H κριτική που πονάει είναι πιθανότατα δίκαιη. Κι αυτό ίσως εξηγεί την οργή του Βερολίνου την περασμένη εβδομάδα για την κριτική που έκανε το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών στο τεράστιο και καλά φυλαγμένο εμπορικό του πλεόνασμα.
Πρέπει να αναγνωρίσουμε στο αμερικανικό υπουργείο ότι δήλωσε αυτό που κανένας εταίρος της χώρας δεν τολμά να πει: «Η Γερμανία διατηρεί ένα μεγάλο πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών καθ' όλη τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης».
Αυτό «απέτρεψε την επανισορρόπηση» των άλλων χωρών της ευρωζώνης και δημιούργησε «ροπή προς τον αποπληθωρισμό στην περιοχή, καθώς και στη διεθνή οικονομία».
Το ΔΝΤ έχει εκφράσει ανάλογες ανησυχίες.
Το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών απάντησε ότι το πλεόνασμά του «δεν αποτελεί αιτία ανησυχίας, ούτε για τη Γερμανία, ούτε για την ευρωζώνη, ούτε για τη διεθνή οικονομία».
Ένας εκπρόσωπος δήλωσε ότι η χώρα «συνεισφέρει σημαντικά στην παγκόσμια ανάπτυξη μέσω εξαγωγών και εισαγωγών εξαρτημάτων για τελικά προϊόντα». Αυτή η αντίδραση ήταν προβλεπόμενη και εσφαλμένη. Το πλεόνασμα, που προβλέπεται από το ΔΝΤ στα 215 δισ. δολ. φέτος (περίπου όσο και της Κίνας), είναι πράγματι μεγάλο θέμα, πάνω απ' όλα για το μέλλον της ευρωζώνης.
Τα εξαγωγικά πλεονάσματα δεν αντικατοπτρίζουν μόνο την ανταγωνιστικότητα, αλλά επίσης και την υπερβολή της παραγωγής σε σχέση με τη δαπάνη. Οι πλεονασματικές χώρες εισάγουν τη ζήτηση την οποία δεν παράγουν εσωτερικά. Όταν η παγκόσμια ζήτηση είναι ισχυρή, αυτή η ανάγκη δεν προκαλεί πρόβλημα, αφού τα χρήματα που δανείζονται οι ελλειμματικές χώρες επενδύονται σε δραστηριότητες οι οποίες εν τέλει εξυπηρετούν τα χρέη που δημιουργούνται. Δυστυχώς, αυτό δεν συμβαίνει συχνά, επειδή εν μέρει οι ελλειμματικές χώρες υποχρεώνονται, από την προσφορά φθηνών εισαγωγών από πλεονασματικές, να επενδύουν σε μη εμπορεύσιμες δραστηριότητες, που δεν στηρίζουν την εξυπηρέτηση των εξωτερικών χρεών.
Υπό τις σημερινές συνθήκες, όμως, όπου τα βραχυπρόθεσμα επίσημα επιτόκια βρίσκονται κοντά στο μηδέν και η ζήτηση πάσχει από χρόνιο έλλειμμα σε όλο τον πλανήτη, η εισαγωγή της ζήτησης από μια πλεονασματική χώρα είναι ανάλγητη: διογκώνει την παγκόσμια οικονομική αδυναμία.
Οπότε είναι αναμενόμενο ότι στο β΄ τρίμηνο του 2013 το ΑΕΠ της ευρωζώνης ήταν 3,1% χαμηλότερα από το προ της κρίσης ζενίθ και 1,1% από ό,τι δύο χρόνια πριν. Οι οικονομίες του πυρήνα με τις υψηλές αξιολογήσεις απομυζούν ζήτηση, αντί να προσθέτουν. Γι' αυτό και η ευρωζώνη βουλιάζει προς τον αποπληθωρισμό. Στην τελευταία μέτρηση ο ετήσιος δομικός πληθωρισμός ήταν 0,8%. Αφού η ζήτηση είναι τόσο αδύναμη, ο πληθωρισμός μπορεί να πέσει και πιο χαμηλά. Αυτό όχι μόνο απειλεί να ρίξει την ευρωζώνη σε μια ιαπωνική παγίδα αποπληθωρισμού, αλλά επιπλέον αποκλείει και τις απαραίτητες μεταβολές στην ανταγωνιστικότητα όλης της περιοχής.
Οι χώρες που πλήττονται από την κρίση υποχρεώνονται να υποστούν απευθείας αποπληθωρισμό. Γίνεται έτσι αναπόφευκτη η πολύ υψηλή ανεργία. Και παράλληλα αυξάνεται η πραγματική αξία του χρέους.
Οι πολιτικές που επιβλήθηκαν στην ευρωζώνη, υπό τις οδηγίες της Γερμανίας, ήταν βέβαιο ότι θα έχουν αυτό το αποτέλεσμα, με δεδομένη την καταστροφική επίπτωση που έχει στη ζήτηση η απόλυτη δημοσιονομική λιτότητα. Σε πρόσφατη έκθεση για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ο Jan in 't Veld ισχυρίζεται ότι η δημοσιονομική πολιτική της λιτότητας έχει προκαλέσει, μεταξύ του 2011 και του 2013, συνολικές απώλειες παραγωγής που αντιστοιχούν στο 18% του ετήσιου ΑΕΠ της Ελλάδας, στο 9,7% της Ισπανίας, στο 9,1% της Γαλλίας, στο 8,4% της Ιρλανδίας και ακόμη και στο 8,1% της Γερμανίας. Αναπόφευκτα, είναι σχεδόν αδύνατον να μπορέσει η νομισματική πολιτική να αντιμετωπίσει την κατάσταση.
Πριν από την κρίση, θα μπορούσε να αποδώσει επεκτείνοντας την πίστωση στις χώρες που εν τέλει βούλιαξαν, πάνω απ' όλα στην Ισπανία. Σήμερα, δουλεύει σε ένα περιβάλλον με αδύναμο τραπεζικό σύστημα, τεράστια χρέη στις χώρες της κρίσης και αποφυγή του δανεισμού στις πιστώτριες.
Η καλύτερη μέθοδος για να αποδώσει μια πιο επιθετική νομισματική πολιτική είναι με υποτίμηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ. Αν, για παράδειγμα, η ΕΚΤ ήθελε να αναλάβει μεγάλης κλίμακας ποσοτική χαλάρωση, αγοράζοντας τα ομόλογα των μελών της αναλογικά με τις μετοχές τους στην κεντρική τράπεζα, το πιο πιθανό αποτέλεσμα θα ήταν να πέσει το ευρώ. Όμως αυτό θα διόγκωνε την τάση που έχει η ευρωζώνη, η οποία λειτουργεί υπό τη γερμανική επιρροή, να επιβάλει την προσαρμογή της στον υπόλοιπο κόσμο.
Καθώς οι ευάλωτες χώρες συρρικνώνουν τα εξωτερικά τους ελλείμματα, ενώ η βασική πιστώτρια παραμένει σε πλεόνασμα, η ευρωζώνη δημιουργεί τεράστια εξωτερικά πλεονάσματα. Η αλλαγή από το έλλειμμα στο πλεόνασμα προβλέπεται από το ΔΝΤ ότι θα είναι 3,3% του ΑΕΠ της ευρωζώνης μεταξύ των ετών 2008 και 2015.
Με δεδομένο το έλλειμμα ζήτησης στην ευρωζώνη, η μεταβολή ίσως θα πρέπει να είναι ακόμη μεγαλύτερη, αν, τουλάχιστον, θέλουν τα ευάλωτα κράτη να έχουν μια ελπίδα να μειώσουν την ανεργία.
Είναι μια ανάλγητη στρατηγική για τον πλανήτη. Οι ΗΠΑ έχουν κάθε δίκιο να διαμαρτύρονται, όπως και άλλοι είχαν το δικαίωμα να διαμαρτύρονται για παλαιότερες αμερικανικές ρυθμιστικές αποτυχίες.
Θα είναι αδύνατον, όμως, να πετύχει η ευρωζώνη την ευημερία με βάση την ανάπτυξη μέσω εξαγωγών. Είναι πολύ μεγάλη για κάτι τέτοιο. Πρέπει, επίσης, να πετύχει την εσωτερική επανισορρόπηση. Μέχρι τώρα, όπως δείχνει και τοWorld Economic Outlook Οκτωβρίου του ΔΝΤ, η μαζική κατάργηση θέσεων εργασίας έχει φέρει την ανταγωνιστικότητα και η κατάρρευση της εγχώριας ζήτησης είναι αυτή που έχει μειώσει τα εξωτερικά ελλείμματα στις χώρες της κρίσης. Δηλαδή, η επιτυχία της προσαρμογής βρίσκεται στην άλλη πλευρά του νομίσματος, στην οικονομική βουτιά και στην ιλιγγιώδη ανεργία. Όμως, έστω κι έτσι, το ΔΝΤ δεν διαβλέπει καμία σημαντική μείωση στις καθαρές υποχρεώσεις. Οι χώρες αυτές θα παραμείνουν ευάλωτες.
Τι συμβαίνει, λοιπόν, με δυο λόγια; Οι απαντήσεις είνα οι εξής: Ο αποπληθωρισμός αρχίζει να έρπει στην επιφάνεια. Μαζική ανεργία. Καμία εσωτερική επανισορρόπηση και υπερβολική εξάρτηση από την εξωτερική ζήτηση. Κι όμως, όλα αυτά θεωρούνται αποδεκτά, επιθυμητά, ακόμη και ηθικά, μια πραγματική επιτυχία. Γιατί; Οι εξηγήσεις που δίνονται είναι μύθοι. Η κρίση οφειλόταν σε δημοσιονομική ασωτία και όχι σε ανεύθυνες διακρατικές ροές πιστώσεων. Η δημοσιονομική στρατηγική δεν παίζει ρόλο στη διαχείριση της ζήτησης. Οι αγορές κρατικών ομολόγων από την κεντρική τράπεζα είναι ένα βήμα προς τον υπερπληθωρισμό. Και η ανταγωνιστικότητα καθορίζει τα εξωτερικά πλεονάσματα, όχι την ισορροπία μεταξύ προσφοράς και ανεπαρκούς ζήτησης.
Αυτοί οι μύθοι δεν είναι ακίνδυνοι, ούτε για την ευρωζώνη ούτε για τον πλανήτη. Αντιθέτως, κινδυνεύουν είτε να παγιδεύσουν τα αδύναμα κράτη μέλη σε ημιμόνιμη ύφεση είτε να καταλήξουν, στο τέλος, σε μια αγωνιώδη διάλυση του ίδιου του ευρώ. Σε κάθε περίπτωση, το ευρωπαϊκό έργο θα εκπροσωπήσει τότε όχι την ευημερία, αλλά την ανέχεια. Όχι την συνεργασία, αλλά τον πόνο.
Και θα γίνει μια τραγική ιστορία.
© The Financial Times Limited 2013. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation