Δύο ερωτήματα βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της συζήτησης αυτήν την εβδομάδα, καθώς η αναταραχή στο Ιράκ επιτείνεται και η χώρα οδεύει προς το ενδεχόμενο διάλυσης. Το ένα ζήτημα είναι, αναπόφευκτα, τι θα μπορούσαν να κάνουν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους, για να περιορίσουν το Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και του Λεβάντε, την οργάνωση των τζιχαντιστών γνωστή ως Isis, που καταλαμβάνει σημεία της χώρας. Όμως υπάρχει κι ένα άλλο ερώτημα που συζητείται έντονα και θα επηρεάσει το πώς εν τέλει αντιδρά η Δύση: ποιος είναι υπεύθυνος για το χάος στο Ιράκ;Η ενστικτώδης απάντηση πολλών Δυτικών είναι πως η βασική αιτία για τη σημερινή αναταραχή ήταν η αμερικανική εισβολή του 2003. Η εισβολή θεωρείται ευρέως καταστροφικό σφάλμα. Στη διαμάχη σκοτώθηκαν 250.000 Ιρακινοί καθώς και 4.500 Αμερικανοί στρατιώτες και 179 Βρετανοί. Η εισβολή στηρίχθηκε στο επιχείρημα ότι ο Σαντάμ Χουσεΐν είχε όπλα μαζικής καταστροφής - κάτι που αποδείχθηκε εντελώς λάθος.
Ωστόσο, στη διάρκεια αυτής της εβδομάδας, πολλοί από τους κύριους αρχιτέκτονες της εισβολής βγαίνουν στα κανάλια και στις εφημερίδες για να ανταπαντήσουν. Ο Ντίκ Τσένι, πρώην αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, επιρρίπτει την ευθύνη για τα σημερινά προβλήματα αποκλειστικά στον Μπαράκ Ομπάμα, δηλώνοντας ότι ο Πρόεδρος εγκατέλειψε το Ιράκ εξαιτίας της απειλής της αλ Κάιντα. Ο Πολ Μπρέμερ, πρώην διπλωματικός εκπρόσωπος των ΗΠΑ που μετέβη στο Ιράκ μετά την εισβολή, είπε ότι η Αμερική έχασε την πολιτική της επιρροή, όταν απέσυρε όλες τις δυνάμεις της το 2011. Ο πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας, Τόνι Μπλερ, που ποτέ δεν παραδέχτηκε ότι η εισβολή ήταν λάθος, δήλωσε: «Πρέπει να απελευθερωθούμε από την άποψη ότι 'εμείς' το προκαλέσαμε αυτό. Δεν έγινε έτσι».
Η προσπάθεια αυτή της «τάξης του 2003» να βγάλει την ουρά της έξω από τη σημερινή καταστροφή είναι ανάρμοστη και παράλογη. Μολονότι η εισβολή υπό την ηγεσία των αμερικανικών δυνάμεων πράγματι έληξε το δολοφονικό καθεστώς του Σαντάμ, κατέστρεψε επίσης σχεδόν όλους τους θεσμούς του κράτους. Άλλαξε την ισορροπία στην εξουσία σιιτών-σουνιτών που επικρατούσε επί οκτώ αιώνες και πλέον. Δημιούργησε την ευκαιρία στην αλ Κάιντα και σε όλους τους υπόλοιπους σκληροπυρηνικούς ισλαμιστές να εισέλθουν σε ένα κομμάτι του αραβικού κόσμου που δεν είχαν ποτέ στο παρελθόν παρουσία. Όλα αυτά θα δημιουργήσουν μακροχρόνια αναταραχή.
Θα ήταν λάθος να πούμε ότι η εισβολή του 2003 ήταν η μοναδική αιτία για όσα συμβαίνουν σήμερα. Όταν οι ΗΠΑ αποχώρησαν από το Ιράκ το 2011 η χώρα θα μπορούσε να έχει κάνει τη μετάβαση σε μια πλουραλιστική, αποφασιστική και σταθερή μορφή διακυβέρνησης. Η απόφαση της σιιτικής κυβέρνησης του πρωθυπουργού Νούρι αλ Μαλίκι να επιβάλει επιθετικό σεχταριανισμό, περιθωριοποιώντας τις σουνιτικές φυλές, έδωσε τεράστια δύναμη στο Isis.
Θα ήταν επίσης λάθος να αψηφήσουμε ορισμένες ευθύνες που φέρει η κυβέρνηση Ομπάμα. Είναι αλήθεια ότι ο Μαλίκι δεν έδωσε στον Ομπάμα την ευκαιρία να διατηρήσει αμερικανικά στρατεύματα στο Ιράκ μετά το 2011. Υποκινούμενος από τους σιίτες ομοϊδεάετες του στο Ιράν, ο Μαλίκι επέμεινε να αποσυρθούν πλήρως οι δυνάμεις των ΗΠΑ. Πάντως οι επικριτές του προέδρου έχουν δίκιο όταν λένε ότι αποζημίωσε με το παραπάνω τα σφάλματα της κυβέρνησης Μπους, δημιουργώντας μια εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, πολύ απρόθυμη να εμπλακεί στον υπόλοιπο πλανήτη. Κι αυτό έδωσε στη Ρωσία και στο Ιράν περισσότερες ευκαιρίες κινήσεων στη Μέση Ανατολή.
Σε κάθε περίπτωση, οι νεοσυντηρητικοί που έμπασαν τις ΗΠΑ και τη Βρετανία στο Ιράκ μία δεκαετία πριν, θα ήταν χρήσιμο να θυμηθούν πόσο κακό έκαναν οι ίδιοι στον στόχο τους.
Ενώ ο Ομπάμα διαχειρίζεται πολύ προσεκτικά την τωρινή κρίση, ο Τσένι απαιτεί σκληρή στρατιωτική απάντηση. Ο Μπρέμερ θέλει να προχωρήσουν οι ΗΠΑ σε αεροπορικές επιδρομές για να αναχαιτίσουν τις δυνάμεις του Isis. Ο Μπλερ δηλώνει ότι «όταν επιτίθενται οι εξτρεμιστές, πρέπει να γίνεται αντεπίθεση σκληρή, με βία».
Αυτοί οι άνδρες δεν μπορούν να κατανοήσουν τη βαριά κληρονομιά που άφησε η επέμβασή τους στο Ιράκ πριν από μία δεκαετία. Άφησε τον κόσμο της Αμερικής και της Βρετανίας με ελάχιστη διάθεση για στρατιωτική επέμβαση στο εξωτερικό, όσο δικαιολογημένη κι αν είναι.
© The Financial Times Limited 2014. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation