Μέσα σε λίγες ώρες, μία ημέρα στις αρχές Απριλίου, η Ελλάδα απόλαυσε μια τεράστια αλλαγή στη διεθνή επενδυτική ψυχολογία υπέρ της.
Στην πρώτη προσφυγή της στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου μετά από αρκετά χρόνια, η χώρα είδε παραγγελίες περίπου 20 δισ. ευρώ να πλημμυρίζουν τις τράπεζες οι οποίες οργάνωσαν τη συμφωνία έκδοσης 5ετών ομολόγων ύψους 3 δισ. ευρώ. Έτσι η Ελλάδα μπόρεσε να δανειστεί με πολύ χαμηλότερο κόστος απ' όσο αναμενόταν, καθώς τα ομόλογα αποτιμήθηκαν με yield μόλις 4,95%.
Η αντίθεση με τις διαθέσεις που επικρατούσαν στο ζενίθ της κρίσης δεν μπορούσε να είναι εντονότερη.
Όταν τα προβλήματα χρέους της Ελλάδας διογκώθηκαν απειλώντας την ευρωζώνη, το κόστος στο οποίο θα δάνειζαν οι επενδυτές την κυβέρνηση εκτινάχθηκε στα ύψη, αποκλείοντάς της ουσιαστικά την πρόσβαση στις αγορές κεφαλαίου.
Στα 5ετή ομόλογα τα yields -που κινούνται αντίστροφα από τις τιμές- είχαν φτάσει στο 14,5% τον Μάιο του 2010. Το μέλλον της Ελλάδας στην ευρωζώνη τίθετο υπό αμφισβήτηση και η οικονομία της κόντεψε να καταρρεύσει.
Φέτος η χώρα επέστρεψε από τα πρόθυρα του θανάτου.
«Οι αγορές εκτίμησαν το εντυπωσιακό turnaround που έχει καταφέρει η Ελλάδα μέχρι σήμερα» σχολιάζει ο Στέλιος Παπαδόπουλος, γενικός γραμματέας του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους. «Πρέπει πάντα να δραττόμεθα της ευκαιρίας και να αξιοποιούμε τις θετικές τάσεις της αγοράς».
Δεν άντλησε μόνο η κυβέρνηση κεφάλαια από τις αγορές κεφαλαίου. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν αξιοποιήσει την αλλαγή ψυχολογίας για να ενισχύσουν τους ισολογισμούς τους, αντλώντας κεφάλαια πιο φθηνά απ' όσο θα ήταν εφικτό πριν από λίγα χρόνια.
Η επιτυχία της έκδοσης ομολόγων του Απριλίου δεν σημαίνει ότι οι επενδυτές πίστεψαν πως η ελληνική κρίση τελείωσε. Πολλοί εξακολουθούν να φοβούνται τις διαρθρωτικές αδυναμίες ακόμη και σε βασικούς τομείς όπως η είσπραξη φόρων καθώς και τα υψηλά επίπεδα χρέους της χώρας. Το δημόσιο χρέος θα αντιστοιχεί σχεδόν στο 180% του ΑΕΠ φέτος, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
«Το ελληνικό χρέος είναι υπερβολικά μεγάλο, δεδομένων της αδυναμίας φοροείσπραξης και της αναπτυξιακής δυναμικής της χώρας» προειδοποιεί ο Michael Hasenstab, global bond portfolio manager της Franklin Templeton.
Ο επενδυτής αγόρασε ιρλανδικά κρατικά ομόλογα και έχει μεγάλες τοποθετήσεις στην Ουκρανία. Όμως σε πρόσφατη συνέντευξή του στους Financial Times, προειδοποίησε: «Τα θεμελιώδη δεδομένα δεν στοιχειοθετούν επένδυση στην Ελλάδα».
Πάντως υπάρχουν δύο παράγοντες που δουλεύουν υπέρ της χώρας: Πρώτον, το παγκόσμιο κυνήγι για απόδοση». Τα ιστορικά χαμηλά επίσημα επιτόκια έχουν εξωθήσει τους διεθνείς επενδυτές σε αναζήτηση πιο ριψοκίνδυνων ενεργητικών, που δίνουν ανώτερες αποδόσεις. Για ορισμένους από αυτούς, η Ελλάδα ταιριάζει με τους στόχους τους.
Δεύτερον, έχουν αυξηθεί οι ενδείξεις ότι η τύχη της Ελλάδας έχει αλλάξει. «Φτάσαμε σε σημείο ανάφλεξης» σχολιάζει ο George Saravelos, στρατηγικός αναλυτής της Deutsche Bank. «Το μεγάλο πρόβλημα τα τρία τελευταία χρονια, ήταν ότι δεν μπορούσαμε να δούμε φως στην άκρη του τούνελ, όσον αφορά τη σταθερότητα. Αλλά στα τέλη του περασμένου έτους, τα πράγματα σταμάτησαν να χειροτερεύουν. Κι αυτό άλλαξε τις αντιλήψεις».
Η Ελλάδα έχει μειώσει το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών της κι έχει πλεόνασμα προϋπολογισμού, εξαιρουμένων των πληρωμών τοκων. Επιπλέον, η διεθνής βοήθεια που έχει λάβει από το 2010 σημαίνει ότι οι συντελεστές χρέους προς το ΑΕΠ δεν έχουν τόσο μεγάλη σημασία για τους επενδυτές με ορίζοντα, για παράδειγμα, τριών - πέντε ετών. Η μέση διάρκεια των χρεών της χώρας είναι ιδιαίτερα μακροπρόθεσμη -πάνω από 17 χρόνια- και μπορεί να επεκταθεί περαιτέρω.
Η επιστροφή της κυβέρνησης στις ομολογιακές εκδόσεις δεν έχει μόνο συμβολική αξία, αλλά και περισσότερη. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είναι πιο αποδοτικές όταν υπάρχει πρόσβαση στις αγορές κεφαλαίου, σχολίασε ο κ. Παπαδόπουλος.
Ο στρατηγικός στόχος του ΟΔΔΗΧ είναι να ξαναδημιουργήσει στις ελληνικές αγορές ομολόγων την επιτοκιακή καμπύλη (yield curve), προσφέροντας σειρά ομολόγων διαφόρων διαρκειών, προκειμένου να βελτιώσει την ελκυστικότητα των εκδόσεων για μεγαλύτερη κλίμακα επενδυτών. «Για να προσελκύσουμε άμεσες ξένες επενδύσεις και να τονώσουμε την ανάπτυξη στο ισχύον περιβάλλον, πρέπει οπωσδήποτε να αποκατασταθεί η κατάλληλη πρόσβαση στις αγορές για το κράτος και τις τράπεζες» τονίζει ο κ. Παπαδόπουλος.
Παράλληλα, με την έκδοση του κρατικού ομολόγου, οι τράπεζες της χώρας πραγματοποίησαν ένα κύμα αντλήσεων κεφαλαίων. Πριν από την κρατική έκδοση του Απριλίου, η Τράπεζα Πειραιώς επέστρεψε πρώτη στις αγορές κεφαλαίου με έκδοση ομολόγου 500 εκατ. ευρώ. Λίγες εβδομάδες αργότερα η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας, η δεύτερη μεγαλύτερη εμπορική τράπεζα, δανείστηκε 750 εκατ. ευρώ με χαμηλότερο επιτόκιο από το κράτος.
Οι μεγάλες ελληνικές εταιρίες έχουν επίσης αυξήσει τις πωλήσεις ομολόγων. Το ύψος του συνόλου των εκδόσεων ομολόγων από εταιρίες και ιδιωτικούς θεσμούς έχει ξεπεράσει τα 10 δισ. ευρώ μέχρι στιγμής στο έτος. Συγκριτικά το 2013 είχαν αντληθεί μόλις 6,4 δισ. ευρώ. Πάντως το σύνολο παραμένει κάτω από τα προ της κρίσης επίπεδα, σύμφωνα με στοιχεία της Dealogic.
Το κύμα των αντλήσεων κεφαλαίων από τις τράπεζες -με αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου καθώς και εκδόσεις ομολόγων- έδωσε στην Ελλάδα τη δυνατότητα να αποκαταστήσει το χρηματοπιστωτικό σύστημα, μετά τα τραύματα των τελευταίων ετών, πολύ γρηγορότερα απ' όσο αναμενόταν.
Κι αυτό θα βοηθήσει την ελληνική ανάκαμψη, το turnaround, δίνοντας στο τραπεζικό σύστημα τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει τη βασική λειτουργία της παροχής χρηματοδότησης στην οικονομία.
«Οι ελληνικές τράπεζες νιώθουν πολύ μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην επέκταση των ισολογισμών τους και στον δανεισμό» σχολιάζει ο κ. Saravelos της Deutsche Bank.
* Tο αφιέρωμα των Financial Times περιλαμβάνει τα εξής άρθρα:
- Tα αγκάθια στην ελληνική ανάπτυξη
- Η Ελλάδα δεν έχει νικήσει τον κακό της εαυτό
- Δύο μεγάλες προκλήσεις για τις ελληνικές τράπεζες
- Ελλάδα: Σημάδια ανάκαμψης μετά από πολύ πόνο
© The Financial Times Limited 2014. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation