Πριν από 18 αιώνες, ο Τερτιλιανός, ένας συγγραφέας της Εκκλησίας που έδρασε στη βόρειο Αφρική, έγραψε: «Ο αριθμός μας αποτελεί βάρος για τον κόσμο, που με δυσκολία μας προμηθεύει φυσικά αγαθά». Όταν έγραφε αυτά τα λόγια, ο πληθυσμός της Γης άγγιζε τα 200 εκατομμύρια. Τώρα, ο πληθυσμός αγγίζει τα 7 δισ. και αναμένεται να αυξηθεί κατά περισσότερα 2 δισ. μέχρι το 2050. Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις του μέλλοντος, λοιπόν, θα είναι να τραφεί ο πληθυσμός, που εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 30%.
Ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ (FAO) εκτιμά ότι η παραγωγή τροφίμων πρέπει να αυξηθεί κατά 60% από τα επίπεδα του 2006, ενώ, όμως, η κατάλληλη γη μπορεί να αυξηθεί μόνο 20%. Η στροφή στα βιοκαύσιμα έχει επίσης οδηγήσει σε αύξηση της ζήτησης για την αγροτική παραγωγή.
Το μέγεθος του προβλήματος γίνεται μεγαλύτερο εάν αναλογιστεί κανείς πως σύμφωνα με τον ΟΗΕ 842 εκατ. άνθρωποι -δηλαδή το ένα όγδοο του παγκόσμιου πληθυσμού- ήδη υποφέρουν από ασιτία. Από την άλλη πλευρά του νήματος, πολλές χώρες καταγράφουν φρενήρη αύξηση στις δαπάνες υγείας επειδή ο πληθυσμός τους είναι παχύσαρκος.
Στο Μεξικό, η κυβέρνηση που μάχεται την παχυσαρκία θέλει να φορολογήσει βαριά τα τρόφιμα με πολλές θερμίδες και τα ζαχαρώδη αναψυκτικά. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΗΕ, σχεδόν το 32,8% των ενηλίκων παγκοσμίως είναι παχύσαρκοι. Σε διεθνές επίπεδο το ποσοστό είναι μεγαλύτερο από ό,τι στις ΗΠΑ, όπου διαμορφώνεται στο 31,8%.
Παρά τα αποκαρδιωτικά στοιχεία όμως, υπάρχουν λόγοι αισιοδοξίας.
Ο πρώτος βασίζεται στην προηγούμενη εμπειρία. Με κάποιο τρόπο, η παγκόσμια παραγωγή τροφίμων αναπτυσσόταν πάντα ταχύτερα από τον ρυθμό αύξησης του πληθυσμού. Την περίοδο 1950 - 2000 ο πληθυσμός αυξήθηκε 2,5 φορές, ενώ η παραγωγή τροφίμων τριπλασιάστηκε.
Δεύτερον, ο αριθμός των υποσιτιζόμενων φαίνεται πως βρίσκεται σε πτωτική τροχιά - μειώθηκε κατά 17% από το 1991, σύμφωνα με τον FAO. Το 2001 τέθηκε ο στόχος της χιλιετίας: να μειωθεί κατά το ήμισυ το ποσοστό των ανθρώπων που υποφέρουν από ασιτία μέχρι το 2015. Ο στόχος είναι «εφικτός» σύμφωνα με τον ΟΗΕ.
Τρίτον, πολλοί υποστηρίζουν ότι υπάρχουν ήδη αρκετά τρόφιμα για όλους στον πλανήτη. Το πρόβλημα είναι η πολύ κακή κατανομή τους και πως πολλά καταλήγουν στα σκουπίδια, εξέλιξη που συνεπάγεται ότι το βασικό πρόβλημα βρίσκεται στα logistics, το εμπόριο και την πολιτική. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του FAO, κάθε χρόνο καταστρέφονται 1,3 τρισ. τόνοι τροφίμων που αξίζουν 1 τρισ. δολ.
