dobbs ένας από τους συντάκτες της έκθεσης.
Ένα «λαμπρό σημείο» σύμφωνα με την έκθεση, πάντως, είναι οι ενδείξεις απομόχλευσης στις τράπεζες. Τα χρέη του χρηματοοικονομικού κλάδου συγκριτικά με το ΑΕΠ μειώθηκαν στις ΗΠΑ και λίγες ακόμη χώρες που επλήγησαν από την κρίση και σταθεροποιήθηκαν σε άλλες προηγμένες οικονομίες. Το συνολικό χρέος της Κίνας, συμπεριλαμβανομένου και του χρηματοοικονομικού κλάδου, τετραπλασιάστηκε από το 2007, στο 282% του ΑΕΠ.
Η έκθεση είναι πιθανό να πυροδοτήσει συζητήσεις μεταξύ των οικονομικών αναλυτών για το πιο είναι το κατάλληλο χρέος για μία οικονομία. Η McKinsey υποστηρίζει ότι σε μεγάλο βαθμό, η επέκταση των αναπτυσσόμενων οικονομιών αντικατοπτρίζεται στην υγιή ανάπτυξη των χρηματαγορών. Στις προηγμένες οικονομίες όμως, το υψηλό χρέος μπορεί να περιορίσει την ανάπτυξη και να δημιουργήσει νέα τρωτά σημεία.
Τα υψηλά επίπεδα χρέους μπορεί να καταστήσουν ακόμη πιο δύσκολο για τις κεντρικές τράπεζες να «εξομαλύνουν» τη νομισματική πολιτική χωρίς να διαταράξουν την πραγματική οικονομία – η Fed σχεδιάζει να αυξήσει τα επιτόκιά της φέτος για πρώτη φορά από το 2006. «Τα υψηλά επίπεδα χρέους είναι ένα σαφές σημάδι διαρθρωτικών προβλημάτων» εξηγεί ο Charles Dumas, πρόεδρος της Lombard Street Research.
Μεταξύ των «φρέσκων προσεγγίσεων» που προτείνει η McKinsey είναι καινοτομίες στα ενυπόθηκα δάνεια και σε άλλα συμβόλαια χρεών ώστε να κατανεμηθεί ο κίνδυνος μεταξύ πιστωτών και δανειζόμενων. Μεταξύ των κινήσεων που προτείνει προκειμένου να αποτραπούν μελλοντικές κρίσεις είναι οι αναδιαρθρώσεις χρεών ακόμη και η διαγραφή των χρεών που αγόρασαν οι κεντρικές τράπεζες με τα προγράμματα «ποσοτικής χαλάρωσης»
© The Financial Times Limited 2015. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation