Γιατί δεν «δουλεύει» το γερμανικό μοντέλο στο Νότο

Η έκθεση τεσσάρων κορυφαίων Γερμανών οικονομολόγων που ανατρέπει τους ισχυρισμούς της κυβέρνησης Μέρκελ. Ο μύθος για την αναγέννηση της γερμανικής οικονομίας και η αστοχία της σύγκρισης με τον ευρωπαϊκό Νότο.

  • Tony Barber
Γιατί δεν «δουλεύει» το γερμανικό μοντέλο στο Νότο

Ρωτήστε έναν Γερμανό πολιτικό ή αναλυτή να σας κάνει έναν απολογισμό για την ισχύ της γερμανικής οικονομίας. Βάζω στοίχημα ένα κέρασμα από λουκάνικα Νυρεμβέργης ότι θα αποδώσει τα εύσημα στις μεταρρυθμίσεις για τα εργασιακά και στο σύστημα πρόνοιας που υιοθέτησε προ δεκαετίας η κυβέρνηση του Γκέρχαρντ Σρέντερ, του προκατόχου της Άγκελα Μέρκελ.

Οι περιβόητες μεταρρυθμίσεις Hartz κατέστησαν πιο αυστηρούς τους κανόνες για τα επιδόματα των ανέργων. Έδωσαν έμφαση στην ταχεία επιστροφή των ανθρώπων στην αγορά εργασίας, ακόμη και με χαμηλότερο μισθό εάν είναι απαραίτητο. Τώρα, η ανεργία στη Γερμανία βρίσκεται σε αξιοσημείωτα χαμηλό επίπεδο (στο 5,1% το Δεκέμβριο του 2013, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat έναντι 27,8% στην Ελλάδα, 25,8% στην Ισπανία και 12,7% στην Ιταλία).

Παρ' όλα αυτά, μια νέα έκθεση από τέσσερις Γερμανούς οικονομολόγους αμφισβητεί αυτήν την εκτίμηση, ότι δηλαδή οι μεταρρυθμίσεις Hartz είναι η βασική αιτία για την οικονομική ανάκαμψη της χώρας. Η προσεκτικά γραμμένη έκθεση με τίτλο «Από Ασθενής της Ευρώπης σε Οικονομικός Superstar: Η αναγέννηση της γερμανικής οικονομίας» θα πρέπει να μελετηθεί από όποιον ασχολείται με τη βελτίωση της οικονομικής απόδοσης της ευρωζώνης.

Στη Γερμανία η κρατούσα άποψη -την οποία έχουν υιοθετήσει και οι Χριστιανοδημοκράτες της Άγκελα Μέρκελ, οι Σοσιαλδημοκράτες που μετέχουν στον κυβερνητικό συνασπισμό αλλά και τα τοπικά ΜΜΕ- στιγματίζει τις χώρες που επλήγησαν περισσότερο από την κρίση ως αδιόρθωτους αμαρτωλούς από την ημέρα που μπήκαν στο ευρώ, το 1999, αν όχι νωρίτερα. Στα δικά τους μάτια, η Ελλάδα, η Ιταλία, η Πορτογαλία και όλοι οι υπόλοιποι θα πρέπει να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Βερολίνου και να καταπιούν μία γερή δόση από το φάρμακο που συνταγογράφησε προ δεκαετίας ο Peter Hartz για τη Γερμανία.

Οι συντάκτες της έκθεσης όμως -Christian Dustmann, Bernd Fitzenberger, Uta Schönberg και Alexandra Spitz-Oener- υποστηρίζουν ότι έτσι παρερμηνεύονται οι πραγματικές αιτίες για την ανάκτηση της γερμανικής ανταγωνιστικότητας.

Ο μεγάλος παράγοντας για τη γερμανική επιτυχία είναι πως από τη δεκαετία του 1990, πολλοί εργοδότες, εργατικά συνδικάτα και εργασιακά συμβούλια εγκατέλειψαν τις κλαδικές ή περιφερειακές συμβάσεις εργασίας που ρύθμιζαν μισθούς, ωράρια και άλλες συνθήκες εργασίας για τις επιχειρήσεις. Αντιθέτως, οι διοικήσεις των επιχειρήσεων και οι εκπρόσωποι των εργαζομένων άρχισαν να θέτουν μισθούς και τις άλλες προϋποθέσεις σε επίπεδο ατομικών διαπραγματεύσεων με τις επιχειρήσεις ή ακόμη και σε επίπεδο ατομικών διαπραγματεύσεων με κάθε εργαζόμενο. Με τον τρόπο αυτό δεν επετεύχθη μόνο περιορισμός στους μισθούς, αλλά και μείωση των πραγματικών μισθών, ειδικότερα στο σκαλί του εθνικού κατώτατου μισθού.

«Από το 1995 έως το 2008, το ποσοστό των εργαζομένων που καλύπτονταν από κλαδικές συμβάσεις εργασίας μειώθηκε από το 75% στο 56%» αναφέρει η έκθεση και συμπληρώνει: «Από το 2010… το 41% όλων των εργαζομένων σε επιχειρήσεις με τουλάχιστον 10 άτομα προσωπικό δεν καλύπτεται από κλαδικές συμβάσεις εργασίας».

Ακόμη κι αν οι κλαδικές συμβάσεις εργασίας παρέμεναν σε ισχύ, οι ενώσεις των εργοδοτών και τα εργατικά συνδικάτα θα έβρισκαν τρόπο να τις παρακάμψουν ορισμένες φορές συμφωνώντας στις αποκαλούμενες «εναρκτήριες ρήτρες» που επιτρέπουν σε επιχειρήσεις να θέσουν μισθούς πέρα από τα όρια που συμφωνήθηκαν σε επίπεδο κλάδου.

Αντιθέτως, σε χώρες όπως η Γαλλία και η Ιταλία είναι πιο συχνές οι μισθολογικές συμβάσεις σε εθνικό επίπεδο, που εφαρμόζονται ακόμη και σε επιχειρήσεις που δεν αναγνωρίζουν τις συμβάσεις αυτές. Ως αποτέλεσμα οι χώρες αυτές χάνουν έδαφος σε ό,τι αφορά τη σύγκριση ανταγωνιστικότητας με τη Γερμανία.

Γιατί όμως δέχθηκαν τα εργατικά συνδικάτα της Γερμανίας τέτοιους συμβιβασμούς;

Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, οι επιχειρήσεις είχαν τη δυνατότητα να μεταφέρουν την παραγωγή τους σε χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ με χαμηλούς μισθούς όπως η Τσεχία και η Πολωνία. Τα συνδικάτα φοβήθηκαν πως οι επιχειρήσεις, οι οποίες είχαν ήδη επιβαρυνθεί με το κολοσσιαίο κόστος της ενοποίησης (900 δισ. ευρώ σε μεταφορές από τη δυτική στην ανατολική Γερμανία την περίοδο 1991-2003) θα δυσανασχετούσαν σύντομα με τους υψηλούς μισθούς στη Γερμανία. «Τα εργατικά συνδικάτα στη Γερμανία και τα εργασιακά συμβούλια κατάλαβαν ότι έπρεπε να προχωρήσουν σε συμβιβασμούς για να μην περιθωριοποιηθούν κι άλλο», αναφέρουν οι συντάκτες της έκθεσης.

«Η πολιτική υπόδειξη της Γερμανίας προς την υπόλοιπη ηπειρωτική Ευρώπη δεν θα πρέπει να είναι οι μεταρρυθμίσεις Hartz, αλλά μεταρρυθμίσεις που θα στοχεύουν στο σύστημα βιομηχανικών σχέσεων αποκεντρώνοντας τη διαπραγμάτευση σε επίπεδο επιχείρησης, ενώ παράλληλα οι εκπρόσωποι των εργαζομένων εμπλέκονται στη διαδικασία για να εξασφαλίσουν ότι οι εργαζόμενοι θα ευνοηθούν και πάλι όταν βελτιωθούν οι οικονομικές συνθήκες»» καταλήγουν οι συντάκτες της έκθεσης.

Κατά την άποψή μου, οι συντάκτες δικαίως αναγνωρίζουν ότι η αποφασιστική ώθηση για περιορισμό των μισθών στον επιχειρηματικό κόσμο ήταν ο βασικός παράγοντας που έθεσε τις βάσεις για την οικονομική ανάκαμψη της Γερμανίας μετά το σοκ της επανένωσης. Συμφωνώ επίσης με το σαφές μήνυμά τους ότι είναι άσκοπο να συνιστά κανείς μεταρρυθμίσεις τύπου Hartz σε χώρες που δεν έχουν και κράτος πρόνοιας γερμανικού τύπου.

Θα αρκούσε ,όμως, για τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου να υιοθετήσουν βιομηχανικές σχέσεις και μηχανισμούς διαμόρφωσης των μισθών σαν της Γερμανίας για να αντιμετωπιστεί το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα: η μαζική ανεργία; Όχι. Σίγουρα απαιτείται πιο εκτενής ανασχεδιασμός της αγοράς εργασίας και των εκπαιδευτικών συστημάτων όπου θα περιλαμβάνονται και προβλέψεις για διά βίου εκπαίδευση.  

© The Financial Times Limited 2014. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v