Το ένα τρίτο από αυτά τα τρόφιμα καταλήγει στα σκουπίδια των αναπτυσσόμενων χωρών, λόγω των φτωχών αγροτικών μεθόδων που εφαρμόζουν, των συνθηκών αποθήκευσης και μεταφοράς τους. Στις βιομηχανοποιημένες χώρες, τα τρόφιμα καταλήγουν στα σκουπίδια κυρίως λόγω της νοοτροπίας ότι «πετάμε ό,τι δεν μας κάνει» - ειδικότερα εάν έχει περάσει η ημερομηνία λήξης- και λόγω της υπερβολικής παραγωγής ως αποτέλεσμα της πολιτικής των επιδοτήσεων.
Οι εταιρείες στον κλάδο τροφίμων απαντούν με δεσμεύσεις. Η Nestle, η μεγαλύτερη εταιρεία τροφίμων στον κόσμο, δήλωσε τον προηγούμενο μήνα ότι στόχος της είναι να πετύχει «μηδενική φύρα» στα 150 εργοστάσια που έχει ανά τον κόσμο μέχρι το 2020. Εξηγεί ότι επιδιώκει να ανακτήσει ενέργεια από τη διαδικασία καταστροφής των βιομηχανικών αποβλήτων.
Τέταρτον, ο παγκόσμιος πληθυσμός αναμένεται να κορυφωθεί στα περίπου 10 δισ. τον επόμενο αιώνα και στη συνέχεια να αρχίσει να μειώνεται λόγω της υπογεννητικότητας.
Οι λύσεις όμως, θα είναι επώδυνες. Οι τιμές των τροφίμων, που σε πραγματικούς όρους έχουν μειωθεί τα τελευταία 70 χρόνια, πιθανότατα θα αυξηθούν. Ο Paul McMahon, σύμβουλος του κλάδου τροφίμων, αναφέρει στο βιβλίο του “Feeding Frenzy” ότι η ακριβή ενέργεια, η αύξηση στις τιμές της γης, η επιβράδυνση της παραγωγικότητας στον αγροτικό τομέα και η αύξηση της ζήτησης θα οδηγήσουν υψηλότερα τις τιμές των τροφίμων μέσα στα επόμενα 20 χρόνια.
Ο Michael Silvestein, της Boston Consulting Group, υποστηρίζει ότι ο αγροτικός τομέας μπορεί να παράγει περισσότερα τρόφιμα. Αναφέρει όμως, επίσης: «Θα απαιτηθούν επενδύσεις σε τεχνολογία και υποδομές, στην αναδόμηση της αλυσίδας προσφοράς ώστε να μειωθεί η φύρα, αλλά και να αλλάξει η διατροφή μας». Πιστεύει πως ο καλύτερος τρόπος να προχωρήσουμε είναι με την «επιστημονική γεωργία».
Διαφορετική όμως, είναι η προσέγγιση της Syngenta, της μεγαλύτερης εταιρείας αγροτικών χημικών.
Το ένα τέταρτο των τροφίμων που καταναλώνουν 2,3 δισ. άνθρωποι παράγεται από 500 εκατ. μικρούς αγρότες, πολλοί εκ των οποίων είναι και οι ίδιοι υποσιτισμένοι. Ο ελβετικός όμιλος ανακοίνωσε τον Σεπτέμβριο πρόγραμμα για την αύξηση της παραγωγικότητας 20 εκατ. μικρών παραγωγών κατά 50% χωρίς να χρειαστεί η χρήση περισσότερης γης, νερού ή άλλων φυσικών πόρων.
Η Kavita Prakash-Mani, η επικεφαλής της Syngenta για θέματα τροφικής ασφάλειας, σημειώνει: «Έχουμε ήδη μεγάλη παραγωγικότητα στις μεγάλες φάρμες. Πρέπει τώρα να εργαστούμε με τους μικρότερους αγρότες και να τους βοηθήσουμε να διπλασιάσουν την παραγωγή τους. Πολλοί εξ αυτών οικονομικά βρίσκονται στην κόψη του ξυραφιού και εύλογα είναι διστακτικοί όταν τους προτείνεται να αλλάξουν πρακτικές. Γι' αυτό θα χρειαστεί χρόνος».
© The Financial Times Limited 2013. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation