Με την πέμπτη επέτειο από την πτώση της Lehman Brothers και την αρχή της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης, πρέπει να αναρωτηθούμε: Τι μάθαμε από όλα αυτά; Πόσο καλά τα πήγαμε; Οι επίμονες αδυναμίες στις ΗΠΑ και στην ευρωζώνη είναι αποτέλεσμα των παραπτωμάτων του χρηματοοικονομικού κλάδου προ της κρίσης, της ίδιας της κρίσης ή του τρόπου με τον οποίο έγινε η διαχείρισή της;
Το καλύτερο που μπορεί να ειπωθεί -και είναι πολύ σημαντικό- είναι πως αποφύγαμε τα χειρότερα: μία νέα Μεγάλη Ύφεση. Το εάν αυτό ήταν αποτέλεσμα της ισχυρής δράσης από κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες είναι άσκηση για την ιστορία των αντιπαραδειγμάτων. Ποτέ δεν θα μάθουμε με βεβαιότητα τι θα συνέβαινε εάν δεν είχαμε τα μαζικά προγράμματα στήριξης.
Αυτό που γνωρίζουμε είναι πως μισή δεκαετία μετά την κρίση το ΑΕΠ σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες είναι χαμηλότερο από τα προ της κρίσης επίπεδα -πορεία χειρότερη από ό,τι καταγράφηκε στη Μεγάλη Ύφεση-, ορισμένες χώρες -όπως η Ισπανία και η Ελλάδα- βρίσκονται σε ύφεση, η συμμετοχή της εργατικής δύναμης στις ΗΠΑ βρίσκεται σε χαμηλό 35 ετών, το εισόδημα και ο πλούτος των περισσότερων Αμερικανών είναι ακόμη σημαντικά χαμηλότερο από ό,τι ήταν πριν από τη Μεγάλη Ύφεση, η τραπεζική βιομηχανία είναι πιο συγκεντρωμένη, ο χρηματοοικονομικός κλάδος λιγότερο ανταγωνιστικός, νέες καταχρήσεις ανακαλύπτονται σχεδόν καθημερινά, ούτε ένα ανώτατο τραπεζικό στέλεχος δεν έχει λογοδοτήσει και ο χρηματοοικονομικός κλάδος πάλεψε με επιτυχία ενάντια σε μεταρρυθμίσεις που θα τον καθιστούσαν πιο ανταγωνιστικό, πιο διαφανή, λιγότερο επικίνδυνο και λιγότερο επιρρεπή στην εκμετάλλευση των απλών πολτών.
Γνωρίζουμε επίσης ότι η αύξηση των χρεών και των ελλειμμάτων που ακολούθησε την πτώση περιορίζει τώρα δράσεις στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ που θα μπορούσαν να δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη και στην απασχόληση.
Οι υπερασπιστές των μαζικών τραπεζικών προγραμμάτων στήριξης δηλώνουν ότι το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων έχει αποπληρωθεί και κατά συνέπεια δεν υπάρχει λόγος για γκρίνιες. Διαφωνώ. Το κράτος δάνεισε στις τράπεζες δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια με μηδενικό επιτόκιο κι εκείνες στη συνέχεια δάνεισαν με υψηλότερα επιτόκια, αποκτώντας έτσι τα χρήματα για να αποπληρώσουν το κράτος. Όπως κι αν το δει κανείς, είναι σαν να παίζουν τον παπά.
Εάν οι κυβερνήσεις ζητούσαν περισσότερα από τις τράπεζες, τότε η δημοσιονομική μας θέση θα ήταν καλύτερη. Εάν είχαμε ζητήσει προϋπόθέσεις για τα χρήματα όπως να δανείσουν περισσότερο οι τράπεζες -αντί να δίνουν bonus- ίσως να είχαμε πιο ισχυρή οικονομία. Ακόμη και ο Χανκ Πόλσον, ο πρώην υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, εξεπλάγη και προσεβλήθη με τη συμπεριφορά των τραπεζών.
Αν και η ζημιά που έγινε στην οικονομία από τον χρηματοοικονομικό κλάδο υπολογίζεται σε τρισεκατομμύρια δολάρια, αυτός δεν ευθύνεται για όλα τα δεινά που παρουσιάζουν σήμερα η Ευρώπη και οι ΗΠΑ. Εν μέρει, η φούσκα που προκλήθηκε με τη στήριξη της απορρύθμισης και των χαμηλών επιτοκίων συνέβαλε στο να κρυφτούν τα πιο βαθιά προβλήματα. Δυστυχώς όμως, η κρίση κατέστησε δύσκολη την αντιμετώπισή τους.
Και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, υπάρχει ανάγκη για αναδιοργάνωση της οικονομίας, ώστε να μετακινηθεί από τον βιομηχανικό κλάδο σε εκείνο των υπηρεσιών. Με την αύξηση της παραγωγικότητας στη βιομηχανία να υπερβαίνει τον ρυθμό αύξησης της ζήτησης, αναπόφευκτα η παγκόσμια απασχόληση μειώνεται. Η μετατόπιση του συγκριτικού πλεονεκτήματος συνεπάγεται ότι η Ευρώπη και οι ΗΠΑ θα έχουν μικρότερο μερίδιο στη μειούμενη διεθνή απασχόληση.
Οι αγορές δεν πραγματοποιούν τέτοιες μεταβάσεις εύκολα -όπως αποδείχθηκε με τη μετάβαση από την αγροτική οικονομία στη βιομηχανική. Υπάρχει ανάγκη για το δημόσιο - ενώ όμως, οι δημόσιες δαπάνες μειώνονται.
Η Ευρώπη και οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν εντεινόμενη ανισότητα - που επιδεινώνεται από τη Μεγάλη Ύφεση. Τα πρόσφατα στοιχεία από τους Thomas Piketty και Emmanuel Saez δείχνουν ότι το 95% των κερδών στην αμερικανική οικονομία από το 2009 έως το 2012 απορροφήθηκε από το ανώτατο 1%. Η Ευρώπη και οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν αδύναμη συνολική ζήτηση και η αύξηση της ανισότητας είναι η βασική αιτία.
Η χρηματοοικονομική κρίση όμως περιόρισε την ικανότητα και την προθυμία των κυβερνήσεων και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού να διαχειριστούν αυτήν την εντεινόμενη ανισότητα - για την οποία πληρώνουμε υψηλό τίμημα, το οικονομικό τίμημα της ανάπτυξης και το ακόμη υψηλότερο τίμημα της όλο και πιο διχασμένης κοινωνίας.
Θα πρέπει, όμως, να είμαστε σαφείς ότι η κρίση της ευρωζώνης δεν προκλήθηκε θεμελιωδώς από τη χρηματοοικονομική κρίση. Τα ελαττώματα στη δομή της ευρωζώνης θα έβγαιναν κάποια στιγμή στην επιφάνεια.
Η κρίση απλώς τα εμφάνισε συντομότερα.
Παραπλανημένες απόψεις διαμόρφωσαν την οικονομική ατζέντα στα χρόνια προ της κρίσης. Οι απόψεις για τον περιορισμό του κράτους οδήγησαν, κατά ειρωνικό τρόπο, στη μεγαλύτερη κρατική παρέμβαση στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η ίδια ιδεολογία και οι απόψεις, όμως, που επικράτησαν προ της κρίσης έχουν τεράστια επιρροή και στα χρόνια ύστερα από αυτήν, καθώς μεγάλες ανισότητες στην οικονομική ισχύ οδηγούν σε μεγάλες ανισότητες και στην πολιτική ισχύ. Το αποτέλεσμα είναι ένας κόσμος που κατά ορισμένους τρόπους είναι ασφαλέστερος και κατά άλλους επικίνδυνος.
Σίγουρα, όμως, είναι ένας κόσμος όπου αναβάλλουμε τη λήψη οποιασδήποτε δράσης για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε.
*Ο Τζόζεφ Στίγκλιτς είναι καθηγητής Οικονομικών στο Columbia University και βραβευμένος με Νόμπελ Οικονομικών.
© The Financial Times Limited 2013. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation