Είναι γνωστό ότι η κατάσταση στο Ιράκ είναι επικίνδυνη και γίνεται ποιο επικίνδυνη. Είναι επίσης γνωστό ότι δεν υπάρχει καμία διάθεση για διεθνή παρέμβαση ώστε να αλλάξει αυτό. Ούτε οι ΗΠΑ, ούτε η Ευρώπη, ούτε κανένας άλλος, δεν θα στείλει δυνάμεις στις υπό κατάληψη πόλεις της Μοσούλης ή του Κιρκούκ.
Μετά από μια δεκαετία και πλέον με ανεπιτυχείς πολέμους στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, δεν υπάρχει κοινωνική ή πολιτική στήριξη για παρέμβαση πουθενά –ούτε στην Συρία, ούτε στην Λιβύη ούτε τώρα στο βόρειο Ιράκ.
Αν και είναι απολύτως κατανοητό αυτό, πιστεύω ότι είναι βαθιά εσφαλμένο και πολύ επικίνδυνο. Κι αυτό όχι γιατί διακρίνω κάποια άμεση φυσική απειλή από όπλα μαζικής καταστροφής ή εξαιτίας του κινδύνου, που είναι πράγματι υπαρκτός και σοβαρός, να προκαλέσει ο φονταμενταλισμός σε ποικίλες μουσουλμανικές κοινότητες, βιαιότητες στο Λονδίνο ή το Παρίσι. Το καθαρό επιχείρημα για την παρέμβαση είναι, λυπάμαι που το λέω, η συνεχιζόμενη εξάρτηση από το πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής. Ο στόχος της παρέμβασης δεν θα είναι ο ηρωικός ανθρωπισμός, αλλά το στρατηγικό εθνικό συμφέρον για πολλές χώρες ανά τον πλανήτη.
Παρά τον ενθουσιασμό για το σχιστολιθικό φυσικό αέριο, οι ανεπτυγμένες και οι αναπτυσσόμενες χώρες εξίσου, χρειάζονται πετρέλαιο και θα συνεχίσουν να το χρειάζονται για το μακροχρόνιο ορατό μέλλον. Η παγκόσμια ζήτηση θα είναι κάπου ανάμεσα στα 90 και τα 100 εκατ. βαρέλια ημερησίως, για τις επόμενες δεκαετίες. Μεγάλο τμήμα εξ αυτού –τουλάχιστον το ένα τέταρτο και ίσως το ένα τρίτο- θα προέρχεται από το Ιράκ και τις αραβικές χώρες. Για την ώρα, όσο συνεχίζουμε να οδηγούμε τα αυτοκίνητά μας, δεν υπάρχει καμία εναλλακτική στο πετρέλαιο και καμία προφανής εναλλακτική πηγή παροχής σε τέτοιες ποσότητες. Κάποια μέρα αυτό θα αλλάξει, αλλά αυτή η μέρα αργεί πολύ ακόμη.
Μέχρι να βρεθούν τα υποκατάστατα, είναι προς το στρατηγικό συμφέρον των χωρών εισαγωγής πετρελαίου –ΗΠΑ, Ευρώπης, Ιαπωνίας και τώρα Κίνας- να προστατεύσουν την σταθερότητα αυτής της παροχής. Αυτό που συνέβη στην Μοσούλη μπορεί άνετα να επεκταθεί στον Νότο και στον Βορρά, απειλώντας και αποτρέποντας τις επενδύσεις σε υπάρχουσες και νέες πετρελαϊκές εγκαταστάσεις στο βόρειο Ιράκ και το Κουρδιστάν.
Η ομοιότητα με την Λιβύη, όπου η εθνική διαμάχη συνεχίζει να κρατά την προσφορά πετρελαίου χαμηλότερα από την παραγωγική δυνατότητα είναι ανησυχητική. Αλλά το Ιράκ είναι πολύ πιο σημαντικό για την μελλοντική ενεργειακή αγορά από την Λιβύη. Σύμφωνα με τα στοιχεία της International Energy Agency, η παραγωγή του Ιράκ προβλέπεται να ανέλθει έως τα 8 εκατ. β/η στα επόμενα 20 χρόνια. Το μέγεθος αυτό πάντα μου φαινόταν υψηλό, αλλά τα 6 εκατ. β/η είναι πολύ πιθανά και απολύτως απαραίτητα για να ισορροπήσει η παγκόσμια προσφορά και ζήτηση.
Το ίδιο ισχύει για το πετρέλαιο από τα γειτονικά κράτη όπως η Σαουδική Αραβία και το Κουβέιτ (και βεβαίως εν ευθέτω χρόνω το Ιράν), κράτη που θα μπορούσαν πανεύκολα να συρθούν σε ανοιχτή διαμάχη ανάμεσα στις σουνιτικές και τις σιιτικές κοινότητές τους.
Η παγκόσμια ενεργειακή ασφάλεια είναι κάτι που αψηφούν οι δυτικές κυβερνήσεις. Σχεδόν ποτέ δεν συζητείται στο Συμβούλιο Ασφαλείας της Βρετανίας και δεν υπάρχει κανένας αξιωματούχος στην βρετανική κυβέρνηση με πλήρη ευθύνη για την παρακολούθηση των όσων συμβαίνουν. Ένα ανώτατο στέλεχος της βρετανικής κυβέρνησης μου είπε ότι, αν οι υπουργοί θέλουν να ενημερωθούν για τα διεθνή ενεργειακά ζητήματα, τους συστήνεται να διαβάζουν τους Financial Times.
Είναι κολακευτικό βεβαίως, αλλά και ενοχλητικό όσον αφορά τις κυβερνητικές δυνατότητες. Σε άλλες χώρες η κατάσταση είναι κάπως καλύτερη. Η γαλλική κυβέρνηση εκφράζει ανησυχίες για την βόρειο Αφρική, αλλά η ζωτική αρμόδια υπηρεσία του υπουργείου αμύνης έχει κλείσει για οικονομικούς λόγους. Όπως έδειξε η κρίση στην Ουκρανία, η ΕΕ συνολικά αργεί να κατανοήσει πόσο πολύ εξαρτημένη έχει γίνει από την ρωσική παροχή φυσικού αερίου.
Υπάρχουν λοιπόν σοβαρά επιχειρήματα για την διεθνή παρέμβαση –αλλά θα αποδώσει; Και εδώ η απάντηση, αν και δεν αρέσει, είναι "ναι". Ο στόχος δεν είναι η «νίκη» σε πόλεμο, αλλά η διατήρηση της τάξης και η αποτροπή της αποτυχίας του κράτους του Ιράκ.
Το θέμα είναι να δημιουργηθεί η κατάλληλη υποδομή για παραγωγή –κάτι που ξεκίνησε και δεν πρέπει να το εγκαταλείψουμε εξαιτίας απλώς και μόνο του εκλογικού κύκλου της Βρετανίας ή των ΗΠΑ. Η πρόκληση δεν είναι μια άμεση μετάβαση στην δημοκρατία, αλλά ο εντοπισμός αξιόπιστων ντόπιων ηγετών και η υποστήριξή τους –όχι για μερικούς μήνες αλλά για χρόνια και ίσως για δεκαετίες.
Είναι εύκολο να φεύγεις τρέχοντας μετά από δύο αποτυχημένους πολέμους, αλλά το μακροχρόνιο κόστος θα είναι πολύ υψηλό. Σε 10 χρόνια, η βρετανική έρευνα Chilcot για τον πόλεμο στο Ιράκ μπορεί να συνεχίζεται ακόμη. Αν όχι, ίσως ξαναρχίσει. Το ερώτημα τότε δεν θα είναι το πώς μπήκε η χώρα στον πόλεμο του Ιράκ το 2003, αλλά το πώς αποχώρησε τόσο απρόσεκτα το 2014, όταν ακριβώς υπήρχε και η μεγαλύτερη ανάγκη για παρέμβαση, χωρίς να υπολογίσει τους κινδύνους και το κόστος για την Μέση Ανατολή και την Δύση.
© The Financial Times Limited 2014. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation