* Ο αρθρογράφος είναι senior fellow στο European Council on Foreign Relations.
Από τότε που ξέσπασε η χρηματοπιστωτική κρίση, όλοι ζηλεύουν τη Γερμανία για την οικονομική της επιτυχία.
Απολαμβάνει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά ανεργίας στην Ευρώπη και έχει σχεδόν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό. Είναι επίσης η βιομηχανική ατμομηχανή της Ευρώπης, με πλεόνασμα συναλλαγών που ανταγωνίζεται εκείνο της Κίνας. Εν όψει όμως των γενικών εκλογών τον επόμενο μήνα, υπάρχουν ενδείξεις ότι οι Γερμανοί έχουν επαναπαυθεί. Η βιομηχανία-μεταποίηση κινδυνεύει να χάσει το πλεονέκτημά της και κανένα από τα μεγάλα πολιτικά κόμματα δεν μιλάει γι' αυτό στην προεκλογική του εκστρατεία.
Η βιομηχανική επιτυχία της Γερμανίας είναι το αποτέλεσμα ενός σπάνιου συνδυασμού από καλή τύχη και επιδράσεις των προηγούμενων οικονομικών μεταρρυθμίσεων. Η χώρα ευνοήθηκε τρομερά από την ιστορική ισχύ της στα κεφαλαιουχικά αγαθά, τα πολυτελή αυτοκίνητα και τα χημικά, που ταίριαξαν γάντι στη ζήτηση από τις ταχέως αναπτυσσόμενες αγορές. Επιπροσθέτως, οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας που έκανε η κυβέρνηση Gerhard Schröder, στις αρχές του 2000, έχουν προκαλέσει μεγάλη συγκράτηση στις μισθολογικές αυξήσεις, βελτιώνοντας την ανταγωνιστικότητα των τιμών του κλάδου.
Τέλος, την οικονομική της επιτυχία βοήθησε το κλίμα συνεργασίας και κατανόησης μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων. Οι Γάλλοι εργοστασιάρχες κοιτούν με ζήλια το πόσο εύκολα οι Γερμανοί συνάδελφοί τους μπορούν να ζητήσουν από το εργατικό δυναμικό τους ελαστικότητα στα ωράρια εργασίας προκειμένου να ανταποκριθούν στις επιθυμίες των πελατών και στις αλλαγές στις ανάγκες παράδοσης.
Οι παράγοντες που δημιούργησαν αυτήν την επιτυχία σήμερα βρίσκονται υπό πίεση. Η οικονομική ανάπτυξη στις αναπτυσσόμενες αγορές έχει επιβραδυνθεί. Το Πεκίνο προσπαθεί να αλλάξει την ισορροπία της κινεζικής οικονομίας από το μοντέλο ανάπτυξης βάσει επενδύσεων σε μοντέλο ανάπτυξης βάσει κατανάλωσης.
Στην Ευρώπη οι επενδύσεις παραμένουν αδύναμες. Και όλα αυτά μεταφράζονται σε μείωση της ζήτησης για γερμανικά αγαθά στο εξωτερικό. Παράλληλα, ένα αποτέλεσμα της κρίσης είναι ότι οι μισθοί έχουν πέσει σε όλη την Ευρώπη, ενώ οι γερμανικοί έχουν αργά-αργά αυξηθεί χάρη στα χαμηλά επίπεδα ανεργίας, ειδικά στα νότια της χώρας.
Επιπλέον, τα θεμέλια για το επιχειρείν στη Γερμανία έχουν αποδυναμωθεί, αυξάνοντας το κόστος για τις εταιρίες και μειώνοντας την ελαστικότητα. Οι κρατικές δαπάνες στην εκπαίδευση και στην έρευνα και ανάπτυξη ως μερίδιο της παραγωγής μπορεί να μην είναι τόσο μικρές όσο της Ιταλίας, αλλά μετά από σοβαρές περικοπές από τα μέσα της δεκαετίας του '90 και μετά έχουν πλέον μείνει αρκετά πίσω από πολλές χώρες του ΟΟΣΑ, όπως την Αυστρία, τη Φινλανδία και τη Γαλλία.
Για μεγάλο διάστημα, αυτές οι τάσεις δεν ήταν ευρέως εμφανείς. Μετά την επενδυτική έκρηξη που ακολούθησε την επανένωση στις αρχές της δεκαετίας του '90, οι υποδομές ήταν σε σχετικά καλή κατάσταση. Όμως στους δρόμους αυξάνονται όλο και περισσότερο οι λακκούβες. Με τις πρόσφατες πλημμύρες, η πιο σημαντική σιδηροδρομική αρτηρία από το Βερολίνο προς τα δυτικά της χώρας έχει κλείσει μέχρι το τέλος του έτους, υπερδιπλασιάζοντας τον χρόνο της διαδρομής από την πρωτεύουσα μεχρι τη βάση της Volkswagen στο Βόλφσμπουργκ. Όταν οι ειδικευμένοι μηχανολόγοι τρώνε τον χρόνο τους σε μποτιλιάρισμα, δεν μπορούν να είναι παραγωγικοί. Το πρόβλημα αυξάνεται καθώς το ειδικευμένο προσωπικό σπανίζει όλο και πιο πολύ, εξαιτίας της ταχείας γήρανσης του εργατικού δυναμικού.
Ο αριθμός των γεφυρών που είναι απροσπέλαστες για βαριά φορτία αυξάνεται συνεχώς και τα μεγάλα φορτηγά συχνά χρειάζεται να κάνουν παρακάμψεις εκατοντάδων χιλιομέτρων, όπου μια νύχτα μεταφοράς μπορεί εύκολα να γίνει τρεις. Κι άλλες υποδομές ραγίζουν: ορισμένες από τις πιο σημαντικές υδρευτικές εγκαταστάσεις χρονολογούνται από την εποχή του Κάιζερ.
Με όλα αυτά, η παραγωγή στη Γερμανία γίνεται όλο και πιο δύσκολη και δαπανηρή και αυτό αρχίζει να φαίνεται στα οικονομικά δεδομένα. Η παραγωγικότητα ως παραγωγή ανά εργατοώρα κινείται στα επίπεδα του 2007 μετά βίας. Τέτοια στασιμότητα δεν έχει ξανασυμβεί μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στη θεωρία, η λύση είναι εύκολη: να γίνουν περισσότερες δαπάνες σε υποδομές και να σταματήσουν να λιμοκτονούν από κεφάλαια τα πανεπιστήμια και τα ινστιτούτα ερευνών. Δεν θα είναι δύσκολο να βρεθούν τα χρήματα. Μετά από χρόνια φορολογικών περικοπών, υπάρχουν περιθώρια για ελαφρώς υψηλότερους φόρους, ειδικά αν τα έσοδα δοθούν σε επενδύσεις για την παραγωγή.
Και μολονότι η Γερμανία έχει συνυπογράψει το δημοσιονομικό συμβόλαιο της Ε.Ε. και επέβαλε με διάταγμα στο Σύνταγμά της τη μείωση του δανεισμού του δημοσίου, υπάρχουν ακόμη κάποια περιθώρια κινήσεων. Η κεντρική κυβέρνηση εξακολουθεί να έχει δικαίωμα για διαρθρωτικό έλλειμμα 0,35% του ΑΕΠ. Με τη χρήση αυτών των προβλεπόμενων πλεονασμάτων και τον δανεισμό που είναι νομικά εφικτός, θα μπορούσαν εύκολα να αυξηθούν οι κρατικές επενδύσεις κατά 20 δισ. ευρώ ή 0,75% του ΑΕΠ ετησίως.
Όμως κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται. Αντί να χρησιμοποιηθούν αυτά τα κεφάλαια σε επενδύσεις υποδομών, η κυβέρνηση σκοπεύει να έχει ένα μικρό, αλλά αυξανόμενο πλεόνασμα τα ερχόμενα χρόνια. Και εν όψει των εκλογών, τόσο η κυβέρνηση των Χριστιανοδημοκρατών της Angela Merkel όσο και η αντιπολίτευση των Σοσιαλδημοκρατών (που δίνουν μεγάλη έμφαση στην ανάγκη για περισσότερες επενδύσεις) στηρίζουν τις εκστρατείες τους πάνω στη «δημοσιονομική υπευθυνότητα», όπως ονομάζεται.
Αν τηρήσουν τις υποσχέσεις τους, ίσως οδηγήσουν τη χώρα στο αποτέλεσμα που ακριβώς υπόσχονται να αποφύγουν: στην επιβάρυνση των μελλοντικών γενεών. Στο κάτω-κάτω, λίγες ποσοστιαίες μονάδες από τη μείωση του κρατικού χρέους δεν μπορούν να αγοράσουν τα πλεονεκτήματα ενός παγκόσμια ηγετικού βιομηχανικού κλάδου.
*To Εuro2day.gr ενθαρρύνει τον διάλογο και την έκφραση απόψεων από τους αναγνώστες. Σχολιάστε το άρθρο και πείτε την άποψή σας δημόσια για όσα συμβαίνουν και μας αφορούν όλους. Αν θεωρείτε το άρθρο σημαντικό, διαδώστε το με τα εργαλεία κοινωνικής δικτύωσης.
© The Financial Times Limited 2013. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation